Ειδικότερα, Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε ότι η αναγραφή της «διαγωγής» των μαθητών στα απολυτήρια παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Έκρινε επίσης ότι η δήλωση των γονέων για την απαλλαγή από το μάθημα θρησκευτικών πρέπει να γίνεται με απλή επίκληση λόγων συνείδησης (κι όχι «θρησκευτικής» συνείδησης) όπως αναγράφει η εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο Βασίλη Σωτηρόπουλο ο οποίος εκπροσωπούσε μαθητή, η Αρχή με την απόφαση 32/2020, υπέβαλε την διάταξη του υπουργείου Παιδείας για την διαγωγή σε έλεγχο συμβατότητας προς το Ευρωπαϊκό δίκαιο, δηλαδή προς τον GDPR και έκρινε ως εξής:
«Ο χαρακτηρισμός της διαγωγής των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχει πράγματι παιδαγωγικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην αξιολόγηση της συμπεριφοράς των μαθητών, στην επιβράβευση της προσήκουσας συμπεριφοράς ή στον εντοπισμό ενδεχόμενων προβλημάτων και στην καλύτερη παιδαγωγική αντιμετώπισή τους στο πλαίσιο της σχολικής ζωής. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο χαρακτηρισμός της διαγωγής ενός μαθητή και η διατήρησή της στο σχολικό αρχείο εξυπηρετούν θεμιτούς σκοπούς και δεν προσκρούουν στη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Ωστόσο, οι απολυτήριοι τίτλοι και τα πιστοποιητικά σπουδών, συνιστούν έγγραφα αποδεικτικά της φοίτησης, της επίδοσης και της ολοκλήρωσης ενός σταδίου εκπαίδευσης των μαθητών. Κατά συνέπεια, η αναγραφή της διαγωγής στους τίτλους σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 5 του ΓΚΠΔ, καθόσον πρόσβαση στα έγγραφα αυτά χορηγείται και σε τρίτα πρόσωπα/αρχές, η δε αναγραφή της διαγωγής δεν είναι αναγκαία και ανάλογη του επιδιωκόμενου και εξυπηρετούμενου σκοπού αυτών των τίτλων, ο οποίος είναι η πιστοποίηση της φοίτησης και επίδοσης των μαθητών και της ολοκλήρωσης της εκπαίδευσής τους».
«Περαιτέρω», συνεχίζει Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η «αναγραφή της διαγωγής στους τίτλους σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε αρνητικές αξιολογήσεις για την προσωπικότητα των μαθητών/τέως μαθητών εκ μέρους τρίτων προσώπων που θα έχουν νομίμως πρόσβαση στους τίτλους αυτούς. Επειδή δε η διαγωγή αποτυπώνει την αξιολόγηση των αρμόδιων σχολικών οργάνων για τη συμπεριφορά του μαθητή κατά τη διάρκεια του σχολικού του βίου, η αναγραφή της διαγωγής μετά την αποφοίτηση του μαθητή στον τίτλο σπουδών του ενδέχεται να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις όσον αφορά τη μεταγενέστερη συμπεριφορά και προσωπικότητα του μαθητή που μπορεί να έχει αλλάξει μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο. Υπό το πρίσμα αυτό, μετά την αποφοίτηση του μαθητή από το σχολείο η αναγραφή της διαγωγής στους τίτλους σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθίσταται πλέον ανεπίκαιρο δεδομένο, η διατήρηση του οποίου δεν δικαιολογείται –κατά τα προεκτεθέντα- με βάση τους επιδιωκόμενους από τους σκοπούς που επιδιώκονται με τους τίτλους σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οίκοθεν νοείται ότι εάν ο αποφοιτήσας μαθητής-υποκείμενο των δεδομένων επιθυμεί τη χορήγηση βεβαίωσης για τη διαγωγή του, μπορεί να το ζητήσει ειδικώς με αίτησή του προς τη διεύθυνση του σχολείου και η τελευταία υποχρεούται να τη χορηγήσει».
«Αυτό σημαίνει τώρα ότι το Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων θα πρέπει να εισάγει νέα διάταξη στην Βουλή για να καταργήσει το αντίθετο στο ευρωπαϊκό δίκαιο άρθρο 5 του νόμου του 2020. Διαφορετικά, οι θιγόμενοι θα έχουν δικαίωμα αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο για παραβίαση των προσωπικών δεδομένων που τους αφορούν» σχολιάζει ο δικηγόρος.