στην 3η θέση από το τέλος, όσον αφορά την αξιοπιστία των ΜΜΕ. Αν δούμε το σύνολο των χωρών, τότε τη συναντάμε στην 38η θέση. Επιχειρώντας να σκιαγραφήσει το τοπίο της ελληνικής αγοράς των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, η έκθεση επισημαίνει πως «χαρακτηρίζεται από ψηφιακό κατακερματισμό, έλλειψη εμπιστοσύνης στις ειδήσεις, έναν πολιτικά πολωμένο τύπο και μία από τις υψηλότερες χρήσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για ειδήσεις».
Επιπλέον, η έκθεση στέκεται στη Λίστα Πέτσα, αλλά και στην κριτική που ασκήθηκε στην κυβέρνηση για αυτή της την ενέργεια, κατά την οποία δόθηκε χρηματοδότηση σε πάνω από 1000 ειδησεογραφικούς οργανισμούς, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και ορισμένα μη αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και κάποια ανύπαρκτα. Άλλωστε, το Reuters τονίζει πως πάνω από τους μισούς πολίτες (54%) εναντιώνονται στις κρατικές ενισχύσεις των ΜΜΕ.
Ξεχωριστή αναφορά γίνεται και στη δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, τον Μάρτιο του 2021, ότι τα social media αποτελούν «απειλή για τη Δημοκρατία», αλλά και στην κριτική που δέχθηκε και δέχεται, σχετικά με την προσπάθειά του να απαξιώσει όσες πηγές πληροφόρησης δεν μπορεί να ελέγξει ο ίδιος. Τέλος, η έκθεση στέκεται και στο κίνημα του #MeToo στην Ελλάδα, το οποίο ξέσπασε μετά τις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου. Ωστόσο, τονίζει επίσης πως δεν ακολούθησαν αποκαλύψεις και για τη σεξουαλική κακοποίηση στο χώρο της δημοσιογραφίας, ενώ, σύμφωνα με το Reuters, δεν υπήρξε ενεργοποίηση της ερευνητικής δημοσιογραφίας, για έρευνες του ζητήματος σε βάθος, αντίθετα με ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες.
Αλλαγές στον τρόπο ενημέρωσης
Σύμφωνα με την έκθεση, μοιάζει πλέον να σταθεροποιείται η προτίμηση του κοινού στη χρήση smartphone για την ενημέρωσή του, η οποία πλέον ανέρχεται στο 70%. Το λάπτοπ χρησιμοποιείται σχεδόν από τους μισούς (55%), ενώ ένα μικρό ποσοστό χρησιμοποιεί τάμπλετ (20%). Όπως είναι φυσικό, η κύρια πηγή πληροφόρησης είναι το διαδίκτυο (89%).
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως, σχεδόν τα 2/3 των πολιτών της Ελλάδας (69%), παρακολουθούν τα νέα μέσα από τα social media, ποσοστό μεγαλύτερο από όλες τις χώρες παγκοσμίως (τις 46 περιλαμβάνονται στην έρευνα), εκτός από την Κένυα. Από το κοινό αυτό, οι μισοί (52%) ενημερώνονται κυρίως από το facebook, με το twitter να είναι τελευταίο (12%), όσον αφορά τη συγκεκριμένη χρήση
Χαμηλή αξιοπιστία και ζήτημα χρηματοδότησης
Πριν αναφερθούμε στα ποσοστά αξιοπιστίας των ελληνικών ΜΜΕ, αξίζει να σταθούμε στο εξής: μόλις το 12% στην Ελλάδα πληρώνει για την ψηφιακή του ενημέρωση. Η κριτική που ασκείται, ειδικά στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, για τον τρόπο που (δεν) καλύπτουν τα γεγονότα, σαφώς και είναι εύλογη. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη σίγουρα την οικονομική αδυναμία μέρος του κόσμου, αν γενικά τα ΜΜΕ δεν στηριχθούν από το κοινό τους, έτσι ώστε κάποια στιγμή να αλλάξει το οικονομικό καθεστώς τους, τότε πολλά αυτά θα εξαρτώνται από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, όπως του Μαρινάκη, του Αλαφούζου κ.λπ, ή από διαφημίσεις, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την οικονομική τους βιωσιμότητα.
Να θυμίσουμε πως τον περασμένο Μάρτιο, με αφορμή συγκεκριμένα περιστατικά και στάσεις των ελληνικών καναλιών, όπως η παραποίηση βίντεο, έφτασε να γίνει και trend στο twitter το hashtag #boycottgreekmedia, με στόχευση σχεδόν εξολοκλήρου τα ελληνικά κανάλια, κι όχι όλα τα μέσα.
Σύμφωνα με την έκθεση λοιπόν, μόλις 3 στους 10 (32%) εμπιστεύεται τις ειδήσεις των ΜΜΕ της χώρας, ποσοστό εξαιρετικά χαμηλό, καθώς στην ΕΕ βρισκόμαστε πάνω μόνο από την Γαλλία και την Ουγγαρία σε αυτό το κομμάτι. Εντύπωση προκαλεί όμως ότι, όπως σημειώνει και η έκθεση, «η έρευνα διεξήχθη το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2021, πριν δηλαδή από τις διαδηλώσεις του Μαρτίου στην Ελλάδα». Επομένως, είναι λογικό να υποθέσει κανείς πως η αξιοπιστία των ΜΜΕ, έτσι όπως την αντιλαμβάνονται οι πολίτες, θα μπορούσε να είναι ακόμα μικρότερη σήμερα.
