φιλελεύθερου καπιταλισμού, συνωστίζονται στην ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ για τη νέα θητεία του. Αυτή η σκηνή, αδιανόητη πριν από λίγα χρόνια, μαρτυρά μια μεγάλη πολιτική ανατροπή: τη μεταστροφή των ελίτ της τεχνολογίας από το νεοφιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα στην εθνικιστική δεξιά του Make America Great Again (MAGA).
Ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς είναι ένας πρώην επενδυτής που μπήκε στην πολιτική υπό την προστασία του Π. Τιλ, συνιδρυτή του PayPal και σημαίνουσας προσωπικότητας του ψηφιακού τομέα, με γνωστές ακροδεξιές απόψεις. Ο Ι. Μασκ, ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, είναι πλέον ο κύριος σύμμαχος του Τραμπ, επενδύοντας πάνω από 130.000.000 δολάρια στην προεκλογική του εκστρατεία και αποκτώντας σε αντάλλαγμα την ηγεσία ενός υπερυπουργείου, του Τμήματος Κυβερνητικής Αποδοτικότητας (Department of Government Efficiency - DOGE), με δεξί χέρι τον Τζ. Γκέμπια, συνιδρυτή της Airbnb. Από τότε που ανέλαβε το X (πρώην Twitter), ο Μασκ, με τα 218.000.000 ακολούθους και την ψηφιακή του λογόρροια, είναι ο κύριος προπαγανδιστής της διεθνούς Aκροδεξιάς. Ο Τζ. Μπέζος, που κάποτε ήταν αντίπαλος του Τραμπ, παρεμβαίνει πλέον στην Washington Post, η οποία του ανήκει, για να λογοκρίνει τις φωνές που επικρίνουν τη νέα κυβέρνηση. Ο Μ. Ζάκερμπεργκ δηλώνει ανακουφισμένος από τη νίκη του Τραμπ, ζητώντας αύξηση της «αρσενικής ενέργειας» μέσα στις επιχειρήσεις, μία από τις εμμονές της νέαςαντίδρασης.
Αυτή η πολιτική εγγύτητα μεταφράζεται, επίσης, σε οικονομική συνεισφορά και άμεση συμμετοχή στα κυβερνητικά όργανα των ΗΠΑ: η Meta, η Microsoft, η Amazon και η Google έκαναν σημαντικές δωρεές για την ορκωμοσία του Τραμπ. Ο Σ. Όλτμαν, επικεφαλής της OpenAI, δώρισε προσωπικά 1.000.000 δολάρια για την τελετή. Ο Μ. Άντρεσεν, σημαντικός venture capitalist, και άλλοι επενδυτές με επιρροή βοήθησαν στην πρόσληψη των επικεφαλής σημαντικών υπηρεσιών της νέας κυβέρνησης, ενώ ο Ντ. Σακς, εξέχον μέλος της «μαφίας του Paypal», μαζί με τον Τιλ, διορίστηκε υπεύθυνος της πολιτικής του Λευκού Οίκου για την τεχνητή νοημοσύνη και τα κρυπτονομίσματα. Όσο για τον δισεκατομμυριούχο Τζ. Άιζακμαν, δημιουργό μιας λύσης ψηφιακών πληρωμών που έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Μασκ, τώρα είναι διευθυντής της NASA.
Πώς μπορεί να αναλυθεί αυτή η συμμαχία;
Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν μια άνευ προηγουμένου συσπείρωση των τεχνολογικών ελίτ γύρω από τη φιλοεπιχειρηματική, αλλά και αυταρχική, εθνικιστική, κλιματοσκεπτικιστική και αντιφεμινιστική γραμμή του Τραμπ, που βρίσκεται στον αντίποδα των αξιών και της ρητορικής που συνήθως προβάλλονται στη Σίλικον Βάλεϊ. Προφανώς, το φαινόμενο αυτό μπορεί να αποδoθεί στον κυνικό καιροσκοπισμό που χαρακτηρίζει αυτές τις ελίτ και στην επιθυμία τους να υπερασπιστούν τα ταξικά τους συμφέροντα με κάθε κόστος, στο πλαίσιο της αλλαγής καθεστώτος. Αν και σημαντική, αυτή η εξήγηση από μόνη της δεν παρέχει πλήρη κατανόηση των πολιτικών μηχανισμών που οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη. Για να κατανοηθεί η τρέχουσα κατάσταση και να εκτιμήθεί ο πιθανός αντίκτυπός της, είναι επίσης απαραίτητο να αναλυθούν τα ιδεολογικά της θεμέλια.
Θα προσπαθήσω να το κάνω εδώ σε τρία στάδια, εξετάζοντας τόσο τις ιστορικές ρίζες όσο και τους συγκυριακούς λόγους, καθώς και τις συνέπειες της ιδεολογικής μετάλλαξης των τεχνολογικών ελίτ. Θα ξεκινήσω εξετάζοντας τις πολιτικές αντιφάσεις που ιστορικά διαπερνούν τη Σίλικον Βάλεϊ και οι οποίες εξηγούν την πολύ γρήγορη απορρόφηση της ακροδεξιάς ιδεολογίας από τους ταγούς της. Δεύτερον, θα δείξω πώς μια σειρά από πολιτικά γεγονότα και κοινωνικά κινήματα κατά την τελευταία δεκαετία τροφοδότησαν μια μορφή αντίδρασης και πυροδότησαν μια συντηρητική επανάσταση μεταξύ των τεχνολογικών ελίτ. Η επακόλουθη προσέγγιση μεταξύ των ηγετών των μεγάλων πλατφορμών και της κυβέρνησης Τραμπ συμβάλλει στην εγκαθίδρυση ενός νέου καθεστώτος πολιτικού ελέγχου δημόσιας σφαίρας. Θα κλείσω με ένα δάνειο από το θεωρητικό οπλοστάσιο του Α. Γκράμσι για να εξηγήσω τον κεντρικό ρόλο των αντιδραστικών τεχνολογικών ελίτ ως «οργανικών διανοούμενων» του νέου ηγεμονικού μπλοκ που έχει πλέον το έλεγχο της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Από την ευγονική στον τρανσουμανισμό
Η κυρίαρχη αφήγηση σχετικά με την ιστορία της Σίλικον Βάλεϊ προωθεί ένα εξωραϊσμένο όραμα, τονίζοντας τη χίπικη κληρονομιά και τη γόνιμη πρόσδεσή της στους καλιφορνέζικους ακαδημαϊκούς κύκλους, καθώς και το μύθο του επιχειρηματία-καινοτόμου. Παρουσιάζει τη Σίλικον Βάλεϊ ως φυτώριο κοινωνικών πειραματισμών, ατομικής ελευθερίας και τεχνολογικής καινοτομίας στην υπηρεσία της ανθρώπινης χειραφέτησης και προόδου. Η ιδέα της τεχνολογίας που είναι ικανή να «αλλάξει τον κόσμο» βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της αφήγησης, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της εικόνας μιας προοδευτικής βιομηχανίας που εναρμονίζεται με τον νεοφιλελευθερισμό των δεκαετιών του 1990 και του 2000. Αυτή η αφήγηση, που διαδίδεται ευρέως στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στη λαϊκή κουλτούρα, συνδέει τη Σίλικον Βάλεϊ με έννοιες και αξίες όπως η καινοτομία, η ελευθερία, η αυτονομία και η δημιουργικότητα. Ωστόσο, αυτό το εξιδανικευμένο όραμα αποκρύπτει τα λανθάνοντα στοιχεία αντιδραστικής σκέψης και ιδεολογίας που υπήρχαν στον κλάδο από τις απαρχές του.
