Οι πρώτοι μοίραζαν χαρτόκουτα γεμάτα δηλώσεις στις εφημερίδες και οι δεύτεροι έψαχναν να βρουν τους πιο πλούσιους, τους πιο φτωχούς, τους κτηματίες κ. λπ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ελληνικός λαός εκτός από το πόθεν δεν μάθαινε ούτε το έσχες των βουλευτών του.
Το 2002 η διαδικασία «εκσυγχρονίστηκε». Τα χαρτόκουτα έγιναν CD-ROM, αλλά μοιράζονταν και πάλι μόνο στους δημοσιογράφους. Δυστυχώς, η Ν. Δ. μας πήγε πίσω και σ' αυτό· το 2005 ξαναγυρίσαμε στα χαρτόκουτα. Το Διαδίκτυο άρχισε να εξαπλώνεται, αλλά για τη Βουλή η τεχνολογική επανάσταση ήταν μόνο μία ευκαιρία να ξοδέψει πολλά λεφτά. Ο διαδικτυακός της τόπος κόστισε πάνω από ένα εκατομμύριο, όμως τα πόθεν έσχες των βουλευτών δεν χώρεσαν.
Σύμφωνα με την τελευταία παρέμβαση του προέδρου της Βουλής δεν δημοσιοποιούνται, διότι ο κ. Πετσάλνικος περιμένει (δύο χρόνια!) την απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
Η Αρχή, όμως, σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους δηλώνει ότι δεν έχει λάβει καν το ερώτημα από τη Βουλή. Και επειδή είναι χοντρό να πιστέψουμε ότι μπορεί ένας πρόεδρος της Βουλής να ψεύδεται ανερυθρίαστα, δεν θα ήταν καλύτερα για τον ίδιο να δημοσιοποιήσει το έγγραφο με το οποίο απηύθυνε το αίτημα στην Αρχή;
Το θέμα όμως είναι ότι ο κ. Πετσάλνικος δεν χρειάζεται καμία άδεια, καμίας Αρχής. Το πόθεν έσχες των βουλευτών από το 1964 που θεσπίστηκε έπαψε να είναι ιδιωτική τους υπόθεση. Ψηφίστηκε για να μαθαίνουν οι ψηφοφόροι από πού φτιάχνουν τις περιουσίες τους, όσοι πολιτικοί έχουν περιουσίες. Η δημοσιοποίηση παλιά γινόταν μέσω του Τύπου, διότι μόνο μέσω του Τύπου μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν.
Οι αιτιάσεις του κ. Πετσάλνικου για προηγούμενη άδεια της Αρχής (αν υπήρξε αίτημα) είναι προφάσεις εν πολλαίς αμαρτίαις. Αν πραγματικά ο πρόεδρος της Βουλής και ο πολιτικός κόσμος θέλουν να σώσουν την τιμή τους, ας αφήσουν τις μεγάλες εξαγγελίες για τη διαφάνεια και ας κάνουν μικρά έστω βήματα. Ενα από αυτά είναι η δημοσιοποίηση στο Διαδίκτυο των «πόθεν έσχες» των βουλευτών. Σήμερα, όχι αύριο. Γιατί από υποσχέσεις χορτάσαμε και πόθεν έσχες δεν είδαμε.