Η επίθεση του Ισραήλ στο ιρανικό προξενείο της Δαμασκού και η δολοφονία πέντε ανώτατων και ανώτερων Ιρανών αξιωματικών μπορεί να αποδοθεί σε τρεις λόγους που είναι σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετοι. Πρώτον, είναι πιθανό ότι αποτελεί προοίμιο μιας γενικής επίθεσης του Ισραήλ κατά της Χεζμπολάχ ανάλογη με αυτή εναντίον της Χαμάς μετά το τέλος της επίθεσης στη Γάζα. Η δολοφονία των Ιρανών ανώτατων αξιωματικών που ήταν υπεύθυνοι για τη Συρία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη αποδυναμώνει πολύ την επιτελική αποτελεσματικότητα της Χεζμπολάχ τους επόμενους μήνες. Δεύτερον, η επίθεση είναι ένα μήνυμα προς τις ΗΠΑ μετά την στάση τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το μήνυμα είναι ότι το Ισραήλ θέτει τις στρατηγικές προτεραιότητες στη Μέση Ανατολή και όχι η Ουάσιγκτον.
Τρίτον, και σπουδαιότερο, η επίθεση αυτή θα άλλαζε το πλαίσιο της σύγκρουσης μιας και θεωρείτο βέβαιη η ανάλογη απάντηση της Τεχεράνης. Το Ισραήλ βρισκόταν σε στρατηγικό αδιέξοδο στην Γάζα. Δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη για τη μεταφορά και τη διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι αποδέχεται ότι η Γάζα βρίσκεται υπό ισραηλινή κατοχή και θα έπρεπε να συμμορφώνεται με τους κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που διέπει κατεχόμενες περιοχές. Από την άλλη πλευρά, δεν επιτρέπει στο δίκτυο που ελέγχεται από την Χαμάς να αναλάβει τη διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας με αποτέλεσμα να επικρατεί χάος και να επωφελούνται εγκληματικές ομάδες. Η κυβέρνηση Νετανιάχου πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ της πλειοψηφίας της ισραηλινής κοινής γνώμης που είναι πλήρως αντίθετη σε οποιαδήποτε χορήγηση ανθρωπιστικής βοήθειας προς την Γάζα και της διεθνούς πίεσης και κυρίως της πίεσης των ΗΠΑ. Στο πεδίο των επιχειρήσεων η Χαμάς διατηρεί, σύμφωνα με τις ισραηλινές εκτιμήσεις, δύο έως τρεις ταξιαρχίες, δηλαδή περίπου το 20-30% των δυνάμεων της παρά το ανηλεές σφυροκόπημα που ξεπερνά ανάλογες επιθέσεις τις τελευταίες δεκαετίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Μεγαλύτερη είναι η αποτυχία στο θέμα των ομήρων. Πάνω από 130 όμηροι παραμένουν στα χέρια της Χαμάς, κάποιοι από αυτούς μάλιστα είναι νεκροί. Η επιχείρηση στη Ράφα συναντά έντονη αμερικανική αντίδραση αφού το Ισραήλ δεν έχει προτείνει κανένα σοβαρό σχέδιο για ασφαλές καταφύγιο του 1,4 εκατομμυρίου Παλαιστινίων που βρίσκονται στην περιοχή αυτή. Τέλος, το στρατηγικό αδιέξοδο επιτείνεται από την ουσιαστική ανυπαρξία ισραηλινού σχεδίου για την μεταπολεμική προοπτική που να περιλαμβάνει την λύση δύο κρατών.
Απέναντι σε αυτό το αδιέξοδο το Ισραήλ αλλάζει το πλαίσιο της σύγκρουσης από το περιορισμένο «Ισραήλ εναντίον Χαμάς/Παλαιστίνιων της Γάζας» στο ευρύτερο «Ισραήλ εναντίον Ιράν». Γνωρίζει πολύ καλά ότι, αν και δεν πήρε την αμερικανική συγκατάθεση για να ανοίξει αυτό το μέτωπο, καμία αμερικανική κυβέρνηση δεν θα εγκαταλείψει το Ισραήλ σε μια στρατιωτική σύγκρουση με το Ιράν. Γύρισε μάλιστα το ρολόι της ιστορίας πίσω στο 1973 όταν οι πόλεμοι του Ισραήλ διεξάγονταν εναντίον κρατών και όχι μη κρατικών δρώντων και ήταν πιο εύκολα διαχειρίσιμοι με βάση τους διεθνείς συσχετισμούς. Αυτήν την αλλαγή πλαισίου φαίνεται να επιτυγχάνει το Ισραήλ, αφού τα ζητήματα της Γάζας και της ανθρωπιστικής καταστροφής πέρασαν σε δεύτερη μοίρα και οι πιέσεις που ασκούσε η Δύση στο Ισραήλ για εγγυήσεις στην σχεδιαζόμενη επίθεση στη Ράφα και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας έχουν δραστικά μειωθεί. Την ίδια στιγμή μάλιστα, στις δυτικές πρωτεύουσες επικρατεί σιγή για τις δολοφονικές επιθέσεις Ισραηλινών εποίκων εναντίον Παλαιστινίων που έγιναν στην Δυτική Όχθη, τις προηγούμενες ημέρες. Ανάλογη αλλαγή πλαισίου είχε επιτύχει ο τότε Ισραηλινός πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν το 2001 όταν ταύτισε την καταστολή της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα με τον «αγώνα κατά της τρομοκρατίας» που κήρυξε ο πρόεδρος Μπους ο νεότερος μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου.
