Ίσως είναι αυτή η προσποιητή ευγένεια και η γλυκερή καλοσύνη που αναδύει η χροιά της φωνής του, ίσως και όχι. Ομολογώ πως δεν ασχοληθήκα ποτέ μου στα σοβαρά με τα γιατί της αντιπάθειάς μου αυτής και δεν σκοπεύω, σίγουρα, να το πράξω αυτό σήμερα, εδώ μπροστά σας.
Επίσης, να δηλώσω εξαρχής πως αντιπαθώ μετα βδελυγμίας τη βία από όπου και αν προέρχεται και όποια μορφή και αν λαμβάνει. Είτε, δηλαδή, αρπάζει κάποιος το δοκάρι και το προσγειώνει με γεωμετρική ακρίβεια στο κεφάλι του άλλου είτε αρπάζει ένα πληκτρολόγιο και αρχίζει το ανώνυμο «τάκα τάκα του μαλάκα» με τη γνωστή κατάληξη, για μένα προσωπικά δεν υπάρχει καμία απολύτως διαφορά.
Μετά τις απαραίτητες αυτές συστάσεις θα επιχειρήσω να υπερασπιστώ το δικαίωμα του Νταλάρα να υπάρχει και να τραγουδάει όπου του κάνει κέφι, με ότι αντίτιμο γουστάρει και σε όποια στιγμή του χρόνου αυτός επιλέγει.
Θα υπερασπιστώ, επίσης, το δικαίωμα του κάθε θαυμαστή του Νταλάρα να μπορεί να ακούει τον αγαπημένο του καλλιτέχνη όποτε του κάνει κέφι και με όποιο αντίτιμο αυτός κρίνει κατάλληλο για το βαλάντιό του.
Θα υπερασπιστώ, ακόμα, το δικαίωμα του κάθε Τζίμη να λοιδωρεί το φαινόμενο Νταλάρα και να εκτοξεύει μύδρους εναντίον του προσώπου του και της μουσικής του, εφόσον αυτό γίνεται με λόγο συγκροτημένο και όχι με ακατάληπτο θόρυβο και ακατάστατη φωνασκία.
Και σίγουρα θα υπερασπιστώ το δικαίωμα του κάφρου να συμπεριφέρεται ως κάφρος στο σπίτι του και στην οικογένειά του. Όχι, όμως, σε έναν δημόσιο χώρο και σίγουρα όχι σε χώρο Τέχνης και Πολιτισμού.
Για την υπεράσπιση των αναφαίρετων αυτών δικαιωμάτων δεν θα επικαλεστώ το Βολταίρο. Την ατάκα του, εξάλλου, την έχουμε βιάσει όλα αυτά τα χρόνια παρα φύσιν και κατά φύσιν και την έχουμε μεταχειριστεί με τέτοια ελαφρότητα που θεωρώ πως έφτασε ο καιρός να την αφήσουμε λιγάκι στην ησυχία της και να αναζητήσουμε κάποια άλλη επώνυμη φράση για να κρύβουμε πίσω από τις ηχηρές της λέξεις τις αθόρυβες πομπές μας.
«Διαφωνώ με όσα λές αλλα θα υπερασπίζομαι μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λές».
Τρίχες κατσαρές. Από πού να αρχίσεις και πού να τελειώσεις. Το «διαφωνώ με όσα λές» προϋποθέτει ότι άκουσες ή διάβασες τα όσα λέει ο απέναντί σου, τα επεξεργάστηκες με τη λογική που σου χαρίστηκε και τα έβαλες αντίκρυ στα δικά σου για να τα συγκρίνεις, κάνοντας πράξη την παραίνεση του Τοκβίλ «χωρίς συγκρίσεις το πνεύμα δεν ξέρει πώς να προχωρήσει».
Διαδικασία που απαιτεί, όσο και να το κάνεις, έναν εύλογο χρόνο προκειμένου να ενεργοποιηθούν τα εκατομμύρια των εγκεφαλικών σου νευρώνων.Και όμως.
Στην Ελλάδα το «διαφωνώ με όσα λές» περιστοιχισμένο από χαριτωμενιές του τύπου: «τι λέει ο μαλάκας», «κοίτα ποιος μιλάει» και άλλα τέτοια δημοκρατικά υπονοούμενα, εκτοξεύονται σε χρόνο dt.
Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, από την ανάγνωση ακόμα του τίτλου ενός κειμένου ή του ονόματος του συγγραφέα του. Ίδιον, άλλωστε, του αύνανα είναι το να εκτοξεύει την ίδια και την ίδια λευκή ουσία, στην πλειονότητα των περιπτώσεων μονάχα με μια απλή αναφορά της σκέψης του στο αντικείμενο του «πόθου» του. Δεν χρειάζεται καν σενάριο ή πλοκή ο συγκεκριμένος για να στάξει....τη χολή του.
