Επικοινωνία

Μπορείτε να στείλετε το κείμενο σας στο info@vetonews.gr & veto910@otenet.gr. Τηλ. 6947323650 ΓΕΜΗ 165070036000 On Line Media 14499

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Παρασκευή, 21 Νοεμβρίου 2014 21:14

Το ΠΟΤΑΜΙ για την ενέργεια, σιγή ιχθύος για τους λιγνίτες στην Δυτική Μακεδονία

Η Ελλάδα σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να επαναπαυτεί στο γεγονός ότι, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απολαμβάνει κάποια προνόμια

και μέτρα προστασίας, αλλά θα πρέπει να διεκδικεί συνεχώς τη θέση της μέσα στην Ένωση και στους εταίρους της.

Σε γενικές γραμμές, οι ενεργειακές προτεραιότητες της Ελλάδας συνδέονται άρρηκτα με τους εξής πέντε άξονες: 1) Εξωτερική πολιτική και Ευρωπαϊκές σχέσεις, 2) Εκμετάλλευση εγχώριου ορυκτού πλούτου, 3) Κόστος ηλεκτρικής ενέργειας καταναλωτή 4) Περαιτέρω ανάπτυξη ΑΠΕ και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής 5) Αειφόρος ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα.

Βασική ενεργειακή προτεραιότητα για την Ελλάδα είναι μια ισχυρή διπλωματία, που να υποστηρίζεται από μια σταθερή Κυβερνητική δομή, η οποία θα εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα των ενεργειακών μας συνεργασιών και την αποτροπή κρίσεων, που θα είχαν άμεση επίπτωση στην επάρκεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Οι διασυνοριακοί αγωγοί Φυσικού Αερίου TAP (Trans Adriatic Pipeline) και ο IGB (Interconnector Greece-Bulgaria), τοποθετούν την Ελλάδα στο επίκεντρο του Βαλκανικό-Τουρκικού ενεργειακού παζλ, ενισχύοντας το γεωστρατηγικό της εκτόπισμα. Αποτελούν δε γεωπολιτικό πλεονέκτημα, στις όποιες διαπραγματεύσεις.

Ιδιαίτερα, η διαχείριση των Τουρκικών προκλήσεων στην Κυπριακή ΑΟΖ θα πρέπει να γίνει σε ένα πλαίσιο ουσιαστικής συνεργασίας, τόσο με τους Ευρωπαίους Εταίρους μας, όσο και με τους ενεργειακούς μας συμμάχους (Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος). Η Τουρκική «στρατευμένη» επεκτατική πολιτική, θα πρέπει να βρει απέναντί της ένα ισχυρό αμυντικό τοίχος, που δεν θα της επιτρέψει τη συνέχιση των παρανόμων κινήσεων και την καταπάτηση του διεθνούς δικαίου.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνη της. Η ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ενέργειας φαίνεται επίκαιρη, όσο ποτέ. Όπως τα σύνορά μας δεν είναι απλά ελληνικά, αλλά Ευρωπαϊκά, έτσι και η κοινή ενεργειακή πολιτική θα πρέπει να εξετάζεται ως σύνολο, σε ένα περιβάλλον αλληλεγγύης και ευρύτερου συντονισμού, που θα προάγει την ενεργειακή ασφάλεια και την αποκλιμάκωση των διαφόρων προσχηματικών εντάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να συμμετέχει ενεργότερα και ταχύτερα στο προτεινόμενο μοντέλο σύζευξης αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου (target model) μιας και το αποτέλεσμα θα είναι μείωση του κόστους παραγωγής ενέργειας και κατ’ επέκταση μείωση του κόστους για τον τελικό καταναλωτή.

Η εθνική μας ενεργειακή ασφάλεια όμως, δεν είναι φρόνιμο να στηρίζεται μόνο στο όραμα για ευρωπαϊκή ενεργειακή ολοκλήρωση. Η Ελλάδα θα πρέπει να οχυρώσει και να ενισχύσει το ενεργειακό της «οπλοστάσιο», είτε μιλάμε για στρατηγικά αποθέματα λιγνίτη, είτε για τα πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Έχοντας αυτή την προτεραιότητα πιστεύουμε στην ενεργειακή ώθηση, που θα δώσουν τόσο η 3η δεξαμενή στη Ρεβυθούσα, όσο και η έλευση του TAP.
Αν και δύσκολα θα φαντάζονταν κανείς την Ελλάδα πετρελαϊκό παράδεισο, το ενδιαφέρον μεγάλων πετρελαϊκών ομίλων για τα οικόπεδα στο Ιόνιο και στη Ν. Κρήτη μόνο θετικά μπορεί να μεταφραστεί, αν και με πολλές και μεγάλες καθυστερήσεις. Το κράτος θα πρέπει να εγγυηθεί συγκεκριμένα αντισταθμιστικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, που θα φιλοξενήσουν τις εγκαταστάσεις εξόρυξης υδρογονανθράκων. Οι όποιες ποσότητες υδρογονανθράκων και αν βρεθούν, ας αποτελέσουν στρατηγικό απόθεμα και κληρονομιά για τις μελλοντικές γενεές και όχι πρόσκαιρο δημαγωγικό πυροτέχνημα.
Προτεραιότητα επίσης θα πρέπει να είναι η μείωση του κόστους ενέργειας, που μαστίζει τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις καλούνται να ανταγωνιστούν τις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές με 26% έως και 71% μικρότερο κόστος ενέργειας, τις Τουρκικές που, λόγω της μη συμμετοχής τους στον Ευρωπαϊκό μηχανισμό εμπορίας ρύπων (Emissions Trading Scheme), επιτυγχάνουν ακόμα πιο ανταγωνιστικές τιμές, αλλά και επιχειρήσεις της Κίνας, της Κορέας και γενικά της Ανατολής, που χρόνο με το χρόνο αυξάνουν το κλάσμα ποιότητας/τιμής. Έτσι λοιπόν η φράση «οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να παράξουν Ευρωπαϊκά προϊόντα με Κινέζικες τιμές», θα πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά. Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη της μείωσης του κόστους ενέργειας είναι αρχικά η πλήρης απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου με στόχο τη δημιουργία ελεύθερης και ανταγωνιστικής αγοράς ενέργειας, ώστε να ελαχιστοποιείται η τιμή της ενέργειας προς όφελος των καταναλωτών.