Προσωπικότητες όπως ο Λ. Τέρμαν, πατέρας του Φ. Τέρμαν, του μηχανικού επικεφαλής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και ενός από τους «ιδρυτές» της Σίλικον Βάλεϊ, έπαιξαν κεντρικό ρόλο σε αυτά. Καθηγητής ψυχολογίας στο Στάνφορντ μεταξύ 1910 και 1945 και εφευρέτης του τεστ IQ, ο Τέρμαν ήταν υποστηρικτής της ευγονικής, ενός κινήματος που αποσκοπούσε στη βελτίωση της ανθρώπινης «φυλής» με τη διαιώνιση ορισμένων υποτιθέμενων κληρονομικών χαρακτηριστικών και την εξάλειψη άλλων. Υπερασπίστηκε την ιδέα της κληρονομικότητας της νοημοσύνης και της ανωτερότητας των λευκών και των ανδρών. Ο Τέρμαν δίδαξε ότι η υψηλή νοημοσύνη συνδέεται με την αρρενωπότητα και την ετεροφυλοφιλία και ότι η απόκλιση από αυτό τον κανόνα συνιστά παθολογία. Ως εκ τούτου, υποστήριξε την αναγκαστική στείρωση χιλιάδων «πνευματικά ασθενών» Αμερικανών. Όπως και άλλοι ευγονιστές, πίστευε ότι ορισμένες φυλές είναι ακατάλληλες για τη δημοκρατία, κάτι που τον ώθησε να υποστηρίξει μέτρα κατά της μετανάστευσης, ιδίως από την Ανατολική Ευρώπη. Το έργο του Τέρμαν επηρέασε διαχρονικά τον τομέα της ψυχολογίας και της εκπαίδευσης και συνέβαλε στη διαμόρφωση των σύγχρονων αντιλήψεων για τη νοημοσύνη, το φύλο και τη σεξουαλικότητα.
Η αμερικανική ευγονική του 20ού αιώνα έχει ισχυρούς δεσμούς με τη φιλοσοφία του longtermism και τον τρανσουμανισμό, που αποτελούν ρεύματα με επιρροή στη Σίλικον Βάλεϊ και προωθούνται από εμβληματικές προσωπικότητες του κλάδου, όπως ο Μασκ και ο Τιλ. Το ρεύμα του longtermism, που υποστηρίζεται από φιλοσόφους όπως ο Ν. Μπόστρομ και ο Ου. ΜακΑσκιλ, θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να «σώσουμε» τις μελλοντικές γενιές κάνοντας μαζικές επενδύσεις σε τεχνολογίες που θα επιτρέψουν στο ανθρώπινο είδος να αποικίσει το σύμπαν. Ταυτόχρονα, ο τρανσουμανισμός ενθαρρύνει τη συγχώνευση ανθρώπου και μηχανής, δημιουργώντας όντα με ανώτερες ικανότητες, κατάλληλα για την εξερεύνηση του διαστήματος. Το όραμα αυτό συνοδεύεται συχνά από τον effectif altruism, μια ριζοσπαστική φιλανθρωπική προσέγγιση στην οποία οι καπιταλιστές και τα ιδρύματά τους αντικαθιστούν τον κοινωνικό ρόλο του κράτους. Αυτές οι θεωρίες, αν και διακριτές, συγκλίνουν στη φιλοδοξία τους να υπερβούν τους ανθρώπινους περιορισμούς σε ένα είδος ευγονικής «υψηλής τεχνολογίας», όπου ο άνθρωπος, ως πραγματικός ημίθεος, αναλαμβάνει τον έλεγχο της εξέλιξής του και του σύμπαντος γύρω του.
Καπιταλιστική εκμετάλλευση, ανισότητα και διακρίσεις
Αυτή η φουτουριστική προβολή αγνοεί τις ταξικές, έμφυλες και φυλετικές ανισότητες που χαρακτηρίζουν τη Σίλικον Βάλεϊ. Ιστορικά, η ευημερία της ψηφιακής βιομηχανίας οικοδομήθηκε πάνω στην απαλλοτρίωση της εργασίας, ιδίως μεταναστών και μεταναστριών από το Μεξικό, το Πουέρτο Ρίκο κ.λπ. Η έκρηξη της πληροφορικής βασίστηκε σε εργοστάσια κατασκευής στη Νοτιοανατολική Ασία με χαμηλούς μισθούς και δύσκολες συνθήκες εργασίας. Στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Fairchild Semiconductor, από την οποία προέκυψε η Intel, εκμεταλλευόταν την εργασία των ιθαγενών γυναικών ήδη από τη δεκαετία του 1960. Η παραγωγή ημιαγωγών στη γη των Ναβάχο τής επέτρεψε να επωφεληθεί από χαμηλούς μισθούς, φορολογικές ελαφρύνσεις και ένα πειθήνιο εργατικό δυναμικό.
