έχουν υποστεί στα μικρά τους χρόνια αυτή τη διάγνωση μαζί με τις παιδικές τους ασθένειες. Η διάψευση είναι ο λαμπρός κανόνας πίστεως κι η εικόνα πραότητος που ψέλνουν του επιχωρίου αγίου.
Γράφω την επαύριο του μοναδικού ρεσιτάλ πιάνου που έδωσε ο Παναγιώτης Δημόπουλος (Π.Δ.), άρα ακόμα είμαι φορτισμένος από το ακρόαμα και το θέαμα, γιατί όχι, και δεν φημίζομαι για την αντικειμενικότητα (ποιά είναι αυτή η βουτηγμένη στο παραλήρημα της υποκειμενικότητας) για τα πράγματα που αγαπώ μόνιμα ή με θέλγουν εφήμερα. Αρα «δημοσιογραφώ» ατιμωρητί μπαίνοντας στους ξένους αύλακας των τοπικών της βιαστικής γραφής, φωνής κι εικόνας που τόσο «επαρκώς» καλύπτουν άπασαν την ενημερωτική ύλη της ημέρας, της κάθε μέρας, αφού δεν αφήνω λίγο καιρό να κατακάτσει εντός μου το πράγμα, να το χωνέψω αρκούντως μήπως και συντεθεί κάτι το λογιότερον. Αλλά ασυγκράτητος αφήνομαι κι ό,τι ήθελε προκύψει.
Είχε φυσικά χιόνι που έλιωνε λασπερώς, και μόλις είχε λήξει η περιήγηση στους δρόμους της πόλης, των τρίχα διαμαρτυρομένων –διαχωρισμένοι μέχρι ναυτίας- και φυσικά πως θα γινόταν κι αλλιώς αφού ο καθένας κάνει το κομμάτι του κόμματός του σ' αυτά τα καθημερινά γυμνάσματα, αλλά ας είναι- της βρόμικης Κυριακής 12/2, (μνήμη Μελετίου επ. Αντιοχείας) την ώρα που στην Αθήνα καιγόταν το παν και στη Βουλή των νεοελλήνων διαλυόταν (λίγο ακόμα θέλει δηλαδή) το αντίστοιχο επίθετο
Αλλά εμάς, παρά ένας τεσσαράκοντα, όπως οι ραβδιές των ρωμαίων, οι καθήμενοι στην αίθουσα του Ωδείου Δ. Δημόπουλου- καρφί δεν μας καιγόταν (λες;), ξεχασμένοι στην μουσική του εξαίσιου, μονομελούς θιάσου μετά γυρίστριας σελίδων.
Το έντυπο πρόγραμμα της βραδιάς λίαν λιτά καλαίσθητο στο τέλος του είχε σε τρίτο πρόσωπο μια πνευματώδη αυτοβιογραφία του Π.Δ. («... Ιδιαίτερες μουσικές αναζητήσεις του είναι η μουσική σημειογραφία, η παλιά μουσική, η μη-συγκερασμένη μουσική, ο συλλογικός αυτοσχεδιασμός και το πιάνο στην περίοδο της κοινής πρακτικής» και «πιστεύει στη ρήση του Ferenc Liszt «πως η ζωή είναι πάντα μια αυτοκτονία που με τη δύναμη της πίστης μετατρέπεται σε αυτοθυσία»). Επίσης φιλοξενεί γνώμες ειδικών επί της μουσικής έως και ανειδίκευτων του είδους ή και προπονητών καλαθοσφαιρίσεως μέχρι κι από επιλοχίες του Νεοελληνικού στρατού). Αλιεύω κάποιες που μιλούν εντελώς καλύτερα από το πως εμείς θα λέγαμε (αν το μπορούσαμε φυσικά) για το έργο του αλλά και περί των ...ικανοτήτων του στις παιδιές και στις σκοπιές.
«Υψηλή νοημοσύνη...ένας ξεχωριστός πιανίστας» ( Anthony Gilbert, RNCM, 2003) και δεν ήταν ανάγκη να μας το πει. Εκτελώντας τις συνθέσεις το βλέπουμε κάθε φορά με ποιά άνεση αλλά και πάθος ρίχνεται στο κλαβεσιέ και με τι τεταμένο ύφος διασχίζει τις παρτιτούρες, όταν δεν τις εκτελεί από μνήμης.
