τις άλλες υποψηφιότητες. Εκτός αυτού, ο Βενιζέλος κληρονομεί όχι το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ, αλλά ένα πολιτικά–εκλογικά αποδομημένο κόμμα με άθλια εικόνα στην κοινωνία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν ισχύει πια το παλαιό δόγμα ότι, εάν καθίσεις στον θρόνο του ΠΑΣΟΚ, αργά ή γρήγορα, θα καθίσεις και στον πρωθυπουργικό θώκο.
Το σημερινό ΠΑΣΟΚ μόνο το όνομα έχει κοινό με το ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου. Πριν από 38 χρόνια, ο Ανδρέας Παπανδρέου εκμεταλλεύθηκε με διορατικότητα το ριζοσπαστικό κύμα που σάρωσε την Ελλάδα μετά το 1972, επέτυχε τη συσπείρωση του κατακερματισμένου χώρου της Kεντροαριστεράς και εξ αυτού συσσωμάτωσε σοσιαλιστικό κόμμα εξουσίας. Ηταν ένα έργο χωρίς προηγούμενο και, βεβαίως, ένα αμύθητο πολιτικό κληροδότημα στους επιγόνους του.
Η ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με αυτό το κύμα του αριστερόστροφου μικροαστισμού εκτόξευσε το ποσοστό του από το 13% του 1974 στο 48% του 1981. Σήμερα, συντελείται η αντίστροφη πορεία. Το ΠΑΣΟΚ χάνει την προνομιακή πολιτική εκπροσώπηση της Kεντροαριστεράς, με αποτέλεσμα όχι μόνο την κατολίσθηση της εκλογικής επιρροής του, αλλά και τον κερματισμό του.
Στην πραγματικότητα, το ΠΑΣΟΚ ενηλικιώθηκε ασκώντας την εξουσία. Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε πολιτικός γενάρχης και όχι πολιτικός μάνατζερ. Ανήκει στην κατηγορία των ηγετών, που ιονίζουν τις κοινωνικές δυνάμεις, που προκαλούν έντονα πάθη και αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη στη συλλογική συνείδηση. Γι' αυτό και η θυελλώδης σταδιοδρομία του ήταν άνιση, γεμάτη άλματα και ασυνέχειες.
Το «ρεύμα της Αλλαγής» είχε εξαρχής δύο κοινωνικές συνιστώσες, που από ένα σημείο και πέρα άρχισαν να αποκλίνουν:
• Η μία συνιστώσα ήταν ανερχόμενα μεσοστρώματα, που λόγω της αριστερής ή κεντροαριστερής προέλευσής τους, επί Ν.Δ. μπορούσαν να φθάσουν μόνο μέχρι τις παρυφές της εξουσίας. Γι' αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, το ΠΑΣΟΚ ήταν το όχημα και ο πολιορκητικός κριός για να αλώσουν το «φρούριο».
• Η δεύτερη συνιστώσα ήταν οι φτωχοί της ελληνικής κοινωνίας, που η ανασφάλεια τους έκανε να δουν στο ΠΑΣΟΚ το κόμμα που θα τους προστάτευε.
Τα συμφέροντα των δύο αυτών κοινωνικών δυνάμεων άρχισαν από νωρίς να αποκλίνουν. Από το 1988 και μετά, τα μεσοστρώματα που ευνοήθηκαν κοινωνικοοικονομικά άρχισαν να αυτονομούνται. Το σκάνδαλο Κοσκωτά λειτούργησε σαν καταλύτης. Μετά την περιπέτεια των παραπομπών (1989) και της δίκης, ο Ανδρέας Παπανδρέου
επανήλθε στην εξουσία. Παρ' ότι η διακυβέρνηση της περιόδου 1993–96 σφραγίστηκε από εξωτερικά στοιχεία έντονης παρακμής, είχε σημαντικές θετικές πτυχές.
Η εκλογή του Κώστα Σημίτη στην πρωθυπουργία (Ιανουάριος 1996) οφείλεται κυρίως στην απήχηση της «εκσυγχρονιστικής» επαγγελίας του. Ηταν αυτός που εξέφρασε πολιτικά τα συμφέροντα των ανερχόμενων μεσοστρωμάτων και του κόσμου της αγοράς. Γι' αυτό και ο σημιτικός «εκσυγχρονισμός» διείσδυσε εκλογικά στην Κεντροδεξιά. Από την άλλη πλευρά, όμως, η στροφή αυτή αποδυνάμωσε την παραδοσιακή σχέση του ΠΑΣΟΚ με τα λαϊκά στρώματα.
Ο Σημίτης παρέμεινε στο τιμόνι για οκτώ χρόνια. Ο απολογισμός της διακυβέρνησής του είναι έντονα αντιφατικός. Υπάρχουν φωτεινά και μελανά σημεία. Αναμφισβήτητο είναι, όμως, το ότι το ΠΑΣΟΚ μεταλλάχθηκε. Το 2004, με μια διαδικασία που θύμισε δυναστική διαδοχή, παρέδωσε το «δαχτυλίδι» στον Γιώργο Παπανδρέου.
Ο μύθος του «νικηφόρου πρίγκιπα», όμως, γρήγορα υπέστη ρήγματα. Η όλη στάση του έδινε την εντύπωση ενός μετέωρου βήματος. Δεν ταύτισε την ηγεσία του με μια νέα προγραμματική πρόταση για τη χώρα. Αυτός είναι ο λόγος που έχασε τις εκλογές του 2007 παρότι είχε απέναντί του μια φθαρμένη κυβέρνηση (Καραμανλή). Εκείνες οι εκλογές κρίθηκαν κυρίως από την αδυναμία του Γιώργου Παπανδρέου να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει παραγωγικότερα από τον αντίπαλό του.
Μετά τη βαριά εκλογική ήττα, η παράταξη έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στον Γιώργο Παπανδρέου. Ο Βενιζέλος ηττήθηκε, επειδή αυτοπροβλήθηκε μόνο σαν ικανότερος να ηγηθεί του «πράσινου τσούρμου» στην επίθεση εναντίον του κάστρου της εξουσίας. Υποτιμώντας τη βαθύτερη ουσία της πολιτικής και δίνοντας έμφαση στη μηχανική της εξουσίας, προσέφερε πολύτιμο δώρο στον αντίπαλό του. Από τη στιγμή που δεν έδωσε την εσωκομματική μάχη στο επίπεδο των προτάσεων, επικράτησαν τα απολίτικα κριτήρια του κόμματος–φυλής. Ευνοήθηκε, λοιπόν, αυτός που ήταν «πάνω στ' άλογο» και που, επιπλέον, είχε το σωστό όνομα! Τα υπόλοιπα είναι ιστορία...
πηγη:ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