Αυτός ο ιστορικός καταμερισμός εργασίας παραμένει σχεδόν αναλλοίωτος με την πάροδο του χρόνου, διαιωνίζοντας βαθιά ριζωμένες ανισότητες. Για παράδειγμα, το ποσοστό των μαύρων, ιδίως των γυναικών, παραμένει χαμηλό μεταξύ των διευθυντικών στελεχών και των μηχανικών της Σίλικον Βάλεϊ (περίπου στο 2%). Ακόμα και αν διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα, οι μη λευκοί αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβαση σε θέσεις ευθύνης και στην εξέλιξή τους στον κλάδο. Ο «τεχνολογικός» ρατσισμός εξελίσσεται, επίσης, ανάλογα με την συγκυρία. Για παράδειγμα, η τρέχουσα «κούρσα των εξοπλισμών» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης ερεθίζει τα αντι-ασιατικά αισθήματα, που ιδίως στην Καλιφόρνια είναι βαθιά ριζωμένα, και τροφοδοτεί ρατσιστικά στερεότυπα.
Πολλοί στη Σίλικον Βάλεϊ και ιδιαίτερα οι σημερινοί σύμμαχοι του Τραμπ παραμένουν παγιδευμένοι σε αποικιοκρατικές μυθολογίες και οι ευρωκεντρικές αφηγήσεις σχετικά με την καινοτομία παραβλέπουν τις συνεισφορές των λαών του Νότου, ενώ εξιδανικεύουν ηρωικές μορφές λευκών επιχειρηματιών. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί από αυτούς έχουν στενές σχέσεις με το Απαρτχάιντ. Ο Μασκ και ο Τιλ μεγάλωσαν σε εύπορες λευκές οικογένειές της Νότιας Αφρικής τη δεκαετία του 70, μέσα σε ένα σύστημα σχεδόν απόλυτης φυλετικής ιεραρχίας. Ο παππούς του Mασκ, ο Τζόσουα Χάλντεμαν, ήταν φιλοναζιστής και φυλακίστηκε στον Καναδά επειδή δημοσίευσε άρθρα που αντιτίθενται στη συμμετοχή της χώρας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων. Ο Τιλ μεγάλωσε στο Γιοχάνεσμπουργκ σε μια εποχή όπου ο Χίτλερ εξακολουθούσε να λατρεύεται ανοιχτά. Ο Σακς, γεννήθηκε στο Κέιπ Τάουν και μεγάλωσε μέσα στη νοτιοαφρικανική διασπορά των ΗΠΑ.
Σήμερα, οι διακρίσεις και οι ανισότητες εξακολουθούν να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής οικονομίας της Σίλικον Βάλεϊ στους τομείς αιχμής, συχνά συγκαλυμμένες υπό το πέπλο της αξιοκρατίας. Αυτό ισχύει για παράδειγμα στις διάφορες μορφές εργασίας (micro-working) που είναι απαραίτητες για τη διαχείριση του περιεχομένου στις πλατφόρμες και την εκπαίδευση της τεχνητής νοημοσύνης. Τα προγράμματα Διαφορετικότητας, Ισότητας και Ένταξης (Diversity, Equity and Inclusion - DEI), τα οποία εισήχθησαν επί Μπ. Ομπάμα και ενισχύθηκαν από τον Τζ. Μπάιντεν, αποσκοπούσαν ακριβώς στη διόρθωση αυτών των ανισοτήτων. Αλλά λίγες μόλις ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα με το οποίο προέτρεπε τον ιδιωτικό τομέα να σταματήσει τα μέτρα αυτά τα οποία χαρακτήρισε «παράνομες διακρίσεις». Η Google και η Meta είναι μεταξύ των πρώτων που το έπραξαν. Και αυτό παρότι σε αυτές τις εταιρείες αναπτύσσεται μια εταιρική κουλτούρα διαδεδομένη στη Σίλικον Βάλεϊ, η οποία χαρακτηρίζεται από ανταγωνιστική, ακόμη και επιθετική συμπεριφορά, η λεγόμενη «bro culture». Η κουλτούρα αυτή εκδηλώνεται με σεξιστικά αστεία, υποτιμητικά σχόλια και έλλειψη σεβασμού για τις γυναίκες και για τα μη δυαδικά άτομα στον εργασιακό χώρο.
Οι τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης, το τελευταίο Ελντοράντο της Σίλικον Βάλεϊ, συχνά αναπαράγουν και ενισχύουν αυτές τις προκαταλήψεις λόγω των δεδομένων στα οποία εκπαιδεύονται και των επιλογών που κάνουν οι μηχανικοί που τις διαμορφώνουν. Για παράδειγμα, οι αλγόριθμοι πρόσληψης κάνουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών λόγω της εκπαίδευσης, που βασίζεται σε ιστορικά δεδομένα, όπου οι άνδρες κυριαρχούσαν στον τεχνολογικό τομέα. Η ταξική μεροληψία εμφανίζεται στα συστήματα βαθμολόγησης που χρησιμοποιούνται από πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρείες, ακόμα κι από την κοινωνική πρόνοια. Η φυλετική μεροληψία είναι ιδιαίτερα ορατή στα εργαλεία αναγνώρισης προσώπου, τα οποία έχουν πολύ υψηλότερα ποσοστά σφάλματος για τα πρόσωπα των μαύρων και των Ασιατών, οδηγώντας σε αυξημένους κινδύνους καταχρηστικής παρακολούθησης και διακρίσεων.
Τεχνολογικός ντετερμινισμός, οικομοντερνισμός και κυβερνοελευθερισμός
Η τεχνητή νοημοσύνη προωθείται, επίσης, στο πλαίσιο του τεχνολογικού ντετερμινισμού, που διατρέχει την ιστορία της Σίλικον Βάλεϊ και ο οποίος παρουσιάζει τις ψηφιακές τεχνολογίες ως εγγενώς θετικά εργαλεία. Αυτό το ειδυλλιακό όραμα τείνει να επισκιάζει τις λιγότερο γοητευτικές πτυχές της παραγωγής και της χρήσης αυτών των τεχνολογιών, ιδίως τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους. Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός συγκλίνει έτσι με τον οικομοντερνισμό, ένα ρεύμα σκέψης με επιρροή στη Σίλικον Βάλεϊ, που προωθεί την ιδέα ότι η ανθρώπινη πρόοδος μπορεί να «αποσυνδεθεί» από την περιβαλλοντική υποβάθμιση που προκαλεί, μέσω της κατάλληλης διαχείρισης των φυσικών πόρων και της τεχνολογικής καινοτομίας.