Το «θα υπερασπίζομαι μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λές» ας το αφήσουμε και αυτό κατά μέρος. Το πιο πιθανό είναι να υπερασπιστούμε μέχρι θανάτου το κόλημα μας σε μια ξεπερασμένη ιδέα, την τυφλή μας εμπιστοσύνη στις μπαρούφες ενός φιλοσόφου του περασμένου αιώνα, τον θρησκευτικό μας οίστρο στα «διευχών και τα αλληλούια» ενός μαυροφορεμένου μοναχού και το ομολογημένο πάθος μας σε μια χρεοκωπημένη ποδοσφαιρική ομάδα, παρά να προτάξουμε τα στήθια μας προκειμένου να γλιτώσουμε τον περίεργο από το λιντσάρισμα του πλήθους.
Θα επικαλεστώ, λοιπόν, βασικές αρχές του νομικού μας Πολιτισμού, τις οποίες είτε από βιασύνη είτε από άγνοια για την ύπαρξή τους έχουμε ξεχάσει πίσω μας και κινδυνεύουμε να τις απωλέσουμε οριστικά.
Δεν κατακρίνω τους άθλους των κάφρων στην τελευταία συναυλία του Νταλάρα στο όνομα μιας γλυκανάλατης ευγένειας και ενός μη μου άπτου κώδικα καλής συμπεριφοράς. Ούτε, φυσικά, υποστηρίζω πως σε μια εποχή σκληρών ανατροπών για πολλούς συμπολίτες μας, διάψευσης υψηλών προσδοκιών και κατάρρευσης ενός ολόκληρου μοντέλου ζωής είναι πρέπον να μιλάμε με «το σεις και με το σας» και να ανταλλάσσουμε σαλονάτες αβρότητες και λουσάτες φιλοφρονήσεις.
Όχι βέβαια. Θα αγριέψουν και οι λέξεις μας, θα αυξηθούν και τα ντεσιμπέλ της φωνής μας, θα μπούν και τίποτα «γαλλικά» στο λεξιλόγιο μας, αλλά όλα αυτά στο πλαίσιο του λόγου και της αποκορύφωσής του. Του διαλόγου. Γιατί αυτό που διακυβεύεται σήμερα είναι η θεμελιακή προϋπόθεση της ύπαρξής μιας κοινωνίας ανθρώπων, που δεν είναι άλλη από το σεβασμό της ετερότητας και, πρωτίστως, της αξίας του συνανθρώπου μας.
Σε καιρούς αφθονίας δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν μπορούμε να συνεννούμαστε. Αυτό το πετυχαίνουν με θαυμαστή ικανότητα ακόμα και οι μακρινοί μας πρόγονοι. Δεν περιποιεί, δα, και ιδιαίτερη τιμή το να καταφέρνουμε να ανακυκλώνουμε τα κατορθώματα των χιμπατζίδων! Σε περιόδους. όμως. ανέχειας και στέρησης, εκεί δοκιμάζονται η κουλτούρα και ο πολιτισμός μας. Εκεί φαίνεται το ποιόν μας και η ποιότητά μας. Και αν υποψιαστώ πως η πεζοδρομιακή καφρίλα των τελευταίων ημερών αντικατοπτρίζει, έστω και παραμορφωτικά, το ποιόν και την ποιότητά μας τότε βράστα Χαράλαμπε.
Αυτή τη στιγμή που μιλάμε κυκλοφορούν ανάμεσά μας πολλών λογιών Ελλάδες.
Υπάρχει η Ελλάδα που πιστεύει ότι η παρούσα κατάσταση μας εξαθλιώνει και πως οι μέρες που έρχονται αναδύουν κάτι από Κατοχή και Νταχάου.
Υπάρχει η Ελλάδα που θεωρεί τη σημερινή κατάσταση αναπότρεπτο τερματισμό μιας γελοιότητας που έλαβε χώρα από το 1981 και μετά.
Υπάρχει η Ελλάδα που κλαίει στα συντρίμμια μιας ακόμα Μεγάλης Ιδέας (να ξεπεράσουμε τον μέσο όρο της Ευρώπης) και η Ελλάδα που ζητάει επιτακτικά μια νέα ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στον τριτογενή από την μία και τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, από την άλλη. {Υπάρχει η Ελλάδα} που μοιρολογεί και η Ελλάδα που θάβει τον νεκρό της και συνεχίζει τη ζωή της με ψηλά το κεφάλι.
Υπάρχει η Ελλάδα του Βαρουφάκη και εκείνη του Μάνου. Υπάρχει η Ελλάδα που φωνάζει «ρίξτε λεφτά στην οικονομία» και εκείνη που φωνάζει «πρώτα ανασυγκρότηση και μετά ανάπτυξη».
Με λίγα λόγια, είμαστε πολλοί και είμαστε διαφορετικοί.