Στη συνέχεια σημαντικό ρόλο παίζει ακόμα η ύπαρξη σταθερού θεσμικού πλαισίου στην ενεργειακή πολιτική, που θα ευνοεί τις συνθήκες ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού. Αυτή η σταθερότητα θα έχει αντίκτυπο όχι μόνο στο κόστος ενέργειας, αλλά και στη γενικότερη εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Εμπιστοσύνη που κλονίστηκε μετά τη μονομερή ακύρωση των 20 ετών συμβολαίων, επενδυτών Φ/Β πάρκων, το γνωστό και ως «new deal». Σε μια εποχή που η επιχειρηματικότητα βάλλεται σε όλα τα επίπεδα, δεν μπορεί το κράτος να οξύνει περαιτέρω το πρόβλημα αθετώντας ήδη υπογεγραμμένες συμβάσεις.

Έτσι λοιπόν, σημαντική προτεραιότητα είναι να υπάρξει σταθερή εθνική στρατηγική για τις ΑΠΕ, την κλιματική αλλαγή και την εξοικονόμηση ενέργειας. Ο πρόσφατος ευρωπαϊκός στόχος για 40% μείωση των εκπομπών C02 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, 27% διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα και 27% εξοικονόμηση ενέργειας έως το 2030 απέσπασε αμφιλεγόμενα σχόλια. Στην Ελλάδα με βάση τα στοιχεία Σεπτεμβρίου 2014, η συνολική εγκατεστημένη ηλεκτρική ισχύς ανέρχεται στα 17,710 ΜW, ενώ η εγκατεστημένη ισχύς από ΑΠΕ (εκτός Υδροηλεκτρικών) ανέρχεται στα 4,477 ΜW. Ήδη μιλάμε για 25,2% διείσδυση ΑΠΕ στην Ελλάδα και ο στόχος για 27% έως το 2030 φαίνεται αρκετά κοντινός. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως το ενδιαφέρον για προσέλκυση επενδύσεων ΑΠΕ θα πρέπει να μειωθεί. Αντιθέτως, οι ΑΠΕ οφείλουν να αποτελούν σημαντικό μέρος του ενεργειακού μείγματος, ενώ συνδέονται άρρηκτα με τις ενεργειακές πηγές, που σε αφθονία διαθέτει η Ελλάδα, όπως ο ήλιος και ο άνεμος.

Έχοντας θωρακίσει τα ενεργειακά μας συμφέροντα και με ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο ενεργειακής πολιτικής, είναι καιρός να οραματιστούμε και να θέσουμε προτεραιότητες για μια πιο «έξυπνη» Ελλάδα. Μια Ελλάδα με νησιά διασυνδεδεμένα με το ηπειρωτικό ηλεκτρικό δίκτυο, με έξυπνα κτήρια, που θα εξοικονομούν ενέργεια με τη βοήθεια έξυπνων μετρητών, έξυπνες πόλεις, που θα συνδυάζουν αρμονικά τις εγκατεστημένες ΑΠΕ με τη βέλτιστη διαχείριση της ζήτησης, αλλά και έξυπνα οχήματα που θα κινούνται με ηλεκτρικούς κινητήρες ή και φυσικό αέριο.

Ας πιστέψουμε επιτέλους στις δυνάμεις μας. Η Ελλάδα διαθέτει και τις γνώσεις και τη δυνατότητα να αναπτύξει τεχνογνωσία και βιομηχανία παραγωγής εξοπλισμού ΑΠΕ. Το έκανε η Δανία και η Ισπανία με την παραγωγή ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών αντίστοιχα. Στη χώρα μας υπάρχουν βιομηχανίες και εξαιρετικό επιστημονικό προσωπικό, που έχουν σημαντική τεχνογνωσία σε τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας. Η ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας ΑΠΕ θα επιτάχυνε την επίτευξη των περιβαλλοντικών και κλιματικών στόχων, αλλά και την ανάπτυξη μιας βιώσιμης οικονομίας με αρκετές νέες θέσεις εργασίας.

Εν κατακλείδι, η Ελλάδα θα πρέπει να απαλλαχτεί απ’ το προσωπείο του αδυνάτου, να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, να αποκτήσει σταθερότητα σε όλα τα επίπεδα και να υλοποιήσει άμεσα αυτές τις προτεραιότητες, πάντα ως ενεργό μέλος της Ευρωπαϊκής ομάδας.

*Ο Γιώργος Μπάλλας είναι μέλος της Επιτροπής Δια Ταύτα και υπεύθυνος του τομέα Ενέργειας

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 21 Νοεμβρίου 2014 21:21