Το όραμα αυτό βασίζεται σε μια τεχνητή απόκρυψη των βλαβερών συνεπειών των τρόπων παραγωγής και κατανάλωσής μας. Υποβαθμίζει τα πολύπλοκα, πολυδιάστατα προβλήματα των κοινωνιών μας σε τεχνικές προκλήσεις και αποσπά την προσοχή από τα δομικά τους αίτια, ιδίως αυτά που συνδέονται με τον καπιταλισμό. Αντί να αμφισβητήσουν το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, οι τεχνολογικές ελίτ προτείνουν τεχνικές λύσεις που αφήνουν άθικτες τις υποκείμενες δυναμικές. Οι κήρυκες της Σίλικον Βάλεϊ σκιαγραφούν έτσι μια παγκόσμια νέα τεχνολογική τάξη πέρα από την πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνουν τον κυβερνοελευθερισμό, ένα ρεύμα σκέψης, που αντλεί από τα γραπτά των «κλασικών» λιμπερταριανών, όπως οι Φ. Χάγιεκ, Λ. φον Μίζες, Α. Ραντ και Μ. Φρίντμαν, και αναρχοκαπιταλιστών όπως ο Μ. Ρόθμπαρντ, απορρίπτοντας κάθε μορφή δημόσιας παρέμβασης και υποστηρίζοντας ένα ριζικά ατομικιστικό όραμα της κοινωνίας.
Στους κόλπους των κυβερνοελευθεριστών, η περιφρόνηση της δημοκρατίας και του λαού συνδυάζεται με τον ντετερμινισμό και παράγει μια σχεδόν θρησκευτική πίστη στην ικανότητα των «ειδικών» να χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να λύσουν όλα τα προβλήματα και να μεταμορφώσουν τον κόσμο. Έτσι εμφανίζεται μια πιθανή σύγκλιση με τους υποστηρικτές του Τραμπ, οι οποίοι υπερασπίζονται τον καταναλωτισμό και, για να αντικρούσουν τα επιχειρήματα υπέρ της ανάγκης δράσης για το κλίμα, υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο απειλεί τον «αμερικανικό» τρόπο ζωής. Φαίνεται λοιπόν ότι η σύγκλιση της Σίλικον Βάλεϊ με την Aκροδεξιά, η οποία μπορεί να φαίνεται παράδοξη εκ πρώτης όψεως, είναι στην πραγματικότητα απλώς η ενεργοποίηση υπό την τρέχουσα συγκυρία μιας βαθύτερης ιδεολογικής και πολιτικής συνάφειας.
Η συμμαχία με το Δημοκρατικό Κόμμα
Αν και η Σίλικον Βάλεϊ ενσωμάτωνε ανέκαθεν συστημικές διακρίσεις και ακροδεξιά ιδεολογικά στοιχεία, αυτά παρέμεναν λανθάνοντα και ουσιαστικά απόντα από τον δημόσιο λόγο των ηγετών της μέχρι το 2024. Η προοδευτική εικόνα που παρουσιάζουν για τον εαυτό τους οι τεχνολογικές ελίτ που γεννήθηκαν με την «επανάσταση του διαδικτύου» βασίζεται κυρίως στην πολιτική τους συμμαχία με το Δημοκρατικό Κόμμα. Η συμμαχία αυτή έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του 1990, μια περίοδο που σημαδεύτηκε από την εμφάνιση της ψηφιακής οικονομίας και τον θρίαμβο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Η δημοκρατική κυβέρνηση του Μπ. Κλίντον διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην προώθηση της μαζικής απορρύθμισης των χρηματοπιστωτικών και τηλεπικοινωνιακών αγορών. Η πολιτική αυτή επέτρεψε στη Σίλικον Βάλεϊ να ευημερήσει, χωρίς τους ρυθμιστικούς περιορισμούς των πιο παραδοσιακών βιομηχανιών.
Η κυβέρνηση Κλίντον όχι μόνο ευνόησε την οικονομική ανάπτυξη που τροφοδοτήθηκε από τις νεοφυείς επιχειρήσεις αλλά υποστήριξε επίσης ενεργά την ανάπτυξη του εμπορικού διαδικτύου. Πρωτοβουλίες όπως η χρηματοδότηση υπερυπολογιστών και το άνοιγμα των υποδομών του Υπουργείου Άμυνας για εμπορική χρήση δημιούργησαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη της «νέας οικονομίας». Ο ίδιος ο Άντρεσεν, ένας από τους κύριους υποστηρικτές του Τραμπ το 2024, εκμεταλλεύτηκε αυτές τις υποδομές, που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο, για να δημιουργήσει το πρώτο πρόγραμμα περιήγησης στο διαδίκτυο στην ιστορία, το Mosaic, στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις. Λίγα χρόνια αργότερα, αυτό οδήγησε στη δημιουργία της Netscape, μιας από τις πρώτες start up του διαδικτύου. Το μοντέλο που πρέσβευαν οι πρωτοπόροι της ψηφιακής οικονομίας ήταν αυτό του «πεφωτισμένου καπιταλιστή», ο οποίος συσσώρευε κολοσσιαίο πλούτο, προωθώντας παράλληλα προοδευτικούς σκοπούς (γάμος ομοφυλοφίλων, απαγόρευση όπλων, νομιμοποίηση της παράνομης μετανάστευσης, προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ.)
