Έκατσα λίγο εκεί και μετά πήγα με τα πόδια στην οικοδομή και ήπια κάτι μπύρες μέχρι που τελικά με συνέλαβαν». Στην ερώτηση των αστυνομικών γιατί προέβη στο ειδεχθές έγκλημα, ο καθ’ ομολογίαν δράστης φέρεται να απάντησε πως «Δεν άντεχα να βλέπω τον γκόμενο της να οδηγά το αμάξι μου. Εγώ δούλευα και εκείνη μου έτρωγε τα λεφτά».
Η γυναίκα είχε καταγγείλει τον μετέπειτα δολοφόνο της στις Αρχές τρεις φορές. Τελευταία φορά που η γυναίκα πέρασε το κατώφλι του αστυνομικού τμήματος προκειμένου να τον καταγγείλει και πάλι για ενδοοικογενειακή βία (απειλή, σωματική βλάβη και εξύβριση) ήταν στις 7 Μαΐου 2024.
Έμπειροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. για τη δολοφονία στο Μενίδι ανέφεραν: «Όλες οι γυναικοκτονίες έχουν το εξής κοινό χαρακτηριστικό. Οι δράστες έχουν ακριβώς την ίδια αντίδραση. Λένε για άλλους άνδρες. Έχουν εμμονές».
Ο όρος Γυναικοκτονία έχει καθιερωθεί επιστημονικά και ο ορισμός του έχει δοθεί από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων. Γυναικοκτονία ορίζουμε τις δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, οι οποίες διαπράττονται ή γίνονται ανεκτές τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς. Ο όρος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο, τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών ως «εγκλήματα για λόγους τιμής» και λοιπές μορφές δολοφονίας, τη στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων, και περιπτώσεις γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με συμμορίες, το οργανωμένο έγκλημα, εμπόρους ναρκωτικών και την εμπορία γυναικών και κοριτσιών.
Η δυσανεξία που προκαλεί σε κάποιους η λέξη γυναικοκτονία, σε πείσμα των αμείλικτων στατιστικών που συνηγορούν σαφώς υπέρ της χρήσης του όρου, ο οποίος είναι κλινικός και ακριβής, κι ας μοιάζει σε πολλούς αδόκιμος, αυθαίρετος και άδικος.
Ο όρος γυναικοκτονία (femicide) έρχεται από παλιά, όταν το 1976 τον κατέγραψε η εγκληματολόγος Νταϊάνα Ράσελ (Diana E. H. Russel), ορίζοντας έτσι το εγκληματολογικό και ανθρωπολογικό αυτό φαινόμενο.
Ο όρος «γυναικοκτονία» έγινε ευρέως γνωστός και υιοθετήθηκε από την εγκληματολογία μετά το 1992, χάρη στο βιβλίο με τίτλο «Femicide: the politics of woman killing», μια συλλογή δοκιμίων που επιμελήθηκαν από κοινού η ακαδημαϊκός Τζιλ Ράντφορντ (Jill Radford) και η εγκληματολόγος Νταϊάνα Ράσελ (DianaE. H. Russell).
Καθημερινά διαπράττονται εκατοντάδες γυναικοκτονίες σε όλο τον κόσμο. Σπάνια, όμως, θα δούμε ή θα ακούσουμε αυτή την λέξη. Οι φόνοι βαφτίζονται «εγκλήματα πάθους», «εγκλήματα τιμής» ή και «οικογενειακές τραγωδίες». Στις περισσότερες χώρες του κόσμου, όπως και στην Ελλάδα, δεν υπάρχει νομική αναγνώριση του όρου γυναικοκτονία.
Την ίδια στιγμή, όμως, ο όρος «ανθρωποκτονία» δεν καλύπτει με επάρκεια τις κοινωνικές προεκτάσεις του εγκλήματος. Είναι νομική και κοινωνική αναγκαιότητα η χρήση του όρου «γυναικοκτονία», καθώς και ανεύρεση τρόπων με τους οποίους μπορεί να στηριχθεί ένα άτομο που πέφτει θύμα έμφυλης βίας.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν χρησιμοποιούν ούτε σωστά, ούτε συστηματικά τον όρο «γυναικοκτονία» και αυτό προκαλεί μία σειρά από προβλήματα. Όταν δεν λέμε τα πράγματα με το όνομά τους και δεν αναδεικνύουμε ένα φαινόμενο στην έκταση που του αναλογεί, αφήνουμε χώρο στη διαιώνιση νοσηρών αντιλήψεων. Κάπως έτσι, φτάνουμε στο σημείο να κατηγορείται για το έγκλημα σε ακραίες περιπτώσεις το ίδιο το θύμα!
