τα οποία διασχίζουν αυτές τις μικροοάσεις των θλιμμένων πόλεων μας, που δεν έχουν ποτάμι ή άλλο νερό, κι η κυρία ΔΕΗ δεν φροντίζει ν' αντικαθιστά με καλυμμένα καλώδια, φυσικά κάποτε τα κλαδιά με το βάρος του καιρού γέρνουν κι ακουμπούν στα σύρματα· και να το βραχυκύκλωμα. Να γίνεται σκοτάδι μερικό ή ολικό, να αλλοφρονούν οι μικροαστοί, όλοι μας δηλαδή, και τι θα γίνει, θα παγώσουμε, δεν έχουμε φως, νερό, τηλέφωνο (ως οικόπεδα στο παραθαλάσσιο νεκροταφείο της ύπαρξής μας), δεν έχουμε τηλεόραση, ίντερνετ κι όλα αυτά που μας δένουν (ή μας έδεναν) με τις αλυσίδες του ασυλλόγιστου καταναλωτισμού ή συνθέτουν τη μικρή μας, γκρίζα ευτυχία με την οποία αγκαζέ πηγαίνουμε «ζώντας και ψευτοζώντας» σ' αυτήν την «Ερημη χώρα» μας, πλέον. Οπότε αναλαμβάνει η ομάδα κρούσεως που εφημερεύει ως στρατός του φωτός μας φρουρός, το συνεργείο δηλ. επιδιορθώσεων βλαβών και εκκαθαρίσεων του θολού τοπίου, της κυρίας ΔΕΗ. Οπλίζονται με τα πριόνια, θωρακίζονται με την ενόχληση, ότι τους χάλασαν και πάλι την ησυχία τους τα κωλόδεντρα και ορμούν. Ο εχθρός έχει εντοπιστεί εύκολα στους υπολογιστές τους. Ακροβολίζονται, σχεδιάζουν επί του ποδαριού την επίθεση κι ορμούν στα τυφλά πάνω στα ανυπεράσπιστα πεύκα, που είχαν την ατυχία τα κλαδιά τους να μην αντέξουν το βάρος του χιονιού και να ακουμπήσουν στα σύρματα. Τίμημα θάνατος εξ ολοκλήρου κι από τον πάτο στον φέροντα τους ένοχους κλάδους, πεύκο. Συλλογική η ευθύνη. Κι όλα γύρω του. Γιατί δεν μπορούν να χασομερούν οι ευκαιριακοί χασάπηδες για να ξεδιαλέγουν τα κλαδιά, είναι νύχτα οι καταναλωτές (εμείς) αγωνιούν, φωνάζουν, βρίζουν, διαμαρτύρονται. Στο κάτω κάτω δεν είναι κι άνθρωποι δέντρα είναι, δεν έχουν ψυχή κι ας είναι μεγάλα, σεβάσμια, ιερά. Οπως αυτά τέρμα και γωνία αριστερά της Λαϊκής αγοράς στην περιοχή του άλλοτε Σιδηροδρομικού Σταθμού (άλλος αμαρτωλός, χρεοκοπημένος και καταληστευμένος οργανισμός, ο οποίος πριν χρόνια με τα ξερά τους έκοψαν τις φλαμουριές τους γιατί ξεράθηκαν, είπαν και μοιράστηκαν τα ξύλα τους προφανώς). Αυτά είναι που είχαν την ατυχία να λυγίσουν τα κλαδιά τους και να φιλήσουν θανατερά τα σύρματα. Αδιακρίτως τ' αλυσοφόρα πριόνια δουλεύουν στη νύχτα και καθαρίζουν την κατάσταση. Κορμιά δέντρων 60 και άνω ετών, πέφτουν καταγής από το μίσος, γιατί περί αυτού πρόκειται, των πριονοφόρων ΔΕΗσφαγέων.
Διότι απεχθάνονται τα δέντρα κάθε φύσης (ακίνητα και ριζωμένα) ότι έπαιξαν πιθανόν κι αυτοί στον εργασιακό τους βίο πολλάκις το ρόλο τους, όταν δηλαδή ψήφιζαν προβατοειδώς την πολυεπίπεδη συνδικαλιστική τους δολιότητα (κατ' ευφημισμόν επαναστάτες) οι οποίοι επαναστατούν συχνά πυκνά για το «δίκιο» τους και μόνον, γενόμενοι οι σύγχρονες μάστιγες του καιρού και του παραδομένου στα χέρια τους λαού.
Κι όμως με λίγη προσοχή και κατανόηση θα προκαλούσαν ελάχιστη ζημία. Θα έκοβαν τα κλαδιά, θα ειδοποιούσαν το δασαρχείο, την πυροσβεστική, το Δήμο με την καθαριότητά του, κάποιον από τους συνήθως μακαρίως υπνώττοντες και πάντα εκ των υστέρων ληρολογούντες, δημόσιους και δημοτικούς θεσμούς. Ομως πανικόβλητοι οι ίδιοι, τα είχαν συν τοις άλλοις και χαμένα. Αλλά έτσι είναι επικίνδυνα φορτία για τους πολίτες που τους πληρώνουν. Ας αργούσε άλλη μισή ώρα το φως. Δεν θα πεθαίναμε από την έλλειψή του. Ομως δεν είναι στην απουσία συντονισμού, ευαισθησίας και στην περίσσια αγραμματοσύνης κι ετσιθελισμού, το θέμα, όσο στο γνήσιο μίσος που διακρίνει αυτούς κι όλους τους κατά περίστασιν δενδροκτόνους, κατά των δέντρων, δηλαδή και των συνανθρώπων άμα το φέρει η «ανάγκη» τους. Αυτοί έχουν το πριόνι αλλά κρατούν και το μέγα διακόπτη του ρεύματος. Η κοινωνία οφείλει να πέσει και να προσκυνήσει τα βρομοπόδαρά κάθε μικρής ή μεγάλης εξουσίας σε κάθε περίσταση, όπως τα δεμάτια στάχυα στο όνειρο του Ιωσήφ.