Σκίστηκε για να επιβεβαιώσει στη μουσική πράξη πως γνώριζε ό,τι εκτελούσε σε βάθος και μας το κοινωνούσε• ένα κοινό χωρίς πολλά μουσικά κενά (κανένα λάθος χειροκρότημα) κι αυτός ιεροφάντης, άνετος, κινητικός δια το οικείο του ζητήματος, καθημερινά ενδεδυμένος, εξηγούσε συν τοις άλλοις, τις μουσικές ιστορίες που αφηγούνταν στο πιάνο πότε έντονα, πότε χαλαρά, πότε τρυφερά ρομαντικά κι όπως οι συνθέσεις έρχονταν από το άλλοτε στο σήμερα, στη μικρή εκείνη καλαίσθητη αίθουσα ακροάσεων. Σημειώνω κατά σειρά: Κλωντ Ντεμπυσσή «Η λάμψη του φεγγαριού», Φρανζ Σούμπερτ «Τέσσερις αυτοσχεδιασμοί», Γουίλιαμ Μπέηνς «Το ναυάγιο», Ανωνύμου του 1320, «Εσταμπί», Φρ. Σοπέν «Νυχτερινά αρ. 2,13,20», Γιοχ. Μπραμς «Μουσικό φύλλο», Γκουρτζίεφ-Χάρτμαν «Μουσική των Δερβίσηδων», Γ. Μπέρντ «Χορός Πάδοβας». Αυτά και δεν ήταν λίγα κι άφησαν στους ακροατές μια αίσθηση μουσικής πληρότητας κι απόλαυσης, αφού τα έργα όλα ήταν στα μέτρα της πρόσληψής τους.
«Αυτός ο πιανίστας είναι ικανός για μεγάλη ατμόσφαιρα. προβολή, εκφραστικότητα και ζωντανή προσωπικότητα...απομυθοποιεί με αυτοπεποίθηση και αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη φωνή» (Mark Tanner, International Rekord Review, 2009).
Ιντερμέδιο.
Τις προάλλες και κάτι, ο Π.Δ. έγραψε στον τύπο κι είπε στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης, του οποίου στο Δ.Σ εξελέγη ανήμερα του ρεσιτάλ, ελπιδοφόρα) για τις «Συγκεχυμένες αγάπες» μου λόγους περί της μουσικότητάς τους ορισμένως. Μ' άρεσε το καινοφανές της εκδοχής του (λίγο πριν μου το είχε επισημάνει επιστολικώς ο κ. Β. Βασιλικός αλλά γενικά κι ατεκμηρίωτα), κι ας μη πολυκατάλαβα στην πρώτη ακουστική αφή τα λόγια του. Αλλά ήταν πιο διευκρινιστικά στο διάβασμά τους. Τώρα μου 'ρχεται με τη σειρά μου να πω για τη μουσική ποιητική του. Ομως φρόντισε ο ίδιος στο πρόγραμμα της βραδιάς του (αφιερωμένη στο μονοετές θυγάτριόν του), ελαφροσέλιδο περιοδικό θαρρείς, να καταχωρίσει κείμενα ποιητικά που συνόρευαν ή συγγένευαν με τη μουσική που εκτελούσε.
(«Η ψυχή σου είναι η πιό εκλεκτή χώρα» Π. Βερλαίν, «Αύριο και αύριο και αύριο,/σέρνουν το ελεεινό τους βήμα από την μέρα ως την άλλη/μέχρι την τελευταία συλλαβή του χρόνου/και όλα τα χθες έχουν φωτίσει, ανόητα, τον δρόμο για τη σκόνη» Σαίξπηρ -Μάκμπεθ, «Ποιό είναι το ταξίδι του παραδείσου; Η πίστη των αγαπημένων και η ανυπαρξία τους.» Ρούμι, Μασναβί VI, 1528.)
Αλλά σε τέτοιους δύστηνους καιρούς ο Π.Δ. βρήκε να διατελεί και κρυπτοποιητής εν επιγνώσει άρα και εν απογνώσει. Ακούγεται όπως οι κρυπτοχριστιανοί άλλων καιρών και τόπων αυτή η πνευματική πολυτέλεια.