Κατά την πρώτη θητεία του Ομπάμα, αυτή η στενή σχέση μεταξύ των τεχνολογικών ελίτ και του Δημοκρατικού Κόμματος εντάθηκε. Ο Ομπάμα θεωρήθηκε ο αντιπρόσωπος μιας νέας γενιάς καινοτόμων πολιτικών, καθώς η εκστρατεία του 2008 έκανε αποτελεσματική χρήση των κοινωνικών δικτύων και της ψηφιακής επικοινωνίας. Το Facebook και το Twitter διαδραμάτισαν βασικό ρόλο στην κινητοποίηση των ψηφοφόρων και πολλά στελέχη της Σίλικον Βάλεϊ συμμετείχαν στην προεκλογική του ομάδα. Ο τότε διευθυντής της Google Ε. Σμιντ έγινε μάλιστα σύμβουλος του Λευκού Οίκου. Τα μεγάλα αφεντικά της τεχνολογίας ενθουσιάστηκαν με την ιδέα μιας διοίκησης που συμμεριζόταν το όραμά τους για έναν κόσμο όπου η τεχνολογική καινοτομία και η κοινωνική πρόοδος συμβαδίζουν. Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, ο καταλυτικός ρόλος των ψηφιακών κοινωνικών δικτύων στην πυροδότηση της Αραβικής Άνοιξης ενίσχυσε την ιδέα ότι η Σίλικον Βάλεϊ, χέρι χέρι με τη δημοκρατική κυβέρνηση, εργαζόταν σε παγκόσμια κλίμακα για την προώθηση της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης, δημιουργώντας παράλληλα αμύθητο πλούτο.
Η συγκυρία της αντιδραστικής στροφής
Ωστόσο, αυτό το ειδύλλιο άρχισε να καταρρέει μετά την οικονομική κρίση του 2008-2009. Η αλλαγή ήρθε σταδιακά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, μιας περιόδου που σημαδεύτηκε από πολιτικές και οικονομικές αναταραχές. Το 2011, κοινωνικά κινήματα όπως το Occupy Wall Street στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι Αγανακτισμένοι στην Ευρώπη άρχισαν να καταγγέλλουν τις αυξανόμενες ανισότητες. Οι μεγάλοι τεχνολογικοί όμιλοι επικρίθηκαν για την υπερβολική συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας. Στο Σαν Φρανσίσκο ακτιβιστές άρχισαν να επιτίθενται ευθέως στην Google, την Apple και το Facebook, καταγγέλλοντας τον ασφυκτικό έλεγχο της τεχνολογίας στην πόλη και τη στενή συνεργασία της με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ. Η κριτική αυτή ενισχύθηκε από την εμφάνιση κινημάτων όπως το #MeToo και το Black Lives Matter, τα οποία κινητοποίησαν νέους ανθρώπους που είχαν απογοητευτεί από το πολιτικό σύστημα και το νεοφιλελεύθερο και πατριαρχικό καπιταλισμό.
Οι προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών το 2016 απεικονίζουν αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση, με τους νέους ψηφοφόρους να προσέρχονται μαζικά υπέρ του Μπ. Σάντερς. Αυτή η πολιτικοποιημένη και εν μέρει ριζοσπαστικοποιημένη γενιά περιλαμβάνει νέους μάνατζερ και μηχανικούς που έχουν σπουδάσει σε ελίτ πανεπιστήμια και εργάζονται στη Σίλικον Βάλεϊ. Εκμεταλλευόμενοι την ανοιχτή κουλτούρα που επικρατεί εκεί, αρχίζουν να θέτουν τους εργοδότες τους προ των ευθυνών τους. Οι συζητήσεις σχετικά με τις διακρίσεις, τις ανισότητες και τον κοινωνικό αντίκτυπο της τεχνολογίας μαίνονται και δημιουργούν εντάσεις, αποκαλύπτοντας ένα αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των μεταξύ διοίκησης και εργαζομένων.
Την ίδια στιγμή αρχίζουν να εμφανίζονται πολυάριθμες πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης και συνδικαλισμού σε εταιρείες όπως η Amazon και η Google. Για τα αφεντικά της τεχνολογίας, αυτή η ριζοσπαστική αμφισβήτηση της ταξικής, φυλετικής και έμφυλης κυριαρχίας από την οποία επωφελούνται άμεσα είναι ανυπόφορη. Η κυρίαρχη τάξη της Σίλικον Βάλεϊ αισθάνεται ότι τα προνόμιά της απειλούνται από τα αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, τα οποία ο Άντρεσεν αποδίδει στη «ριζοσπαστικοποίηση» των ακαδημαϊκών κύκλων και στα «ψέματα των φιλελεύθερων μέσων ενημέρωσης», όπως το MSNBC. Η οπτική αυτή καθιστά σαφή τον αντιδραστικό χαρακτήρα της ιδεολογικής μετατόπισης των τεχνολογικών ελίτ, που λαμβάνει χώρα σε συνάρτηση με τους πολιτικούς κραδασμούς και τα αιτήματα για δικαιοσύνη και δημοκρατία που σαρώνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον κόσμο στη δεκαετία του 2010.
Ωστόσο, η συμμαχία της Σίλικον Βάλεϊ με το Δημοκρατικό Κόμμα εξακολουθεί να ισχύει και το 2016. Ορισμένοι πρωτοπόροι της αντιδραστικής στροφής, όπως ο Τιλ και ο Ρ. Μέρσερ, υποστηρίζουν τον Τραμπ. Ο Μέρσερ, επιχειρηματίας στο χώρο της τεχνητής νοημοσύνης και επενδυτής με επιρροή, ίδρυσε τον ακροδεξιό ιστότοπο Breitbart News, καθώς και την Cambridge Analytica, η οποία βρέθηκε αργότερα στο επίκεντρο ενός σκανδάλου χειραγώγησης της κοινής γνώμης, σε συνεργασία με τον Σ. Μπάνον, ιδεολόγο της Alt-Right και στενό σύμβουλο του Τραμπ εκείνη την εποχή. Στο σύνολό της ωστόσο η Σίλικον Βάλεϊ είναι αντίθετη στο πρόγραμμα του Τραμπ, ιδίως στις εθνικιστικές και αντιμεταναστευτικές πτυχές του, καθώς και στο λαϊκιστικό του ύφος. Υποστηρίζει μαζικά τη Χ. Κλίντον, πρώτα στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, έναντι του Σάντερς, και στη συνέχεια, κατά την προεκλογική περίοδο, έναντι του Τραμπ.
