από την 1η Νοεμβρίου 2011.
Ειδικότερα, με την απόφαση (28.2.2012) του υπουργού Δικαιοσύνης Μ. Παπαϊωάννου, του υφυπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης Κ. Ρόβλια και του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Φ. Σαχινίδη, αναπροσαρμόσθηκε ο βασικός τους μισθός, επανήλθε το χρονοεπίδομα 2% επί του βασικού μισθού για κάθε δύο χρόνια δικηγορίας (που είχε σταματήσει το 2004) και ρυθμίσθηκαν τα δώρα τους, ενώ προβλέφθηκε και η παροχή επιδόματος θέσης ευθύνης για τους ασκούντες σχετικά καθήκοντα. Αντίστοιχη (ευνοϊκότερη) πρόβλεψη υπήρξε και για τις αποδοχές των έμμισθων δικηγόρων των ανεξάρτητων διοικητικών ή ρυθμιστικών Αρχών κλπ.
Να σημειωθεί μάλιστα ότι η επίμαχη απόφαση, κατά τη ρητή της διατύπωση, τελεί σε συνάφεια προς το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4024/2011, που αφορά σε συνταξιοδοτικά θέματα, στο ενιαίο μισθολόγιο/βαθμολόγιο, και στην εργασιακή εφεδρεία, δηλαδή σε ρυθμίσεις με σαφώς επαχθές περιεχόμενο για τους εργαζόμενους.
Σε απάντηση των επικριτικών δημοσιευμάτων που προκάλεσε η κοινή υπουργική απόφαση, το υπουργείο των οικονομικών, ούτε λίγο ούτε πολύ, υποστήριξε ότι αυτή δεν επιφέρει αύξηση στις αρχικές τους απολαβές αλλά εξομάλυνση έναντι προηγουμένων μειώσεων. Λες και η μη μείωση του μισθού δεν συνιστά ευεργετικότερη αντιμετώπιση για όσους εξαιρούνται.
" Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις αυτής της απόφασης προκαλείται
δαπάνη, το ύψος της οποίας δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί (!!!)"
Προφανώς και με ενοχλεί η ουσία της υπόθεσης. Περισσότερο όμως με δυσαρεστεί η προχειρότητα και η υποκρισία.
Για να γίνω σαφέστερος, δεν μπορώ να πιστέψω ότι σε μία χώρα που υποχρεώθηκε σε συντεταγμένη χρεοκοπία μπορεί κάποια ομάδα εργαζομένων να απολαμβάνει διακριτικής αντιμετώπισης. Ακόμα και αν τη δικαιούται, η ορθολογική διαχείριση της τρέχουσας κατάστασης επιβάλλει την αποκατάστασή της μόλις διαφανούν τα πρώτα σημεία ανάκαμψης.
Γνωρίζω τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες καλούνται να εργαστούν οι συνάδελφοι δικηγόροι του Δημοσίου και το δαιδαλώδες θεσμικό πλαίσιο νόμων, αποφάσεων και εγκυκλίων που καλούνται να τιθασεύσουν για την ευδόκιμη εκπροσώπηση των φορέων τους. Λέω απλά ότι ακόμα και αν η αμοιβή τους υπολείπεται του έργου που τους ανατίθεται, το δικαιότερο θα ήταν να αυξηθεί κατά 10-15% ο αριθμός των δικηγόρων του Δημοσίου και όχι η αποζημίωσή τους. Να απορροφούνταν, έτσι, το ανάλογο ποσοστό από τους χειμαζόμενους ομολόγους τους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι και θα επωμίζονταν μέρος του φόρτου εργασίας.
Το προκλητικότερο όλων όμως είναι ότι προφανώς δε συνειδητοποιήσαμε τα αίτια και τις πρακτικές που μας οδήγησαν στην οδυνηρή κατάσταση που βιώνουμε. Αβίαστα νομίζω προκύπτει το παραπάνω συμπέρασμα από τη διαλαμβανόμενη στην απόφαση φράση ότι, από αυτήν προκαλείται δαπάνη στον προϋπολογισμό, το ύψος της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί!
Κατά πρώτον, γιατί να μη μπορεί να υπολογιστεί και κατά δεύτερον, πως παίρνεται μια απόφαση με απροσδιόριστες συνέπειες;
Προσφάτως δεν μετρήσαμε τους υπαλλήλους αυτού του κράτους; Δεν έχει τα στοιχεία της μισθοδοσίας ο κ Σαχινίδης στο Γενικό Λογιστήριο; Δεν ξέρουμε την υπηρεσιακή τους κατάσταση; Πως γίνεται μια ιδιωτική επιχείρηση με παραρτήματα σε περισσότερες πόλεις ή και κράτη να μπορεί να προϋπολογίσει επακριβώς τις οικονομικές επιπτώσεις κάποιων μισθολογικών μεταβολών στο προσωπικό της και αυτό το κράτος να αδυνατεί να τις εκτιμήσει ....έστω και κατά προσέγγιση;
Ακόμα όμως και αν για τον οποιονδήποτε ακατανόητο λόγο δεν είναι δυνατή η προμέτρηση του κόστους, πως είναι δυνατό να επιβαρύνεται ο τρέχων αλλά και κάθε επόμενος προϋπολογισμός με ένα αν-υπολόγιστο βάρος; Αυτή δεν ήταν μία από τις πρακτικές που μας οδήγησαν σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό;
Αντιλαμβάνομαι ότι κάθε κυβέρνηση και κάθε υπουργός θέλουν να γίνονται συμπαθείς με την ικανοποίηση συλλογικών αιτημάτων. Καλύτερα όμως να είναι χρήσιμοι παρά αρεστοί. Ο στόχος της οικονομικής πειθαρχίας και δημοσιονομικής εξυγίανσης έχει ως βασική του παράμετρο όχι μόνο τη φειδωλή αλλά κυρίως τη δίκαιη και ορθολογική διαχείριση.
ο Στάθης Κωνσταντινίδης είναι Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής*