προβλήματα στον αγροτικό και κτηνοτροφικό τομέα καθώς και προτάσεις για τη βελτίωσή τους.
Αναφέρθηκα στη χρησιμότητα της ρύθμισης για την νομιμοποίηση των πρόχειρων καταλυμάτων από τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ενώ επεσήμανα πως το ζήτημα αυτό πρέπει να τύχει μιας νέας αποτελεσματικότερης λύσης και μάλιστα άμεσα.
Σημαντική αναφορά έγινε επίσης για τα προβλήματα στην αγροτική οδοποιία, την ανάγκη πόρων για τη συντήρηση αλλα και τις σπατάλες με την ασφαλτόστρωση αγροτικών δρόμων. Στο πλαίσιο αυτό ανέδειξα τις αδυναμίες στη χρηματοδότηση των υποδομών και ζήτησα την ενίσχυσή τους καθώς είναι έργα ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα.
Έθεσα και το μείζον ζήτημα για τους Τοπικούς Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ), καθώς εκεί υφίσταται ένα τεράστιο πρόβλημα αναφορικά με τα προηγούμενα χρέη των οργανισμών, χρέη που εμποδίζουν την ίδια τη λειτουργία τους. Για την επίλυση του προβλήματος αυτού, πρότεινα την ρύθμιση των χρεών και την κάλυψη αυτών εκ μέρους του Κράτους καθώς δεν υπάρχει άλλος προσφορότερος τρόπος για να ξεπεραστεί το εμπόδιο και να τεθούν σε λειτουργία. Ωστόσο, στη συνέχεια θα πρέπει, για τη βιωσιμότητα των ΤΟΕΒ, να τεθούν κανόνες οι οποίοι θα εξασφαλίζουν τη συνέπεια των οικονομικών υποχρεώσεων των χρηστών ενώ θα μπορούσε να προβλεφθεί στο πλαίσιο αυτό και ένας μηχανισμός συμψηφισμού των χρεών με τις ενισχύσεις, έτσι ώστε να μη βρεθούμε ξανά στη δυσάρεστη θέση να καταστούν οι ΤΟΕΒ ανενεργοί.
Αναδείχθηκαν επίσης τα προβλήματα που αφορούν την εκτατική κτηνοτροφία η οποία καλύπτει μεγάλο μέρος του πρωτογενούς τομέα, και παρουσιάστηκαν κοινές προσπάθειες που έγιναν σε διαπεριφερειακό επίπεδο με την Περιφέρεια Ηπείρου. Παρουσιάστηκαν οι ενέργειες που γίνονται για την πιστοποίηση αγροδιατροφικών προϊόντων, όπως το ρεβύθι, το κασκαβαλ, το ξύλο, η κόκκινη φυλή και τα μανιτάρια, καθώς και προηγούμενες ενέργειες που ολοκληρώθηκαν με επιτυχία.
Επιπλέον επεσήμανα την ανάγκη για περαιτέρω στήριξη δράσεων και συγκεκριμένων ενεργειών στον πρωτογενή τομέα με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων, ενώ ζήτησα την άρση της αδικίας στα βιολογικά και να εξεταστεί η αύξηση του ποσοστού ενίσχυσης από το 40% στο 50%, κάτι που ενώ ισχύει για τις λιγότερο ανεπτυγμένες Περιφέρειες σε εμάς δεν υφίσταται. Εξήγησα πως διάκριση αυτή σε βάρος των παραγωγών της Περιφέρειάς μας είναι ανεπίτρεπτη μιας και βασίζεται σε ανακριβείς υπολογισμούς με βάση το ΑΕΠ της περιοχής, το οποίο όμως δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση.
Τέλος αναφέρθηκα σε επιτυχημένα παραγωγικά μοντέλα και βέλτιστες πρακτικές οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση καθώς προάγουν το επιχειρηματικό και συνεργατικό πνεύμα. Στο πλαίσιο αυτό έγινε αναφορά σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των οσπρίων και των αρωματικών φυτών καθώς και στην ανάγκη οι τελευταίες να στηριχθούν από το Κράτος και την Περιφέρεια, πράγμα που πρωτίστως θα συμβάλλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της τοπικής οικονομίας.
Σε διαφορετικό επίπεδο, επεσήμανα το μέγεθος και τη συμβολή που έχουν οι μονάδες εκτροφής γουνοφόρων ζώων στην περιοχή του Βοΐου, της Καστοριάς και των Γρεβενών, μιας και ο κύκλος εργασιών αγγίζει τα τελευταία χρόνια τα 100 εκατομμύρια Ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό περιγράφηκε η ανάγκη δημιουργίας ενός Κέντρου Έρευνας για τα γουνοφόρα ζώα με στόχο τη βελτίωση της παραγόμενης ποιότητας, πράγμα που θα συμβάλλει με τη σειρά τους στον ανταγωνισμό των πρώτων υλών καθώς και των προϊόντων γούνας που παράγονται στην ευρύτερη περιοχή. Σε κάθε περίπτωση, ένας υγιής κλάδος της οικονομίας δεν μπορεί παρά να εναρμονίζεται με πρακτικές αειφορείας και προστασίας του περιβάλλοντος. Μάλιστα οι εν λόγω περιβαλλοντικές πρόνοιες σε μια σύγχρονη οικονομία λειτουργούν προς όφελος της τελευταίας καθώς είναι δυνατό να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίες που ο κλάδος της περιβαλλοντικής διαχείρισης επιφυλάσσει. Έτσι στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκα και στην ιδέα δημιουργίας μονάδων βιομάζας που ως πρώτη ύλη θα μπορούσαν να έχουν τα απόβλητα των μονάδων εκτροφής των γουνοφόρων ζώων.