Αλλά η νίκη του Τραμπ τα αλλάζει όλα. Από το 2017 και μετά, γίνονται πολυάριθμες αποκαλύψεις σχετικά με τις διάφορες απόπειρες εκλογικής παρέμβασης και αλγοριθμικής προπαγάνδας κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος για το Brexit τον Ιούνιο του 2016 και των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Οι δημοσιογραφικές έρευνες δείχνουν ότι κακόβουλοι παράγοντες εκμεταλλεύτηκαν τις δυνατότητες των ψηφιακών πλατφορμών και την έλλειψη ελέγχου, για να διεξαγάγουν εκστρατείες παραπληροφόρησης, να διαδώσουν παραπλανητικές διαφημίσεις, να χειραγωγήσουν τους ψηφοφόρους και τελικά να υπονομεύσουν τη δημοκρατική διαδικασία.
Οι τεχνολογικές ελίτ βρίσκονται ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά: από τη μια πλευρά, πρέπει να αντιμετωπίσουν μαζική δημόσια κριτική για την αμέλειά τους και να λογοδοτήσουν στο Κογκρέσο, στο οποίο το Δημοκρατικό Κόμμα έχει την πλειοψηφία. Από την άλλη, πρέπει να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τού εν ενεργεία προέδρου. Ως αποτέλεσμα, οι πλατφόρμες εντείνουν τους μηχανισμούς ελέγχου περιεχομένου και fact-checking, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να κατευνάσουν το στρατόπεδο των υποστηρικτών του Τραμπ. Έτσι, στους υπευθύνους για τον έλεγχο της ακρίβειας των πληροφοριών που κυκλοφορούν στο Facebook, μαζί με έγκυρους δημοσιογραφικούς οργανισμούς (The New York Times, AFP, Le Monde κλπ.) περιλαμβάνουν πολλά ακροδεξιά μέσα ενημέρωσης, αμφιβόλου αξιοπιστίας. Οι περιπτώσεις λογοκρισίας αριστερού περιεχομένου και απόψεων στα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα πολλαπλασιάζονται από τότε και κορυφώνονται μετά την εισβολή στη Γάζα, όταν η υποστήριξη των Παλαιστινίων γίνεται σχεδόν αδύνατη στις πλατφόρμες του Meta.
Η περίοδος της πανδημίας, με τις ασυνάρτητες δηλώσεις του Τραμπ και την επίθεση στο Καπιτώλιο από τους υποστηρικτές του μετά τις εκλογές του 2020, δημιουργεί τεράστια πίεση για τη σίγαση των παραπληροφορητών, των συνωμοσιολόγων και των εν δυνάμει πραξικοπηματιών. Το Facebook, το Twitter και το YouTube διαγράφουν ή αναστέλλουν χιλιάδες ακροδεξιούς λογαριασμούς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του ίδιου του Τραμπ, υπό την πίεση της νέας κυβέρνησης αλλά και των χρηστών και των υπαλλήλων τους. Εν τω μεταξύ, οι εντάσεις με τον Μπάιντεν κορυφώνονται. Τα αντιμονοπωλιακά μέτρα που παίρνει η κυβέρνησή του, καθώς κι εκείνα που αποσκοπούν στη ρύθμιση των κρυπτονομισμάτων και στην επιβολή αυστηρότερων ελέγχων στην τεχνητή νοημοσύνη, εκλαμβάνονται από τις τεχνολογικές ελίτ ως άμεσες απειλές. Επιπλέον, οι αυξημένες απαιτήσεις για διόρθωση των διακρίσεων και των προκαταλήψεων στην ψηφιακή βιομηχανία εκλαμβάνονται ως κινήσεις εχθρικές προς το επιχειρηματικό πνεύμα της Σίλικον Βάλεϊ. Ως αποτέλεσμα, οι σημαίνουσες προσωπικότητες του ψηφιακού τομέα καταλήγουν να ενταχθούν στο κίνημα MAGA.
Οι συνέπειες της ακροδεξιάς στροφής της Σίλικον Βάλεϊ για τη δημόσια σφαίρα
Μετά την επιστροφή του Τραμπ στο πολιτικό προσκήνιο, η προσέγγισή του με τους ηγέτες των μεγάλων ψηφιακών πλατφορμών αποτελεί μια ανησυχητική εξέλιξη, η οποία, αντί να ενθαρρύνει τη γνήσια απελευθέρωση της διαδικτυακής έκφρασης όπως αυτοί διατείνονται, συμβάλλει στην εδραίωση ενός νέου πολιτικού ελέγχου του ψηφιακού δημόσιου χώρου. Οι ελίτ της Σίλικον Βάλεϊ δεν είναι απλώς ισχυροί καπιταλιστές που ελέγχουν εξελιγμένα τεχνολογικά εργαλεία. Είναι, επίσης, πάροχοι των βασικών πόρων του δημόσιου χώρου οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την πολιτική – είτε πρόκειται για υλικούς πόρους, όπως τα κέντρα δεδομένων και τα δίκτυα, είτε για υπολογιστικούς, όπως το λογισμικό και οι αλγόριθμοι, είτε για συμβολικούς και πολιτιστικούς, όπως η επιρροή των ιδεών και η προσοχή του κοινού. Ο έλεγχος των καναλιών διαμεσολάβησης τους επιτρέπει να επηρεάζουν την πρόσβαση στο κοινό και να καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης, καθώς και τις πολιτιστικές μορφές που βελτιστοποιούν την ορατότητα των ιδεών και, κατά συνέπεια, τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζεται και διαδίδεται ο δημόσιος λόγος. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο δεδομένου ότι οι πολιτιστικές πρακτικές και οι χρήσεις της επικαιρότητας επικεντρώνονται πλέον στα ψηφιακά μέσα.
Το φαινόμενο αυτό καταδεικνύεται από την περίπτωση του X, το οποίο διοικείται από τον Μασκ από το 2022. Οι αλλαγές στις πολιτικές ελέγχου του περιεχομένου οδήγησαν σε αύξηση της ρητορικής μίσους, με στόχο την κοινότητα LGBTQ+ και τους προοδευτικούς ακτιβιστές γενικότερα. Ταυτόχρονα, η προβολή των influencers ως νέων πολιτιστικών αυθεντιών αυξάνει τη διάδοση μη επαληθευμένου περιεχομένου, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στην πληροφορία. Αυτή η διαδικασία συμβάλλει στην αποσταθεροποίηση του τοπίου της ενημέρωσης, ανοίγοντας το δρόμο για την ομαλοποίηση του συνωμοσιολογικού λόγου.
