και την πορεία αυτή, δηλαδή τι άλλο θα της (μας) κάνουν, η κάλπη στην οποία επιλέγουν συνήθως τα ανωτέρω χρεοκοπημένα κόμματα είναι ένα κουτί, μεγάλο κάπως, μια κούτα δηλαδή (κι όχι όπως η άλλοτε σμικρή κούτα τσιγάρων από την οποία οι νέοι λαθροφτωχοκαπνιστές αγόραζαν χύμα μια τζούρα από τον πόθο τους).
Θυμηθήκαμε το πράγμα καθώς στο ημέτερον ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας και περιχώρων σε εσωτερική, εκλογική διαδικασία, διαρπαγή έγινε, δηλαδή αρπαγή της κάλπης, δηλονότι της κούτας μέσα στην οποία οι ευλαβείς και δύσμοιροι σπουδαστές κατέθεταν τις δημοκρατικές επιλογές τους.
Η αρπαγή, κατά τα ρεπορτάζ των τοπικών δικτυοτόπων, έγινε από γνωστούς αγνώστους. Για το πράγμα ερίζουν νυν, πρώην κι ερχόμενοι πρόεδροι του ευαγούς αυτού και λίαν μελετηρού καθιδρύματος.
Δεν είναι πρώτη φορά, όμως, που έχουμε αρπαγή κούτας.
Ο αλησμόνητος ποιητής ο οποίος θέλησε σχεδόν, να πεθάνει τόσο νέος (ήταν και λίαν ωραίος ως νέος αλλά και ποιητής) Ηλίας Λάγιος, είχε δημοσιεύσει σε μια αυτόνομη έκδοση ένα θυελλώδες ποίημα - ποταμός με τον τίτλο «Η αρπαγή της κούτας» (στίχοι 424 και από 30 συλλαβές και βάλε κάθε στίχος) πριν όλο το έργο του συμμαζευτεί (μετά τον θάνατό του) στην τελική έκδοση «Ποιήματα» σελ. 765 στις εκδόσεις Ικαρος.
Σε μια εαρινή ποιητική μας υπόθεση, κατά την εορτή της παγκόσμιας
Σαχτούρη, και Ηλία Λάγιο εκθέταμε σε πάγκο του Λαογραφικού Μουσείου βιβλία αυτών, μεταξύ τους δε και την «Αρπαγή της κούτας». Ηταν εκεί από την προσωπική μας βιβλιοθήκη φερμένο. Κάποιος όμως φιλακόλουθος της ποίησης και της με κάθε θυσία απόκτησης, την άρπαξε κι ουδέποτε την επέστρεψε παρά τις δημόσιες εκκλήσεις μας. Καλά να πάθω ας πρόσεχα που εκθέτω και σε τι εκτίθεμαι.
Τώρα με την αρπαγή της κούτας του ΤΕΙ θυμήθηκα το συμβάν κι αντιγράφω τυχαία κάποιους στίχους αφιερωμένους εξαιρετικά στους τεϊζόμενους άρχοντες (όχι αστεϊζόμενους φυσικά παρότι προκαλούν την πανελλήνιο θυμηδία τα αρπακτικά καμώματα διοίκησης και σπουδαστών.) αλλά εν πλήρει σοβαρότητι κουταλγούντες.
«...Για χρόνια φυλλοροούσα νωρίς
κύτταζα την εικόνα του κατατρεγμού και το πορτραίτο του χαμού εμπροθέτως δεν αδίκησα, ευεργέτησα απλόχερα,
δεν υφήρπασα ψιχάλα ή ψίχουλο ζωντοχήρα ή ανάγκη, υπερπλεόνασεν η δωρεά, κέρμα φράγκο, δινάριον, λίρα,
λουδοβίκειο και τάλαντον, αμύθητο, προσεφέρθην και βωμολοχήσατε ενεθυμήθην και βαρβαριστί βιαιοπραγήσατε,
εθελουσίως χρησίμευσα και ωμοβόρος διεμοιράσθην, ανεδέχθην, τοις σοις άλγοις εσταυρώθην κι υπέφερα. Δεν φέρνω
τ' ορνέου φάμπρικας που εκμίσθωσε κι αρνιέται, μοιάζω της πετροπέρδικας, της πικροκυματούσας...»
κ.λπ συγκεχυμένα, όπως άλλωστε είναι κι οι αγάπες μας.