οι λήπτες των δανεικών έτρεχαν στα μαγαζιά, οι επιχειρήσεις διόγκωναν τις εισαγωγές, τα ελλείμματα αυξάνονταν, αλλά όλοι ήμασταν ευτυχισμένοι και (κυρίως) «ανεπτυγμένοι».
Κορυφαίο παράδειγμα αυτής της «αναπτυξιακής πολιτικής» ήταν το επίδομα των 176 ευρώ που δόθηκε το 2002 σε δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι δεν είχαν άλλα επιδόματα, δηλαδή κάτι σαν «επίδομα έλλειψης άλλων επιδομάτων» Αυτό ονομάστηκε «κοινωνική δικαιοσύνη» κι έτσι με μια δαπάνη των φορολογουμένων ύψους 740 εκατ. ευρώ πετυχαίναμε δύο στόχους: εκτός από «ανεπτυγμένοι» ήμασταν και «δίκαιοι».
Μόνο που το δίκαιο έχει πολλές ερμηνείες. Ετσι, το 2006, τα δικαστήρια αποφάσισαν ότι αυτό το αθεμελίωτο επίδομα ήταν κρυφή μισθολογική αύξηση. Επομένως έπρεπε να δοθεί σε όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους· ακόμη κι αν επιδοτούνταν για την έγκαιρη προσέλευση στην εργασία. Ετσι στους 300.000 που πρωτοπήραν το επίδομα, προστέθηκαν άλλοι 460.000, μόνο στον στενό δημόσιο τομέα. Η ετήσια δαπάνη των φορολογουμένων θα έφτανε τα 1,87 δισ. ευρώ.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2009 και από τον Αρειο Πάγο, ο οποίος μάλιστα επιδίκασε και αναδρομικά! Δυστυχώς τα δανεικά κόπηκαν και το κράτος δεν πρόλαβε να μοιράσει τα 5,5 δισ. Λέμε «δυστυχώς», διότι σύμφωνα με το αναπτυξιακό δόγμα που κυκλοφορεί στα τηλεπαραθύρια, τα αναδρομικά πενταετίας θα «έπεφταν στην αγορά» και το 2009 αντί ύφεσης 3,2% θα είχαμε ανάπτυξη τουλάχιστον 10%.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ο πρωταθλητισμός των δαπανών κάθε συντεταγμένης εξουσίας, πέρα από τον συναγωνισμό βουλευτών - δικαστικών «ποιος θα πάρει παραπάνω». Εδινε σε 300.000 υπαλλήλους επίδομα η εκτελεστική εξουσία; Προσέθετε άλλους 460.000 η δικαστική. Εκπληκτικότερο, όμως, όλων ήταν το σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου για την επέκταση της παροχής. Σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστές «με τις υπουργικές αποφάσεις χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή χωρίς να γίνεται στις διατάξεις τους συγκεκριμένη αναφορά ότι (οι υπάλληλοι) δεν λαμβάνουν πραγματικά πρόσθετες μισθολογικές παροχές». Με άλλα λόγια, οι αρεοπαγίτες διαπίστωσαν παρατυπία του κράτους και αντί να την καταργήσουν αποφάσισαν να την κάνουν καθολική. Επειδή κάποιοι από τους 300.000 υπαλλήλους πήραν παρανόμως το επίδομα, έπρεπε να το πάρουν και οι 760.000. Τον Δεκέμβριο του 2009 το ελληνικό Δημόσιο προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο –έστω τρία χρόνια μετά– αποφάσισε το προφανές: «Δεν είναι κατά το Σύνταγμα νοητό η εφαρμογή της ισότητας να έχει ως συνέπεια τη γενίκευση μιας παράνομης διοικητικής πρακτικής».
Η απόφαση του ΣΤ΄ τμήματος του ΣτΕ είναι ιστορική, επειδή οφείλουμε να ορίσουμε εκ νέου τα αυτονόητα. Σε μια χώρα που όλοι δικαιολογούν τις παρανομίες τους με βάση τις παρανομίες άλλων είναι εξαιρετικά σημαντικό να διακηρύσσει ένα ανώτατο δικαστήριο ότι δεν υπάρχει ισότητα στην παρανομία. Διότι μ' αυτά και μ' αυτά κάποιοι (αναμασουλώντας τον Μπρεχτ) έφτασαν να επιχειρηματολογούν ότι οι ληστείες των τραπεζών είναι κάτι σαν την ίδρυσή τους.