στη χώρα μας, ενώ οι όψιμες καταγγελίες τους για τον νεοφασισμό δύσκολα μπορούν να μην αφήσουν περιθώρια για πικρόχολα σχόλια και δεύτερες σκέψεις εν όψει των εκλογών της 6ης Μαΐου.
Είναι πράγματι εύκολο να συμπεράνει κανείς τα βασικά στοιχεία του προφίλ ενός νεοναζί στη χώρα μας (νεοναζί βέβαια δεν είναι όσοι δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν Χρυσή Αυγή...). Πρόκειται για άτομα που γαλουχήθηκαν με οικογενειακές ακροδεξιές, χουντικές, βασιλικές και φασιστικές ιδέες, για άτομα που αυτοανακηρύσσονται υπερήρωες κι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως σωτήρες του έθνους και των ιδεωδών του.
Παρόλα αυτά, η ειλικρίνεια της καταδίκης και οι αντιδράσεις για την επίθεση, από όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου και από τα ΜΜΕ, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, και στο κάτω - κάτω δεν υπάρχει και λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Στη βάση όμως όλων αυτών των ανακοινώσεων και των καταγγελιών καραδοκεί μια παγίδα, που σαν Αριστερά τουλάχιστο πρέπει να προσεχτεί.
Στις αναφορές των ημερών, κοινός τόπος υπήρξε η αναφορά στις φασιστικές θέσεις της Χρυσής Αυγής και το βεβαρημένο ιστορικό των στελεχών της, ενώ παρατηρούνται τα νεοναζιστικά φαινόμενα του καιρού μας και καταδικάζονται οι εφιάλτες του παρελθόντος που καραδοκούν. Παράλληλα, σημειώνεται η δημοκρατική παράδοση του λαού μας και η μάχη που έδωσε κατά του φασισμού, για να επισημανθεί ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει γόνιμο τοπίο για να ανθίσουν οι νοσταλγοί του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Μεταξά και της 21ης Απριλίου.
Πραγματικά, παρά τη δημοσκοπική αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής κι άλλων πιο λάιτ εκδοχών της ακροδεξιάς, ο φασισμός ως ιστορική ιδεολογία που έβαψε στο αίμα όλη τη Γηραιά Ήπειρο, που κατάφερε σε Ιταλία και Γερμανία να οργανώσει πλατιά λαϊκά στρώματα, να ισοπεδώσει αρχές και αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, να κατακτήσει την εξουσία -εκφασίζοντας τους θεσμούς της-, να κηρύξει τον πόλεμο σε όλη την Ευρώπη και τη μισαλλοδοξία να επιτεθεί στον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και να δημιουργήσει κολαστήρια συγκέντρωσης, δεν είχε ποτέ και συνεχίζει να μην έχει πέραση στη χώρα μας.
Φασίστες και νεοναζί πάντα υπήρχαν στον τόπο μας, όχι όμως και φασισμός, καθώς η αδυναμία του να αποκτήσει κοινωνική γείωση δεν είναι πρόσφατη, αλλά και σε προνο μιακές εποχές, όπως επί στρατιωτικής δικτατορίας, δεν κατόρθωσε να το πετύχει. Σήμερα αντίθετα, στο ρευστό και ασταθές πολιτικό σκηνικό, στην απόγνωση και την οργή που γεννάει το μνημονιακό τοπίο, στον λαϊκισμό που κερδίζει έδαφος, η Χ.Α. παίρνει πόντους, ενώ επωφελείται από το ανοιχτό γήπεδο που τις παραχώρησαν για χρόνια ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., από το ζήτημα του μεταναστευτικού και τα στραβοπατήματα της άλλης ακροδεξιάς, στην πιο «λάιτ» μορφή της, του ΛΑΟΣ. Βέβαιο επίσης είναι ότι ηΧ.Α. θα επιχειρήσει να καρπωθεί το θετικό αποτέλεσμα της Λεπέν στη Γαλλία και να το φέρει στα μέτρα της ελληνικής πραγματικότητας.