Το Ιράν, από την πλευρά του, δέχθηκε ένα πολύ ισχυρό πλήγμα ανάλογο αν όχι ισοδύναμο με αυτό της δολοφονίας του στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί. Με αυτήν έννοια η ανταπόδοση που επιχείρησε με την επίθεση εναντίον του Ισραήλ δεν ήταν ανάλογη του πλήγματος που δέχθηκε και αυτό σκιάζει κάπως την εικόνα ισχύος της Τεχεράνης. Από την άλλη πλευρά, το Ιράν έστειλε τρία πολύ σημαντικά μηνύματα με το τρόπο που προετοίμασε και πραγματοποίησε την επίθεσή του. Πρώτον, το Ιράν έδειξε με την «συνεννόηση» με τους Αμερικανούς, την προαναγγελία και την λελογισμένη ισχύ της επίθεσης, ότι δεν πρόκειται για να ένα καθεστώς «τρελών μουλάδων» αλλά για ορθολογικό παίκτη που βασίζει τις αποφάσεις του στο ισοζύγιο κόστους-οφέλους. Πρόκειται δηλαδή για ένα κράτος που μπορεί να διαπραγματευθεί σοβαρά και να δεσμευτεί από επίσημες συμφωνίες και ανεπίσημες συνεννοήσεις. Δεύτερον, το Ιράν είναι το μοναδικό κράτος που τολμά να επιτίθεται στο Ισραήλ έπειτα από τριάντα πέντε χρόνια -η προηγούμενη ήταν η πυραυλική επίθεση από το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν- και αυτό έχει μεγάλη σημασία για την εικόνα του στις κοινωνίες στη Μέση Ανατολή και τον μουσουλμανικό κόσμο. Τρίτον, απέδειξε την τρωτότητα του πάνοπλου και τεχνολογικά υπεραναπτυγμένου Ισραήλ, αφού χρειάστηκε τη βοήθεια των αμερικανικών, βρετανικών, ακόμη και των ισχνών ιορδανικών αεροπορικών δυνάμεων για να επιτύχει την αναχαίτιση των ιρανικών πυραύλων και των drones. Αν μάλιστα υπολογιστεί ότι το κόστος αναχαίτησης για το Ισραήλ σε στρατιωτικό υλικό ήταν γύρω στο 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια, ενώ το αντίστοιχο κόστος της ιρανικής επίθεσης μόλις 35 εκατομμύρια τότε αντιλαμβανόμαστε πόσο σχετική είναι η υπεροπλία των πανάκριβων οπλικών συστημάτων.
Βασικό δόγμα αποτροπής του Ισραήλ από την ίδρυσή του είναι ότι θα πρέπει να αντιδρά σε κάθε επιθετική ενέργεια με ένα ανταποδοτικό χτύπημα, τόσο ισχυρό που θα παραλύει τον αντίπαλο και θα τον «εκπαιδεύει» στην αντίληψη ότι οποιαδήποτε σύγκρουση με το Ισραήλ είναι καταστροφική για αυτόν. Ισραηλινά think tanks της Δεξιάς υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι η σημερινή γεωπολιτική συγκυρία είναι ευνοϊκή για το ξεκαθάρισμα όλων των απειλών. Με βάση αυτά τα δεδομένα, δημιουργείται έντονη ανησυχία για νέα ισραηλινή επιχείρηση εναντίον του Ιράν. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και η Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα και η Ιορδανία ανησυχούν πολύ για ανεξέλεγκτη σύγκρουση στην περιοχή στρέφοντας εναγωνίως το βλέμμα τους στις κινήσεις της Αμερικής. Από την πλευρά της η Ουάσιγκτον προσπαθεί να «νουθετήσει» το Ισραήλ να μην προχωρήσει σε μια νέα επίθεση. Ήδη η στρατηγική που έχτιζε η Ουάσιγκτον τα τελευταία είκοσι χρόνια για απαγκίστρωση δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή και μετακίνησή τους στην Ανατολική Ασία, στο πεδίο ανταγωνισμού με την Κίνα έχει σε μεγάλο βαθμό εκτροχιαστεί. Πέραν όμως των αυστηρών νουθεσιών και προειδοποιήσεων καμία αμερικανική κυβέρνηση δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το Ισραήλ, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια μιας μακράς προεκλογικής περιόδου. Πρόκειται για μια ακόμη κρίση στην αλυσίδα των περιφερειακών και παγκόσμιων κρίσεων που ξεκίνησαν από το 2007 και δεν έχουν σταματήσει έκτοτε αναδεικνύοντας μια ευρύτερη κρίση της αποτελεσματικότητας του δυτικού «κανόνα» οργάνωσης του διεθνούς συστήματος.
** ο Σωτήρης Ρούσσος, είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Θρησκείας στη Μέση Ανατολή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου ΕΝΑ - Άρθρο για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ και το Κέντρο Μεσογειακών, Μεσανατολικών & Ισλαμικών Σπουδών (ΚΕΜΜΙΣ)