Υπεύθυνος ΚΤΕ Οικονομικών, Πάρις Κουκουλόπουλος, ως Γενικός Εισηγητής στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής επί του προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2025.
Στην εισαγωγική του τοποθέτηση αναφέρθηκε στη θεσμική αξία της εσωκομματικής εκλογικής διαδικασίας του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, τονίζοντας πως «αποτελεί ζωτική ανάγκη για τη λειτουργία της Δημοκρατίας, η διατύπωση ενός στέρεου αντιπολιτευτικού λόγου απέναντι στα κυβερνητικά δρώμενα και μιας ολοκληρωμένης εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Είναι ένα “βάρος” θεσμικής ευθύνης που το αντιλαμβανόμαστε και το αποδεχόμαστε. Η ποιότητα του προεκλογικού διαλόγου και η άρτια διοργάνωση της διαδικασίας, αποτελεί κεκτημένο όχι μόνο για το κομματικό και πολιτικό σύστημα της Χώρας, αλλά συνολικά για την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία. Το “δέντρο” της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, σε όλο το δυτικό κόσμο, είναι ταυτισμένο με την ανάπτυξη και την ευημερία, συνεπώς έχει τεράστια σημασία να δίνουμε πειστικές απαντήσεις στις ανάγκες της κοινωνίας. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά η πολιτική για να βελτιώσουμε τις ζωές των συμπολιτών μας, αυτή είναι άλλωστε η αποστολή μας, οι άνθρωποι που βρίσκονται πίσω από τους αριθμούς».
Εν συνεχεία, δίνοντας έμφαση στις «ανισότητες που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία, πρωτίστως εις βάρος της υπαίθρου και των μη τουριστικών περιοχών», αντέκρουσε τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς για τον Προϋπολογισμό. «Η Κυβέρνηση επικοινωνιακά προβάλλει 12 αυξήσεις αποδοχών και 12 μειώσεις φόρων, κάνει λόγο για 7 πρωτιές και 7 αλήθειες κ.ο.κ. Θα μπορούσαμε και εμείς από την πλευρά μας αντίστοιχα να απαριθμήσουμε ότι στην αγοραστική δύναμη, στην τιμή του ρεύματος και των καυσίμων, στην παιδική φτώχεια, στους έμμεσους φόρους, στο επενδυτικό κενό, στη χαώδη διαφορά επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, στις άμεσες ξένες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και σε σειρά άλλων μεγεθών δυστυχώς η Ελλάδα κατέχει μία από τις χειρότερες θέσεις πανευρωπαϊκά. Επιλέγουμε να απαντάμε επί της ουσίας με επιχειρήματα και προτάσεις», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι ο πρώτος προϋπολογισμός υπό το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, συνόψισε τις επισημάνσεις που αναλυτικά είχε αναπτύξει κατά την κοινοβουλευτική συνεδρίαση επί του νέου Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού – Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025-2028, ιδίως όσον αφορά το ανώτατο ετήσιο όριο 3% στην αύξηση δαπανών.
Θέτοντας επί τάπητος το πάγιο αίτημα του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής να εξαιρεθούν οι αμυντικές δαπάνες από τον υπολογισμό του ελλείματος, υπογράμμισε πως «η μεγαλύτερη αύξηση που μπορούμε να δώσουμε στους συμπολίτες μας είναι η νίκη στον πόλεμο για το ιλιγγιώδες κόστος ζωής, τη μεγαλύτερη κυβερνητική αποτυχία. Δεν είναι μόνο η ακρίβεια, αλλά σειρά παραμέτρων όπως το κόστος στέγασης που πρώτος έθεσε πριν τρία χρόνια ο Νίκος Ανδρουλάκης, το ενεργειακό κόστος, οι τηλεπικοινωνίες, το χάσμα τραπεζικών επιτοκίων, τα ολιγοπώλια, το ιδιωτικό χρέος που κρατά εγκλωβισμένο τουλάχιστον το 50% της κοινωνίας». Για κάθε παράμετρο, λοιπόν, πρόβαλε επιγραμματικά τις προγραμματικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, όπως το νέο ΕΚΑΣ στους χαμηλοσυνταξιούχους, τις στοχευμένες αυξήσεις στα πεδία της Δημόσιας Υγείας και της Δημόσιας Παιδείας, τη σημασία να αποκτήσει η Χώρα αγροτική, περιφερειακή και βιομηχανική πολιτική, με ριζική αποκέντρωση, μέριμνα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης.
Στο πλαίσιο της τοποθέτησής του, έκανε διακριτή μνεία στην «αναγκαιότητα σταδιακής αποκλιμάκωσης της σχέσης άμεσης – έμμεσης φορολογίας, που πλήττει τα μεσαία και κατώτερα εισοδήματα», καθώς και στα «μέτωπα που μπορούν να αποφέρουν κρατικά έσοδα προς όφελος των πολλών», στοχεύοντας την παραοικονομία, το λαθρεμπόριο, τα αδήλωτα εισοδήματα, αλλά και τις επιλογές της ΝΔ υπέρ των ισχυρών με τις προκλητικές απαλλαγές και την προνομιακή μεταχείρισή τους.
Ειδικά όσον αφορά το πρωταγωνιστικό ζήτημα της ανάπτυξης, καυτηρίασε το γεγονός πως «η Κυβέρνηση πέρασε πολύ κάτω από τον πήχη που η ίδια είχε θέσει στο προηγούμενο Μεσοπρόθεσμο». Κάλεσε δε την Κυβέρνηση να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, επισημαίνοντας ότι «στα μισά της καλύτερης χρηματοδοτικής περιόδου μεταπολεμικά, το εμπορικό έλλειμμα διογκώνεται, δηλαδή η ανταγωνιστικότητα της Χώρας βυθίζεται».