Κάθε μέρα, σε όλο τον κόσμο, δολοφονούνται 137 γυναίκες, κατά μέσο όρο, από (πρώην ή νυν) συζύγους ή συντρόφους ή από κάποιο μέλος της οικογένειας τους.
Από τις 87.000 δολοφονίες γυναικών παγκοσμίως, το 2017, το 58% διαπράχθηκε από (πρώην ή νυν) συζύγους ή συντρόφους ή μέλη της οικογένειας τους, σύμφωνα με νέα στοιχεία του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC).
Παγκοσμίως, οι πέντε χώρες με τα μεγαλύτερα καταγεγραμμένα ποσοστά γυναικοκτονιών σήμερα είναι η Αργεντινή, το Ελ Σαλβαδόρ, η Ινδία, η Ονδούρα και το Μεξικό, ενώ υψηλά ποσοστά καταγράφονται και στη Γουατεμάλα, την Κολομβία, τη Βραζιλία, τη Ρωσία και τη Νότια Αφρική.
Σύμφωνα, με δεδομένα από τη Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, το 2019 οκτώ γυναίκες δολοφονήθηκαν στην Ελλάδα από κάποιο μέλος της οικογένειάς τους, ενώ το 2018 οι δολοφονίες γυναικών από συγγενικό τους πρόσωπο ανήλθαν σε 13. Το 2021, 17 γυναίκες δολοφονήθηκαν στη χώρα μας.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι για τα περισσότερα από τα έτη αναφοράς, κάθε μήνα μία γυναίκα δολοφονείται από κάποιο μέλος της οικογένειάς της. Οι ανθρωποκτονίες με θύματα γυναίκες (γυναικοκτονίες) κυμαίνονται από το 30,4 – 50%. Συγκεκριμένα, για το 2019 το ποσοστό των γυναικοκτονιών από μέλος της οικογένειας του θύματος ήταν 42,1%, καθώς στο σύνολο των 19 ανθρωποκτονιών γυναικών οι γυναικοκτονίες ανήλθαν σε 8.
Η έμφυλη βία είναι ένα καθημερινό, παγκόσμιο φαινόμενο. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι γυναίκες και τα κορίτσια πλήττονται από την έμφυλη βία. Επίσης, πολύ συχνά θύματα έμφυλης βίας αποτελούν τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ. Πρόκειται για ποινικό αδίκημα για την ελληνική νομοθεσία και με την επικύρωση της σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, γνωστή ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (2018) άνοιξε ο δρόμος για την ποινικοποίηση και άλλων μορφών έμφυλης βίας (stalking, οικονομική βία, Ακρωτηριασμός Γυναικείων Γεννητικών Οργάνων, εξαναγκαστικός γάμος).
Ανεφάρμοστος, θλιμμένος επίλογος
Μ’ ένα χαρτοφύλακα στα πόδια και στάχτη επανάληψης στα μαλλιά, βούρκωνε ανάμεσα στα δευτερόλεπτα του πρωινού του χωμένος στου υπογείου τα βαγόνια και τον επαναλαμβανόμενο σκοπό.
Μπήκε η γυναίκα και στάθηκε στη μέση, με αστραπή αυτοπεποίθησης στο μέτωπό, την κόψη του ανέμου στις μισάνοιχτες γάμπες, με δυο κοχύλια για χούφτες κρεμασμένα στις χειρολαβές και την αστραπή στο χώρισμα του στήθους μια πατρίδα ολόκληρη να την ατενίζεις, να την αγαπάς και να την λαχταράς.
Πρόλαβε έσφιξε το χαρτοφύλακα όπως τη λάρνακα της ενοχής, υπολόγισε τα άπειρα χρόνια αδικίας με τα εφτά κεφάλια συμφοράς, απαρίθμησε και τους ελλειπτικούς αναστεναγμούς πριν την δει να τυλίγεται από δυο τεράστια μπράτσα βιασύνης, να χάνεται στου κόσμου τα στριφώματα και εκείνος να μένει ανάμεσα στο πλήθος μόνος, θλιμμένος και έρημος.
Γιατί όταν φύγει η γυναίκα, χάνεται το μισό του ουρανού, ορφανεύει ο κόσμος όλος.