Και να ορμούν οι γείτονες των δέντρων να σώσουν ό,τι μπορούν απ' αυτά, καθώς οι μακελάρηδες μπήκαν στο αλσύλλιο αποφασισμένοι να το ισοπεδώσουν (δεν έχουμε μόνο μακελάρηδες των λαών). Με φωνές, κλάματα, απειλές, ικεσίες, να καλούν το Εκατό, ποιό 100 δηλαδή όμοιος ομοίω αεί βελάζει. Ούτε δε η πρώτη ούτε κι η τελευταία φορά θα είναι.
Εδώ είναι ΔΕΗ και μάλιστα στα Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε.
Κι εδώ είναι που ο πολίτης νιώθει ένα τίποτα, αδύναμος όσο ένα σκουλήκι που το πατούν με ηδονή. Κανείς δεν πρόκειται να προστατεύσει το δημόσιο, κοινό καλό κι άδολα ωραίο. Κανένας εντεταλμένος δημόσιος θεσμός δεν θα πάρει το μέρος σου. Τα υποκείμενα τους είναι σκυμμένα στα εκκαθαριστικά τους και μετρούν τις ευρωαπώλειές τους. Οχι, αδικαιολόγητα. Νιώθεις ένα μίσος να σε σκάβει εκ της προσωπικής ανημπόριας και της συλλογικής ήττας. Να σώσεις εαυτόν και μόνον. Και τίποτε άλλο. Η Αυτοδικία του καλού μαζικά και ως το σημείο η αυτοδικία του νόμου εκεί που σε παίρνει δηλαδή και ίσως λίγο παραπέρα, κατά του κάθε εισβολέα στα ατομικά σου δικαιώματα. Ο δημόσιος χώρος και τρόπος είναι δικός σου. Μόνος σου θα τον κρατήσεις σε ύπαρξη και λειτουργία, αν το μπορείς, άλλως μείνε ν' αναμηρυκάζεις το μίσος σου μέχρι να 'ρθει ο καιρός...
Οι επιφανείς ταραμάδες κάθε αρχής χτυπημένοι πολλαπλώς στα γουδιά της ιδιοτέλειας και της διαδικαστικής ευτέλειας (μπήκε και το Τριώδιο κι ετοιμάζονται δια τα εαυτών καρναβάλια) πρησμένοι από το φαΐ, ζαλισμένοι από τους χορούς, τις πίτες, τα γλέντια, κάθε μορφής κι έκτασης, από τον πριονοσφαγέα ως τον ανώτατο τοπικό ή κρατικό παράγοντα, για το μόνο που καίγονταν είναι για την πάρτη και το πάρτυ τους.
Το φως επέστρεψε, οι τηλεοράσεις άνοιξαν και νάτη πάλι η χρεοκοπημένη λέρα που θαλασσοπνίγει την ελληνική γαλέρα. Σου χαμογελούν και σε σοβαρολογούν. Ας φάμε όμως για μια φορά, έστω, τη μάπα τους.
***
Εκεί στη επαρχία μπορείς να γίνεις φίλος με ένα δέντρο, ένα βράχο, ένα ρυάκι μας έλεγε πριν πολλά χρόνια ο Γιάννης Ρίτσος.
- Μ' ένα δέντρο!
Κι ο Κ. όταν ήταν παιδί έπαιζε με τον φίλο του Α. εκεί στο αλσύλλιο καουμπόηδες και ινδιάνους. Μια φορά με ένα σχοινί μεγάλο έδεσε με εκατό γύρες τον Α. σ' ένα πεύκο, με το οποίο είχε γίνει φίλος. Το στοίχημα ότι θα λύνονταν αμέσως. Στην εξέλιξη του παιχνιδιού η μάνα του τον μάζωξε σπίτι για διάβασμα κι ο δεμένος ξεχάστηκε άλυτος. Τον έλυσε η γαλατού η οποία περνούσε από το μονοπάτι.
Ενα από τα 6 δέντρα εκείνης της σφαγής ήταν κι αυτό.
Το πόνεσε σαν να έχασε ένα δικό του άνθρωπο, ένα φίλο, ένα σύντροφο.
Σου καταστρέφουν και τις μνήμες οι αλιτήριοι.
Εν τω μεταξύ οι πριονόσαυροι της ΔΕΗ θα το διασκέδαζαν ολονυκτίως.
Υ.Γ. Επί του θέματος των περαστικών αλσυλλίων της πόλεως. Κόβουν δέντρα, κτίζουν παράνομα, εισχωρούν μέσα τους με καλύβες και παραπήγματα, παρκάρουν μόνιμα σάπιες νταλίκες και κοντέινερ, κάνουν πάρκιν για τ' αυτοκίνητα τους με το κόψιμο των δέντρων κι η δημοτική υπηρεσία χτενίζεται και καλά κάνει. Είναι τόσο άσχημη και άσχημοι άλλωστε.