Για να επανέλθουμε ωστόσο στο θέμα μας, εκείνο που φαίνεται να προέχει στις επίσημες ανακοινώσεις και τους δημόσιους λόγους των κομμάτων και των πολιτικών προσώπων -που, αλίμονο, καλώς εκφωνούνται και βγαίνουν- είναι ο εξορκισμός ενός σκοτεινού παρελθόντος και μιας πολιτικής αντίληψης που κινείται μεταξύ αορίστου και μελλοντικού χρόνου. Ταυτόχρονα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρουσιάζονται από τους «χρήστες» τους εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για να επισημανθεί ο κίνδυνος των δολοφόνων της ακροδεξιάς οργάνωσης, διακωμωδείται ο δείκτης ευφυΐας και η εξωτερική εμφάνιση των «χρυσαυγάδων».
Ταυτόχρονα εξαπλώνεται ο φόβος απέναντι στη φασιστική δημαγωγία, με ένα όμως ύφος ότι όλα αυτά αποτελούν σημάδια μεταδοτικής νόσου, στο πλαίσιο της οποίας οι μάζες είναι έτοιμες, λόγων των καιρών, να μπουν στο μαντρί του Μιχαλολιάκου, ότι η βία και το αίμα μπορούν να συναρπάσουν την απαθή κοινωνία μας και ότι εν τέλει τα αρχέγονα και βάρβαρα ένστικτα του ανθρώπου θα επικρατήσουν της λογικής και της σκέψης.
Επιστρέφουμε έτσι σε μια ψυχολογική ερμηνεία του φαινομένου της ακροδεξιάς και του φασισμού και σε μια ιεροτελεστική αντιμετώπιση του ζητήματος που, εκτός της εύκολης ανάγνωσης και της αυτοκάθαρσης που αποπνέει, οδηγεί παράλληλα στον αποπροσανατολισμό, μέχρι και την επανάπαυση.
Είναι πράγματι εύκολο να συμπεράνει κανείς τα βασικά στοιχεία του προφίλ ενός νεοναζί στη χώρα μας (νεοναζί βέβαια δεν είναι όσοι δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν Χρυσή Αυγή...). Πρόκειται για άτομα που γαλουχήθηκαν με οικογενειακές ακροδεξιές, χουντικές, βασιλικές και φασιστικές ιδέες, για άτομα που αυτοανακηρύσσονται υπερήρωες κι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως σωτήρες του έθνους και των ιδεωδών του. Στο στόχαστρο αυτών βρίσκεται πάντα ο αδύναμος (μετανάστες, γυναίκες κ.λπ.), ενώ οι εκδηλώσεις του νευρωτικού ξεσπάσματός τους έχουν να κάνουν με επιθέσεις μισαλλοδοξίας και δολοφονικά χτυπήματα, διανθισμένες από εικόνες μίμησης που χρόνια τώρα προσφέρουν απλόχερα η βιομηχανία της υποκουλτούρας και η κουλτούρα των ΜΜΕ.
Σε αυτό το επίπεδο, η καταδίκη είναι εύκολη. Εύκολη και η νίκη. Το δύσκολο όμως που παραμένει είναι ο καθημερινός και ύπουλος «φασισμός» που κολυμπάει σαν ψάρι στα θολά νερά της οικονομικής κρίσης, που διαπερνά την ανθρώπινη ψυχή αθόρυβα και φωλιάζει εκεί. Πρόκειται για έναν «φασισμό» που για χρόνια βρίσκεται στην κεφαλή της εξουσίας, για έναν «φασισμό» που έχει ανοίξει την πόρτα του σπιτιού μας κι έχει στρογγυλοκαθίσει στο σαλόνι μας. Για έναν νεοφασισμό που πατάει στον ρατσισμό, στην ξενοφοβία, τον εθνικισμό, τον σεξισμό. Που έρχεται για να παραμείνει μέσα από καθημερινές διαδικασίες, που γίνεται αποδεκτός και ηγεμονικός.
Χωρίς τη διάθεση να παραδοθούμε στην ιδεολογία του «πανφασισμού» που για χρόνια βρισκόταν στην πρώτη γραμμή αριστερών και αντιεξουσιαστικών ομάδων και ο οποίος είχε καταντήσει να θεωρεί φασιστικό κάθε τι που δεν ήταν αριστερό, οφείλουμε να δούμε σοβαρά πλέον τι γίνεται με αυτόν τον καθημερινό «φασισμό», που εν τέλει είναι φασισμός. Ο άλλος φασισμός, του Γ' Ράιχ, είναι νεκρός και ευτυχώς η... Ανάσταση πέρασε.