Εκτός από τους φαιοκόκκινους φασίστες, οι οποίοι φαντασιώνονται πως έγιναν ένα βράδυ αποδέκτες της εξ αποκαλύψεως αλήθειας με τη μέθοδο της καιόμενης βάτου και την περιφέρουν δεξόζερβα με υπερηφάνια, υπάρχουμε και όλοι εμείς που κατά βάθος ξέρουμε πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου αλλού και σίγουρα όχι στο τσεπάκι μας. Για να μπορέσουμε, λοιπόν, εμείς οι άλλοι, οι κανονικοί, να συνομιλήσουμε και να συνεννοηθούμε θα πρέπει εξ αρχής να αποδεχτούμε τους όρους του κοινωνικού παιχνιδιού. Και ένας όρος απαράβατος για την υποφερτή κοινωνική συμβίωση είναι ο σεβασμός της αξίας και της αξιοπρέπειας του άλλου. Αδιαπραγμάτευτη αρχή που δεν σηκώνει κανενός είδους συζήτηση.
Αν, λοιπόν, ο Νταλάρας μας ενοχλεί ως καλλιτεχνική παρουσία αφενός δεν πάμε στις συναυλίες του και αφετέρου δεν αγοράζουμε τους δίσκους του. Αν μας ενοχλεί για τις κατά καιρούς απόψεις του γράφουμε ένα κείμενο και το δημοσιεύουμε στη δημοκρατική μπλογκόσφαιρα για να ενημερώσουμε και τους άλλους για το ποιόν του.
Αν, πάλι, μας ενοχλεί ως πετυχημένος και φραγκάτος καλλιτέχνης- επιχειρηματίας τότε μάλλον έχουμε μεγάλο πρόβλημα, το οποίο πρέπει επιτέλους να το λύσουμε, έστω και αν απαιτηθούν για αυτό πολλές ώρες αστικής ψυχοθεραπείας. Και αυτό γιατί στην Ελλάδα έχει καλλιεργηθεί μια αρρωστιάρικη εμμονή απέναντι στην υγιή επιχειρηματικότητα, την περιουσία και τη δημόσια αναγνώριση, την θεμελιωμένη πάντα σε αντικειμενικά ερείσματα αξίας και ικανότητας.
Η επιχειρηματικότητα λοιδορείται με την πρώτη ευκαιρία. Κλασική η εικόνα του μεγαλοσυνδικαλιστή, απόφοιτου γυμνασίου, που το μόνο που κατάφερε στη ζωή του ήταν το να εξαργυρώσει το κολλώδες και το γλοιώδες της γλώσσας του με μια γρήγορη εξέλιξη στη συνδικαλιστική ιεραρχία και μια παχυλά αμοιβόμενη θεσούλα σε κάποιο ΔΣ, να εκτοξεύει μύδρους εναντίον της επιχειρηματικότητας.
«Να τα πάρουνε από αυτούς. Την πλουτοκρατία».
Και εσύ ο απλός πολίτης, ο μέσος όρος της μισθωτής εργασίας, κουνάς συγκαταβατικά το κεφάλι σου και λες.
«Δίκιο έχει ο απόφοιτος. Να τα πάρουνε από αυτούς».
Να τα πάρουμε, δηλαδή, από τον επιχειρηματία που επέλεξε να συγκεντρώσει γνώσεις και κεφάλαιο, να επιλέξει τους καλύτερους συνεργάτες, να βρεί τους κατάλληλους υπαλλήλους, να σχεδιάσει και να υλοποιήσει με προσεκτικά βήματα την είσοδό του στην αγορά και να αφήσουμε ανέγγιχτο το αλανιάρικο παράσιτο να κλωσάει τα χρυσά αβγά του και να τρώει με χρυσά κουτάλια αυτός και η οικογένειά του, επειδή απλά επέλεξε στη ζωή του την ιδιότητα του παιδιού για τα θελήματα.
Ίδια εμμονή και στην περίπτωση της περιουσίας και της δημόσιας καταξίωσης.
Νταλάρας, Νταλάρας, Νταλάρας λοιπόν και ας ελπίσουμε οι κάφροι να απομακρυνθούν αυτόχρημα από τους δημόσιους χώρους και να επιστρέψουν στην ιδιωτεία του μοναχικού τους βίου. Μέχρι τότε ας έχουμε το νού μας και ας τολμήσουμε να επαναφέρουμε στις αγορές του δήμου εκείνες τις αρχές και τις αξίες που θα μας βγάλουν από το σημερινό αδιέξοδο. Γιατί, σίγουρα, δεν πρόκειται να βγούμε από αυτό μονάχα με τα φράγκα.
Έστω και αν για κάθε Νταλάρα που γιαουρτώνουμε κάποιο δικάστηριο βρεθεί για να μας επιδικάσει πολλά από δαύτα!