Ο Μέρτεν υπήρξε ανώτατος εισαγγελέας της ναζιστικής Γερμανίας που έφερε τον βαθμό του λοχαγού, και υπηρέτησε στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1942-1944, ως σύμβουλος της στρατιωτικής διοίκησης της πόλης, όπου και ανέλαβε τη γενική εποπτεία της δίωξης των Εβραίων της Μακεδονίας. Ήταν ο άνθρωπος που υπέγραψε τη μεταφορά των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο κολαστήριο του Άουσβιτς, γι’ αυτό και αποκαλείται «Δήμιος της Θεσσαλονίκης» ή «Χασάπης της Θεσσαλονίκης», ενώ είχε ευθύνη για αναρίθμητες αρπαγές και λεηλασίες των περιουσιών τους, που η συνολική τους αξία ξεπερνούσε τα 125.000.000 χρυσά φράγκα, ποσό τεράστιο για την εποχή. Ένα τμήμα του θησαυρού αυτού στάλθηκε στη Γερμανία και το υπόλοιπο θάφτηκε κάπου στη Βόρειο Ελλάδα, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Μετά τη λήξη του πολέμου συνελήφθη από τους Αμερικανούς στην κατεχόμενη Γερμανία. Το 1946 οι Αμερικανοί πρότειναν την παράδοσή του στις ελληνικές αρχές, στο πλαίσιο της συμφωνίας που οι Σύμμαχοι είχαν υπογράψει το 1943 για την παράδοση των εγκληματιών πολέμου στις χώρες διάπραξης των εγκλημάτων τους. Η ελληνική πλευρά, δια του Έλληνα στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο, στρατηγού Ανδρέα Υψηλάντη, πρότεινε την απελευθέρωσή του λόγω της άμεμπτης συμπεριφοράς του και των ανεκτίμητων υπηρεσιών του προς την Ελλάδα… Το 1957 ο Γερμανός εγκληματίας έφθασε στην Ελλάδα το για να καταθέσει σε δίκη τού πρώην διερμηνέα του με την επίσημη ιδιότητα υψηλόβαθμου στελέχους του υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας. Για τις κατηγορίες εναντίον του ποτέ δεν είχε συλληφθεί προκειμένου να προσαχθεί στο Δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου παρότι εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης από το 1947.
Με την προφυλάκισή του ξεσπά αμέσως ένα διπλωματικό θρίλερ ανάμεσα σε Ελλάδα και Γερμανία, μία σειρά πολυάριθμων τότε παραστάσεων και διαβημάτων του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα στο Υπουργείο Εξωτερικών και Δικαιοσύνης που ζητούσε την άμεση αποφυλάκισή του. Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην αρχή έδειξε αμήχανη και στη συνέχεια υποχώρησε στις πιέσεις του καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ, καθώς σε λίγο χρόνο (φθινόπωρο 1958) αναμενόταν η σύναψη δανείου της Ελλάδος ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων. Έτσι, ψηφίζει Νομοθετικό Διάταγμα, «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου». Αναφορές στο νομικό εκείνο έκτρωμα δημοσίευσαν πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ οι Times λοιδορώντας την Ελλάδα έγραφαν: «Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της». Αλλά και στο εσωτερικό οι αντιδράσεις πολλών βουλευτών ήταν επίσης έντονες, ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Ηλία Τσιριμώκου και του Σταύρου Ηλιόπουλου που κατηγόρησαν την κυβέρνηση για υποχώρηση και ενδοτικότητα. Η δίκη του Μαξ Μέρτεν ξεκίνησε στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 και διήρκεσε περισσότερες από 20 ημέρες. Στην απολογία του ο Μαξ Μέρτεν υποστήριξε, αντί των κατηγοριών, ότι ο λόγος που επισκέφθηκε την Ελλάδα δεν ήταν άλλος από το να συναντήσει παλιούς του φίλους από την Κατοχή… Στις 5 Μαρτίου του 1959 ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε την ετυμηγορία της ενοχής του βάσει της οποίας καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη.
Τελικά, το φθινόπωρο του 1959, με νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. και το οποίο ψηφίστηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1959, ο Μέρτεν αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα. Ευθύς μετά την άφιξή του στη Δυτική Γερμανία συνελήφθη με ένταλμα των γερμανικών δικαστικών αρχών και ύστερα από έντεκα ημέρες ανάκρισης, αφέθηκε ελεύθερος.
Ο ανακριτής αποφάσισε να παραμείνει ελεύθερος με τον όρο να παρουσιάζεται στην αστυνομία δύο φορές την εβδομάδα… Οι δικαστικές διαδικασίες συνεχίστηκαν και ανεστάλησαν έπειτα από επτά χρόνια, ως «άκαρπες», παρά την παραγωγή δεκαπέντε μεγάλων φακέλων χιλιάδων σελίδων…