Τα παραπάνω όμως, δεν θα έπρεπε να μας προκαλούν εντύπωση. Ήδη οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου, κατατάσσουν την Ελλάδα στην 70η θέση, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, πως η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα «υπέφερε το 2020».
Μια αλληλουχία γεγονότων;
Μια από τις πρώτες κινήσεις της Νέας Δημοκρατίας μετά την εκλογή της, ήταν η ανάληψη από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της εποπτείας των δημόσιων μέσων ενημέρωσης, δηλαδή της ΕΡΤ και του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου. Η απόφαση αυτή είχε γίνει αντικείμενο έντονης κριτικής, όπως και η μετέπειτα τοποθέτηση στην Προεδρία της ΕΡΤ του πρώην επικεφαλής του γραφείου Τύπου της ΝΔ. Από τότε, εμφανίστηκαν αρκετές περιπτώσεις, τις οποίες μπορούμε να επικαλεστούμε, που για πολλούς επιβεβαιώνουν πως η ενημέρωση στην Ελλάδα είναι ελεγχόμενη.
Ενδεικτικά, μια από τις δημοφιλέστερες δημοσιογράφους, με χιλιάδες ακόλουθους στα social media, η Έλενα Ακρίτα, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την εφημερίδα που δούλευε για δεκαετίες, όταν ένα άρθρο της που ασκούσε κριτική στην κυβέρνηση δεν δημοσιεύθηκε. Μόλις λίγες μέρες μετά, η Δήμητρα Κρουστάλλη, πρώην διευθύντρια σύνταξης του «Βήματος», παραιτήθηκε κι αυτή, καθώς, όπως δημοσίευσε η ίδια, «έπειτα από τη δημοσίευση του ρεπορτάζ για το παράλληλο και ατελέσφορο σύστημα καταγραφής των κρουσμάτων κορωνοιού από την ΗΔΙΚΑ και τον ΕΟΔΥ ασκήθηκε ασφυκτική πίεση από το Μέγαρο Μαξίμου. Αυτή μετατράπηκε σε εσωτερική ένταση και με έφερε ενώπιον του διλήμματος: προσωπικός και επαγγελματικός ευτελισμός ή παραίτηση».
Περίπου την ίδια εποχή, ο νομικός Κώστας Σταυριανός, απομακρυνόταν από το δημοτικό ραδιόφωνο Λάρισας και την εβδομαδιαία του εκπομπή, καθώς η ίδια αστυνομία είχε αντιδράσει, καθώς θεώρησε πως σε μια εκπομπή του, έριξε «λάσπη» προς αυτή. Φτάνοντας σε πιο πρόσφατα γεγονότα, η δημοσιογράφος της ΕΡΤ Μάχη Νικολάρα (εκεί όπου είχε εμφανιστεί έγγραφο με συγκεκριμένες οδηγίες για τους δημοσιογράφους», κατήγγειλε πως κόπηκε χωρίς εξήγηση ρεπορτάζ της με θέμα τη λογοκρισία στα social media. Ένα θέμα που εκείνη την εποχή, ήταν ιδιαίτερα καυτό, μετά και τις αλλεπάλληλες απαγορεύσεις που επέβαλλε το facebook με αφορμή αναρτήσεις για την υπόθεση του Δ. Κουφοντίνα, ακόμη και σε φωτορεπόρτερ που κάλυπταν τις διαδηλώσεις. Προηγουμένως, είχε κοπεί αδικαιολόγητα ένα ακόμη ρεπορτάζ της, για την αστυνομική βία. Τελικά, μετά τις αντιδράσεις, προβλήθηκαν και τα δύο.
Το ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου λοιπόν, δεν είναι ένα καθαρά πολιτικό ζήτημα, αλλά συνδέεται άμεσα με την οικονομία των ΜΜΕ. Ας έχουμε κατά νου το εξής: «η υψηλή τηλεθέαση, όσον αφορά τα ηλεκτρονικά Μέσα, μοιάζει να είναι ο τελικός στόχος, πράγμα το οποίο στη συντριπτική πλειονότητα λειτουργεί εις βάρος της ποιότητας. Επιπλέον, οι διαφημίσεις, ένας από τους κύριους τρόπους χρηματοδότησης πάσης φύσεως μέσων, περιορίζουν την ελευθερία τους. Αυτό συμβαίνει διότι οι δημοσιογράφοι γίνονται έρμαια των στατιστικών, από τα οποία δεν μπορούν ποτέ να ξεφύγουν. Τα πάντα έτσι γίνονται εμπορεύσιμα, ενώ αναπτύσσεται μια γενικότερη κουλτούρα καταναλωτισμού, την οποία τα Μέσα επιθυμούν στη συνέχεια να ικανοποιήσουν (Κωνσταντινίδου 2003 : 204)».
πηγη:tvxs.gr