Η δυναμική αυτή απηχείται στις αποφάσεις της Meta που ανακοίνωσε ο Ζάκερμπεργκ μετά την εκλογή του Τραμπ. Η εγκατάλειψη του προγράμματος συνεργασίας με επαγγελματίες δημοσιογράφους για την επαλήθευση της πληροφορίας καταδεικνύει την ευθυγράμμιση με τη ρητορική του Τραμπ, η οποία απαξιώνει τη δημοσιογραφία. Η αντικατάστασή τους με ένα σύστημα «κοινοτικών αξιολογήσεων» (community notes), εμπνευσμένο από το Χ, εκθέτει τη διαδικτυακή πληροφόρηση στην οργανωμένη χειραγώγηση, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την αξιοπιστία της. Επιπλέον, η υπόσχεση προώθησης πολιτικού περιεχομένου υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι «θετικό» εγείρει ερωτήματα σχετικά με τα κριτήρια επιλογής, με κίνδυνο να ευνοείται ο λόγος που συμμορφώνεται με το πολιτικό status quo εις βάρος των κριτικών φωνών. Τέλος, αυτή η προσέγγιση μεταξύ των μεγάλων πλατφορμών και της κυβέρνησης Τραμπ τροφοδοτεί τη σύγχυση μεταξύ πληροφόρησης και γνώμης, εξισώνοντας την τεκμηριωμένη δημοσιογραφική έρευνα με τον απλό υποκειμενικό σχολιασμό. Με αυτόν τον τρόπο, η αυξανόμενη επιρροή αυτών των εταιρειών στην ψηφιακή πληροφόρηση, σε συνδυασμό με την ιδεολογική τους εγγύτητα με την κυβέρνηση Τραμπ, συμβάλλει στην εδραίωση ενός ψηφιακού δημόσιου χώρου όπου κυριαρχεί ο αντιδραστικός λόγος εις βάρος της κριτικής του καπιταλισμού και της πατριαρχίας.
Επίλογος
Τα παραπάνω καταδεικνύουν την ικανότητα των τεχνολογικών ελίτ να παράγουν και να αναπαράγουν στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας. Τα μεγάλα αφεντικά της Σίλικον Βάλεϊ είναι ταυτόχρονα βιομήχανοι βαθιά ενσωματωμένοι στις σχέσεις παραγωγής του προηγμένου καπιταλισμού και εμπνευστές νέων τρόπων εκμετάλλευσης και συσσώρευσης, πολιτικοί παράγοντες στην καρδιά του κράτους και ισχυροί προπαγανδιστές που ελέγχουν την υλική βάση του σύγχρονου δημόσιου χώρου. Κατά συνέπεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι κατέχουν το ρόλο των «οργανικών διανοούμενων» κατά την έννοια του Γκράμσι. Ο Μασκ ή ο Ζάκερμπεργκ μπορούν να θεωρηθούν ως φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία, σύμφωνα με τον Γκράμσι αποτελεί μια αντίληψη του κόσμου «που εκδηλώνεται στην τέχνη, στο δίκαιο, στην οικονομική δραστηριότητα, σε όλες τις εκδηλώσεις της ατομικής και συλλογικής ζωής» και η οποία συνοδεύεται από ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς. Για τον Γκράμσι, η ιδεολογία δεν είναι απλώς μια διαστρεβλωμένη αντανάκλαση των υλικών κοινωνικών συνθηκών, που στερείται αυτονομίας στην πορεία της ιστορίας. Αντίθετα, αποτελεί κινητήρια δύναμη της πολιτικής πρακτικής, ικανή να υιοθετήσει τόσο προοδευτικό όσο και αντιδραστικό προσανατολισμό, ανάλογα με τα συμφέροντα και τους στόχους των εμπλεκόμενων κοινωνικών ομάδων.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η δημόσια έκφραση των τεχνολογικών ελίτ ήταν σύμφωνη με την «καλιφορνέζικη ιδεολογία», συνδυάζοντας το ελευθεριακό πνεύμα των χίπις με τον επιχειρηματικό ζήλο των γιάπις. Αυτό το μείγμα απόψεων, συντηρητικό όσον αφορά την οικονομική ρύθμιση, πολύ φιλελεύθερο σε κοινωνικά ζητήματα και ευνοϊκό για την παγκοσμιοποίηση, έγινε σταδιακά ο συνδετικός ιστός του κοσμοπολίτικου νεοφιλελευθερισμού, που αποτέλεσε την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική κουλτούρα στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη για τρεις δεκαετίες, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2010. Το αστικό ηγεμονικό μπλοκ που κυριάρχησε στις φιλελεύθερες δημοκρατίες σε αυτήν την περίοδο στηρίχτηκε σε μια κοινωνικοπολιτική συμμαχία που διαμορφώθηκε στη βάση μιας συναίνεσης, δομημένης γύρω από τον νεοφιλελευθερισμό, τον Ατλαντισμό και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Το αστικό μπλοκ εκφράζεται ακόμη και σήμερα από κυβερνήσεις όπως αυτές του Ε. Μακρόν και του Κ. Μητσοτάκη. Βασίζεται σε μια συμμαχία κοινωνικών ομάδων με κοινές φιλελεύθερες πεποιθήσεις, καλά ενταγμένων στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, οι οποίες συνασπίζονται παρά τις επί μέρους διαφορές τους. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι τεχνοκρατικές μεσαίες και ανώτερες τάξεις, ιδίως τα στελέχη του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα που ευνοούνται από τις νεοφιλελεύθερες απορρυθμίσεις, στρώματα διανοούμενων και πολιτισμικών εργαζομένων με υψηλό επίπεδο διαβίωσης, αστοί κεφαλαιούχοι, επιχειρηματίες καθώς και ελεύθεροι επαγγελματίες. Όμως αυτή η κοινωνική συμμαχία βρίσκεται πλέον σε βαθιά κρίση.
