τις προειδοποιήσεις των ειδικών για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη προσαρμογής στην ενεργειακή και κλιματική κρίση. Περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί λόγοι επιβάλλουν άμεση δράση. Το ζητούμενο επομένως της ενεργειακής πολιτικής είναι να διατηρήσουμε την κλιματική μας φιλοδοξία με τους νέους στόχους, χωρίς να θυσιαστεί η ενεργειακή ασφάλεια και αποφεύγοντας την αύξηση του κόστους της ενέργειας.
Πρακτικά δηλαδή, συζητάμε για επιτάχυνση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου, του fit for 55, του REPowerEU με την επιτάχυνση των ΑΠΕ και την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Η ενεργειακή κρίση μετέτρεψε τις ΑΠΕ, την αποθήκευση και την εξοικονόμηση ενέργειας στους βασικούς πρωταγωνιστές του ενεργειακού συστήματος νωρίτερα απ’ ότι προβλεπόταν.
Το κλειδί της μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα με κοινωνικά δίκαιο τρόπο και της επίτευξης των στόχων για το 2030, με παράλληλη ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, είναι τα ΕΣΕΚ. Τα ΕΣΕΚ αποτελούν το κεντρικό εργαλείο στρατηγικού σχεδιασμού στο πλαίσιο του Κανονισμού 2018/1999 για τη Διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης και της Δράσης για το Κλίμα. Ο Κανονισμός αυτός είναι δομικό στοιχείο της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ, σύμφωνα με τη συμφωνία του Παρισιού του 2015 για την αλλαγή του κλίματος.
Τα κράτη- μέλη της Ε.Ε. οφείλουν εντός του Μαρτίου 2023 να ενημερώσουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πορεία υλοποίησης των ΕΣΕΚ, έως τον Ιούνιο του 2023 να παραδώσουν τα προσχέδια της επικαιροποίησης των ΕΣΕΚ και τον Ιούνιο του 2024 να παραδώσουν τα τελικά σχέδια. Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 29.12.2022 (2022/C-495/02), οι επικαιροποιήσεις των ΕΣΕΚ θα πρέπει να λάβουν υπόψη τις εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας και του κλίματος και ειδικότερα τις κατευθύνσεις που θέτει το σχέδιο REPower EU.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστηρίζει τον ορισμό υψηλότερου επιπέδου φιλοδοξίας για την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα το 2045 και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ενεργειακού συστήματος. Επομένως θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στις ΑΠΕ, την αποθήκευση ενέργειας, την ενεργειακή απόδοση, την ενεργειακή ασφάλεια και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Δίκαιη και ισότιμη μετάβαση
Κρίσιμο και καθοριστικό παράγοντα αποτελεί η εξασφάλιση δίκαιης και ισότιμης μετάβασης. Αυτό απαιτεί μέριμνα για μετριασμό των κοινωνικών επιπτώσεων και των επιπτώσεων στην απασχόληση, τη μείωση της ενεργειακής φτώχειας και την εξασφάλιση οικονομικά προσιτής πρόσβασης στην ενέργεια σε όλους, χωρίς να μένει κανείς στο περιθώριο. Επίσης ενσωμάτωση μέτρων μετριασμού στους τομείς της χρήσης γης, της δασοκομίας και της γεωργίας.
Προς επίτευξη των στόχων στο νέο ΕΣΕΚ, θα πρέπει να υπάρχει λεπτομερές σχέδιο χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση των επενδυτικών αναγκών, με έμφαση στις ΜμΕ, Ενεργειακές Κοινότητες (ΕΚΟΙΝ), κυκλική οικονομία κ.τ.λ.
Για εμάς όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να επιτευχθούν με την κοινωνία απούσα. Επομένως η συμμετοχή σε ευρεία και χωρίς αποκλεισμούς διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών, τις τοπικές αρχές, τους κοινωνικούς εταίρους και τα τομεακά ενδιαφερόμενα μέρη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, θεωρείται επιβεβλημένη, όπως είχε πράξει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2018.
Τέλος απαιτείται η διερεύνηση συνεργειών μεταξύ των πέντε διαστάσεων της Ενεργειακής Ένωσης, δηλαδή της ενεργειακής στρατηγικής της ΕΕ - ενεργειακή ασφάλεια, εσωτερική αγορά ενέργειας, ενεργειακή απόδοση, απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές και έρευνα, καινοτομία και ανταγωνιστικότητα - καθώς και η συνεκτίμηση των ειδικών ανά χώρα συστάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου κ.τ.λ.
Στις 18.01.2023 παρουσιάστηκε μέρος της πρότασης επικαιροποίησης του ΕΣΕΚ και από τότε η πρόταση της κυβέρνησης αγνοείται, παραβιάζοντας πλήρως τον Κανονισμό και τις Κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε. Δεν υπάρχει δημοσιοποιημένο κείμενο και μελέτη του ΕΣΕΚ, ούτε έχει προβλεφθεί συντεταγμένη διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών. Η ευρεία δημόσια συμμετοχή προκύπτει ως βασική κατεύθυνση προς τα κράτη μέλη που προβλέπει ότι κατά την επικαιροποίηση του ΕΣΕΚ, πρέπει να παρέχονται στο κοινό αποτελεσματικές ευκαιρίες συμμετοχής και έγκαιρη και χωρίς αποκλεισμούς συμμετοχή σύμφωνα με τη σύμβαση του Aarhus. Η σύμβαση αυτή του «ΟΗΕ» διασφαλίζει τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα.
