«Καταθέσαμε δύο τροπολογίες (για τον ΑΔΜΗΕ).
Η μία τροπολογία είναι αυτή με την οποία η Βουλή έχει λόγο για το σχέδιο πώλησης, δηλαδή το σχέδιο διακήρυξης. Εκεί θα δούμε εάν πραγματικά κατοχυρώνουμε το δημόσιο συμφέρον και βάζουμε τις ρήτρες σ' αυτόν που αγοράζει, για να αποδείξουμε ότι είναι επενδυτής και όχι αγοραστής κάποιων δικτύων. Εκεί θα κατοχυρωθεί αυτός ο χαρακτήρας.
Η δεύτερη τροπολογία λέει ότι η ΔΕΗ δεν βάζει σε κάποια μαύρη τρύπα τα λεφτά, αλλά υποχρεωτικά τα βάζει σε επενδυτικό της πρόγραμμα.
Αυτό είναι το κεντρικό ζητούμενο που κάνει την ποιοτική διαφορά. Μετατοπίζει δηλαδή τον άξονα από μία συζήτηση περί πώλησης, ξεπουλήματος ή εκποίησης, σε μια συζήτηση για επενδύσεις.
Με το σημείο αυτό αδιαπραγμάτευτο πρέπει να αναφέρω τα εξής:
Πρώτον, ο διαχωρισμός των δικτύων από τους παρόχους γενικά έχει διεθνώς ένα απολύτως θετικό πρόσημο.
Δεύτερον, δεν πωλείται το 66%, γιατί το δημόσιο κατέχει με έμμεσο τρόπο το 51% και κρατάει το 34%. Κρατάει τη λεγόμενη «χρυσή μετοχή», όπως ορίζεται από τον Ν.2190 περί ανωνύμων εταιρειών.
Τρίτον, κατοχυρώνουμε -και είπα πώς διπλοκλειδώνουμε- επενδύσεις που υπερβαίνουν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ, ό,τι δηλαδή χρειάζεται η πατρίδα μας σήμερα.
Τέταρτον, οι επενδύσεις αυτές βελτιώνουν άμεσα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών -το δεύτερο κεντρικό πρόβλημα της χώρας, δίπλα στο δημοσιονομικό της πρόβλημα- αφού για την ηλεκτροδότηση των Κυκλάδων και της Κρήτης επιβαρύνεται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με ποσά που υπερβαίνουν κατά πολύ τα 600 εκατομμύρια ευρώ, ετησίως. Μέχρι και 1 δισεκατομμύριο ευρώ φτάνουν κάποιες χρονιές τα ποσά που δαπανώνται σε εισαγωγές καυσίμων προκειμένου για να ηλεκτροδοτηθούν αυτές οι περιοχές.
Πέμπτον, η χώρα έχει περιβαλλοντικές υποχρεώσεις. Έχουμε θεαματική βελτίωση από την ουσιαστική απόσυρση μονάδων που καίνε πετρέλαιο και μαζούτ.
Έκτο, κάνουμε ένα αποφασιστικό βήμα στην ασφάλεια εφοδιασμού σε δύο σημεία της χώρας, σε Κυκλάδες και Κρήτη, που είναι οι ναυαρχίδες του ελληνικού τουρισμού. Ξεχνάμε την περιπέτεια της Σαντορίνης και πόσο κόστισε; Τελειώνει αυτή η ανασφάλεια σε δύο νευραλγικής σημασίας σημεία της χώρας για τον τουρισμό, ο οποίος είναι γνωστό πόσο εισφέρει σε αυτή τη χώρα.
Έβδομο, Πρακτικά περνάμε σε ψυχρή εφεδρεία πετρελαϊκές μονάδες, όπως είπα, χιλίων μεγαβάτ -εννιακοσίων εβδομήντα μεγαβάτ για την ακρίβεια- όταν το κεντρικό ενεργειακό πρόβλημα της χώρας είναι η υπερεπάρκεια ισχύος. Όχι απλά δεν κοστίζει, αλλά κάνουμε και κάτι καλό. Βοηθάμε να μπουν ευκολότερα υφιστάμενες μονάδες που σήμερα είναι πρακτικά έξω από τον ανταγωνισμό. Είναι μόνο καλό.
Τέλος, η ΔΕΗ έχει σοβαρή ανάγκη από ένα επενδυτικό πρόγραμμα για τον εκσυγχρονισμό και την αντικατάσταση μονάδων, ενδεχομένως χαμηλότερης ισχύος, οι οποίες, όμως, θα αξιοποιούν τον λιγνίτη με πολύ υψηλότερο βαθμό απόδοσης, κάτι που είναι εθνική μας υποχρέωση, είναι εθνική πολιτική. Γιατί ο λιγνίτης είναι το εθνικό μας καύσιμο.
Με την τροπολογία που έγινε αποδεκτή από τον κύριο Υπουργό βοηθούμε αποφασιστικά τη ΔΕΗ -με τα λεφτά που θα εισπράξει από την πώληση του συγκεκριμένου της μεριδίου- να εκπονήσει ένα σοβαρό επενδυτικό πρόγραμμα από το οποίο θα είναι πολλαπλά ωφελημένη και η ίδια ως επιχείρηση, πολύ, δε, περισσότερο το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας και τελικά οι Έλληνες πολίτες.
Με αυτή την οπτική ψηφίζουμε το νομοσχέδιο»