Μέσω αυτής της ιστορικής αναδρομής διαφαίνεται ότι η στροφή της Σίλικον Βάλεϊ –για να χρησιμοποιήσω την γκραμσιανή ορολογία– είναι ένα από τα γνωρίσματα της ανασύνθεσης του κυρίαρχου μπλοκ, που βασίζεται σε μια νέα ηγεμονία, η οποία απομακρύνεται από το φιλελεύθερο ήθος και την κλασική αστική κουλτούρα. Το νέο ηγεμονικό μπλοκ που έχει καταλάβει την εξουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες και του οποίου οι κόπιες εξαπλώνονται σε όλο τον κόσμο, συσπειρώνει ένα σημαντικό κομμάτι της εργατικής και της μεσαίας τάξης, που πλήττεται οικονομικά από τον νεοφιλελευθερισμό, υποβιβάζεται κοινωνικά και τείνει προς τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Με αυτά τα χαμηλά και μεσαία στρώματα με ακροδεξιά κλίση φαίνεται να συμμαχούν πλέον ριζοσπαστικοποιημένες ελίτ, όπως αυτές της Σίλικον Βάλεϊ, συχνά με λούμπεν ή νεοκίτς πολιτισμικές αναφορές, που επιθυμούν την επιστροφή σε ένα φαντασιακό εθνικά και φυλετικά καθαρό παρελθόν και, ταυτόχρονα, την επιτάχυνση και την απεριόριστη επέκταση του καπιταλισμού.
Οι οργανικοί διανοούμενοι του τραμπισμού από τη Σίλικον Βάλεϊ αναπτύσσουν και διαδίδουν μαζικά τα ιδεολογικά στοιχεία που εδραιώνουν αυτή τη νέα συμμαχία στη βάση του εθνικισμού, του ρατσισμού, του σεξισμού, της πολιτισμικής χυδαιότητας και ενός αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού. Ταυτόχρονα όμως μπολιάζουν πλέον αυτό το κράμα που αντιστοιχεί στον τραμπισμό της πρώτης γενιάς με νέα στοιχεία τεχνοφεουδαλισμού όπου λειτουργούν σαν ψηφιακοί « μεσαιωνικοί άρχοντες » . Υποστηρίζουν την επιστροφή σε μια κουλτούρα τεχνολογικού πειραματισμού χωρίς ηθικούς ή πολιτικούς περιορισμούς, θεωρώντας την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης ως τον κύριο στρατηγικό μοχλό για τη διασφάλιση της μελλοντικής κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Αναπτύσσουν μια αντίληψη για την ελευθερία της έκφρασης που υπερισχύει όλων των άλλων αξιών, προερχόμενη από ένα λιμπερταριανό όραμα στο οποίο η καπιταλιστική αγορά, απαλλαγμένη από κάθε ρύθμιση, ενσαρκώνει τον προνομιακό χώρο για την έκφραση της συλλογικής βούλησης. Η προσέγγιση αυτή συνοδεύεται από την κριτική της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία θεωρείται αναποτελεσματική και ακατάλληλη για τις σύγχρονες προκλήσεις. Υποστηρίζουν μια διακυβέρνηση εμπειρογνωμόνων ή αυταρχικών φιγούρων τύπου CEO, πιστεύοντας ότι αυτή εγγυάται μια πιο ορθολογική και αποτελεσματική διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων, και επιτελούν την ιδιωτικοποίηση του κράτους και την άλωση όλων των δημόσιων πόρων, με έμφαση στην μαζική ιδιοποίηση των δημοσίων δεδομένων.
Οι ριζοσπαστικοποιημένες ελίτ αντιστρέφουν το φιλελεύθερο παράδειγμα το οποίο θεωρούν πλέον απειλή για την ελευθερία και τροχοπέδη στην καινοτομία, απορρίπτουν τις πολιτικές καταπολέμησης των διακρίσεων και υπέρ της ενσωμάτωσης, τις οποίες θεωρούν εκδηλώσεις ενός άστοχου εξισωτισμού. Ασκούν κριτική σε παραδοσιακούς θεσμούς όπως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα πανεπιστήμια, τα οποία κατηγορούν ότι διαδίδουν μια προοδευτική ιδεολογία και περιορίζουν την ποικιλομορφία των ιδεών. Τέλος, η αντίληψή τους για την ασφάλεια βασίζεται σε μια ιμπεριαλιστική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία η προστασία των αμερικανικών ελευθεριών απαιτεί τεχνολογική κυριαρχία, παρεμβατισμό στη διεθνή σκηνή και ωμή συνδιαλλαγή με αυταρχικά καθεστώτα και εγκληματίες πολέμου, όπως φαίνεται κι από τις κυνικές πολιτικές που υποστηρίζουν στο Ουκρανικό και στο Παλαιστινιακό. Δυστυχώς, οι κοινωνικές αντιδράσεις και οι πολιτικές αντιστάσεις σε αυτή τη λαίλαπα παραμένουν προς το παρόν ιδιαίτερα ασθενείς και κατώτερες της περίστασης. Σε αυτό έχει ιστορική ευθύνη το μέχρι πρότινος ηγεμονικό αστικό μπλοκ το οποίο κατέστειλε βίαια κάθε υγιή προοδευτικό κοινωνικό κίνημα όπως αυτών των Αμερικανών φοιτητών ενάντια στη γενοκτονία των Παλαιστινίων υπό τη διακυβέρνηση του Μπάιντεν. Μένει να δούμε τι ζημιά θα προκαλέσει αυτή η νέα κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική που εφαρμόζεται πλέον από την κορυφαία δύναμη του κόσμου.
** Νίκος Σμυρναίος, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας της Επικοινωνίας, Πανεπιστήμιο της Τουλούζης – Το κείμενο αποτελεί τη βάση της διάλεξής του στο Ινστιτούτο ΕΝΑ «Από τους χίπις στον νεοφιλελευθερισμό και την Aκροδεξιά: Πώς και γιατί οι ελίτ της Σίλικον Βάλεϊ συμμάχησαν με τον Τραμπ» [25.2.2025]