Τι απουσιάζει από το ΕΣΕΚ
Το ΕΣΕΚ ακολουθεί την σταθερή επιλογή της κυβέρνησης, που είναι υπερκέρδη για λίγους και ακρίβεια για τους πολλούς. Απουσιάζουν ποσοτικοποιημένοι στόχοι για τον τομέα LULUCF (εκπομπές και απορροφήσεις από τις χρήσεις γης, τις αλλαγές χρήσεων γης και τη δασοπονία). Η προβλεπόμενη αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ από 61% στο 80% στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το 2030, απαιτεί την κατασκευή νέων δικτύων και την ύπαρξη του απαιτούμενου ηλεκτρικού χώρου. Οι Οριστικές Προσφορές Σύνδεσης έργων ΑΠΕ στο δίκτυο ανά τεχνολογία, θα πρέπει να συνάδουν με το μίγμα τεχνολογιών, που θα προβλέπει για το 2030 το νέο ΕΣΕΚ.
Με το προτεινόμενο σχέδιο ΕΣΕΚ, δεν επιτυγχάνεται ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας. Το φυσικό αέριο παραμένει στο ενεργειακό μείγμα της χώρας έως το 2050 και μάλιστα η ισχύς των μονάδων αερίου το 2050 είναι μεγαλύτερη από του 2022. Η μείωση της κατανάλωσης του φυσικού αερίου ως το 2030 κατά περίπου 43% σε σχέση με τα επίπεδα του 2020 είναι χαμηλότερη από τον στόχο -64% που θέτει το REPowerEU. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να δίνει βαρύτητα στις σχεδιαζόμενες νέες επενδύσεις για υποδομές φυσικού αερίου. Στο μείγμα ενεργειακής πολιτικής περιλαμβάνονται και οι υδρογονάνθρακες, όπου η κυβέρνηση θεωρεί ότι υπάρχει παράθυρο ευκαιρίας για εξορύξεις τις επόμενες δεκαετίες. Αντί για εξορύξεις, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα θαλάσσια αιολικά πάρκα, ορθά χωροθετημένα, που εξασφαλίζουν αναπτυξιακά, οικονομικά, ενεργειακά και γεωπολιτικά οφέλη.
Αρνητικός είναι και ο στόχος της βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας κατά μόλις 6% το 2030, συγκριτικά με τις προβλέψεις του 2020, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός στόχος, κυμαίνεται μεταξύ 9% και 14.5%. H αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας αποτελεί βασικό παράγοντα του REPowerEU. Δυστυχώς όμως, η κυβέρνηση έχει αποτύχει στα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας.
Μελέτη του Ινστιτούτου της Ευρωπαϊκής Ενεργειακής και Κλιματικής Πολιτικής και της Greenpeace ανέδειξε ότι εάν η δημόσια χρηματοδότηση 1,5 δισ. ευρώ για την επέκταση αγωγών φυσικού αερίου δινόταν για ενεργειακές αναβαθμίσεις κατοικιών, τότε θα προέκυπτε όφελος έως και 800 εκατ. ευρώ σε οικονομικούς και κοινωνικούς όρους για τα νοικοκυριά. Η αντικατάσταση των σχεδιαζόμενων έργων υποδομών αερίου με πρόγραμμα για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών, ανταποκρίνεται και στην Ευρωπαϊκή Αρχή “Energy Efficiency First”, σύμφωνα με την οποία η δημόσια ενίσχυση σε επενδύσεις προσφοράς ενέργειας είναι αποδεκτή (όπως είναι η επέκταση των υποδομών αερίου), εφόσον αυτές έχουν μεγαλύτερο κοινωνικό όφελος από αντίστοιχες επενδύσεις στη ζήτηση ενέργειας (όπως η εξοικονόμηση ενέργειας).
Η ενεργειακή δημοκρατία είναι άγνωστη έννοια για τη κυβέρνηση, και για αυτό υπονομεύει την ανάπτυξη των ΕΚΟΙΝ και των μικρών έργων ΑΠΕ. Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη ότι απουσιάζουν από το ΕΣΕΚ συγκεκριμένοι ποσοτικοί στόχοι για την ανάπτυξη των ΕΚΟΙΝ, όπως για παράδειγμα στα ΕΣΕΚ της Ολλανδίας και της Σκωτίας.
Εν κατακλείδι, η πρόταση επικαιροποίησης του ΕΣΕΚ δεν λύνει κρίσιμα ζητήματα που αφορούν στον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας και δεν προβλέπει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό διακυβέρνησης που θα διευκολύνει τους ενεργειακούς και κλιματικούς στόχους και δεν θα τους υπονομεύει. Το ενεργειακό μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, σέβεται τις βασικές αρχές της ενεργειακής δημοκρατίας - συμμετοχή, διάχυση οφέλους στις τοπικές κοινωνίες με ΕΚΟΙΝ και πλουραλισμό της παραγωγής ενέργειας, διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων – που είναι απαραίτητη προϋπόθεση της αποδοχής της ενεργειακής μετάβασης. Αν δεν εφαρμόσουμε διαρθρωτικά μέτρα μείωσης του κόστους, θα συνεχιστεί ο φαύλος κύκλος επιδομάτων που ενισχύουν το πρόβλημα και όχι τη λύση. Οι πολίτες σύντομα θα κληθούν να επιλέξουν το ενεργειακό μοντέλο που θέλουν.
Διαβάστε το άρθρο της Πέτης Πέρκα στο worldenergynewς ΕΔΩ