Καθώς σχεδιάζω αυτά επί χάρτου είμαι σ' ένα μικρό, γλυκό φυλάκιο-όταν το βρίσκω άδειο, ώρες απογευματινές δεν το αρνούμαι- ενός καφέ στην κεντρική πλατεία εκεί που ο εσπρέσο παρόλες τις ανατιμήσεις και τους ΦΠΑδες είναι στα 2 ευρώ. Εργατικοί του Δήμου στήνουν την εξέδρα του αποκριάτικού τρόπου μας. Θα μας τρελάνουν πάλι στον μουσικό κουρνιαχτό, στη βαρβαρότητα που τη λεν παράδοση, τη λαογραφία, τη φανοκρατία, τον καρναβαλικό πολιτισμό, και τη χοντροκομμένη ψυχαγωγία. Ερρέτω τοιαύτη οχλαγωγία. Μια αμεριμνησία δια της αποκριάτικης μοιρολατρίας θέλουν να μας διαχύσουν ότι σωθήκαμε ως έθνος από του έθνους τους πατεράδες (που έσωσαν πρόσκαιρα το τομάρι τους, αλλά για πολύ λίγο) τους οποίους περιμένουν τα βράδια των φανών να τους ευχαριστήσουν «δεόντως» οι πολίτες που αγκομαχούν ακόμα και στα φανικά τους ξεσπάσματα με την συνοδεία ξινόκρασου.
Νιώθω αποσυνάγωγος αυτών των ζητημάτων. («Καλά κάνεις ίσως πει ακόμα και φωναχτά ο παρά πόδας του κειμένου σχολιοσυρφετός»)
Ομως παιδιά μην ξεχαστείτε ας βγούμε στους δρόμους
με μάσκες, κλαρίνα, αλλά και με γκλίτσες στους ώμους
το αποκριάτικο λάβαρο μας οδηγεί στους γύρω φανούς
εκ του σύνεγγυς να τους παιδέψουμε κι εκ του αφανούς
Επιστροφή.
Αλλαξοαγκαλιές, λοιπόν;
Μπορεί! Από τις αθλιοφυλές των πολιτικών και πολιτευτών του μόλις διημέρου (και του πάντα) κάποιοι (και τοπικά) σκέτα ξεράσματα, χίλιες και μία φορές καλύτερα οι αλλαξοαγκαλιές με ό,τι αγαπούμε έστω και γεμάτες υποκειμενική μεροληψία και φιλότεχνη ιδιοτέλεια. Η τέχνη θα μας σώσει, η ομορφιά της δηλαδή. Ποιός το λέει, όποιος το νιώθει τελικά αλλά και κατά μόνας. Ομως έξω, γύρω, παντού φωνάζουν, πως πεινάνε κι εσύ για μουσική τελαλείς με το χωνί της ατομικής σου απόλαυσης και της εμαυτού αισθαντικής, ονειρικής περιπλάνησης.
Ναι, εκεί είμαι. Ο Παναγιώτης Δημόπουλος μπορεί και να το κατάλαβε εκείνο το βράδυ κι ίσως να μη το ήθελε, αφού είναι λίαν ενεργός κι αποφασιστικός πολίτης με τα όλα του (η θλιβερή δημοτική ασχετοσύνη και πολιτισμική μπρεμπρεαξιοσύνη θα τον χρησιμοποιούσε άραγε στα 100της ή ξεπερνά τις πνευματικές προδιαγραφές τους;) αλλά μας, με, έχωσε βαθιά σ' αυτό το αίσθημα. Αραξα για μια ακόμα φορά στου Οδ. Ελ. το «Ιδιώτευε μέσα στο ανερυθρίαστο» των λέξεων, αφού τίποτε δεν μπορείς να κάνεις ως πανταχόθεν ηττημένος.
«Ο καλλιτέχνης είναι ασθένεια. Ο Δημόπουλος, 30 χρονών, είναι καλλιτέχνης. Θα τον θεραπεύσω ή θα τον ξεφορτωθώ. Δημόπουλε διάλεξε: ένα μήνα τουαλέτες ή κάνε την μπαλαρίνα εδώ και τώρα για όλους». (Επιλοχίας Αργυρίου, Σαμοθράκη 2007).
- Απίθανος...