Στο δημοσίευμα με τίτλο «Η ελληνική ένωση δημοσιογράφων καταδικάζει την δίωξη της ερευνητικής δημοσιογράφου», το OCCRP αναφέρεται στην ΕΣΗΕΑ και την ανακοίνωσή της στην οποία εξέφρασε τη στήριξή της Γιάννα Παπαδάκου και τόνισε ότι «το ρεπορτάζ και η ερευνητική δημοσιογραφία, που αποτελούν συστατικά του ελεύθερου Τύπου τα οποία προστατεύονται από το Σύνταγμα, δεν μπορούν να διωχθούν».
Το OCCRP μίλησε τη Δευτέρα με τη Γιάννα Παπαδάκου, η οποία είπε ότι πρόκειται να εμφανιστεί ενώπιον δικαστών στις 11 Ιανουαρίου για να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με το ρεπορτάζ της για την υπόθεση δωροδοκίας της Novartis καθώς και σχετικά με τους ισχυρισμούς ενός Ελληνο-ισραηλινού επιχειρηματία ότι αυτή και άλλοι είχαν προσπαθήσει να εκβιάσουν χρήματα από αυτόν. «Έγραψα για τη Novartis και το εξέθεσα στις τηλεοπτικές μου εκπομπές», τόνισε.
Το Δίκτυο Έρευνας Διαφθοράς και Οργανωμένου Εγκλήματος υπενθυμίζει ότι ενώ η Novartis συμφώνησε το 2020 να πληρώσει 347 εκατομμύρια δολάρια ως μέρος ενός διακανονισμού με το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για παραβιάσεις του Νόμου περί Διαφθοράς στο εξωτερικό, με τον οποίο αναγνώρισε ότι έκανε παράνομες πληρωμές σε Έλληνες παρόχους υγειονομικής περίθαλψης και αξιωματούχους, η ίδια η Ελλάδα έκανε ελάχιστα για να λογοδοτήσουν η ελβετική φαρμακευτική εταιρεία και οι αποδέκτες των δωροδοκιών.
Σημειώνει μάλιστα πως αντίθετα, η εισαγγελέας Ελένη Τουλουπάκη που ερευνούσε τη Novartis και κορυφαίους Έλληνες πολιτικούς, μεταξύ των οποίων δύο πρώην πρωθυπουργοί, είδε την υπόθεση να αφαιρείται από πάνω της.
Το OCCRP υπενθυμίζει παράλληλα ότι η Ελένη Τουλουπάκη κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας σε άλλη υπόθεση και σχηματίστηκε ποινική δικογραφία εναντίον της, ενώ προσθέτει ότι ο ίδιος Ελληνο-ισραηλινός επιχειρηματίας που κατηγόρησε την Παπαδάκου, κατηγόρησε και την εισαγγελέα για εκβιασμό.
Η Ελένη Τουλουπάκη είχε δηλώσει τότε στο OCCRP ότι από τότε που άρχισε να ερευνά την υπόθεση δωροδοκίας της Novartis, διώκεται πολιτικά. «Κατάφεραν να μετατρέψουν τους ελεγκτές σε κατηγορούμενους για να σταματήσουν οποιαδήποτε δικαστική έρευνα», είχε πει στο OCCRP το 2020.
Η Γιάννα Παπαδάκου ανέφερε ότι ο πραγματικός λόγος για τις κατηγορίες εναντίον της είναι οι καταγγελίες της για άτομα που θεωρούνται ύποπτα για απόκρυψη της περιουσίας τους από την εφορία.
«Με στοχοποιούν επειδή έκανα ρεπορτάζ για άτομα στη Λίστα Λαγκάρντ και επειδή ήμουν μάρτυρας στην κοινοβουλευτική έρευνα», σημείωσε, αναφερόμενη σε μια λίστα χιλιάδων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων περίπου 2.000 πλούσιοι Έλληνες, που είχαν μυστικά τραπεζικούς λογαριασμούς στο υποκατάστημα της HSBC στη Γενεύη.
Το OCCRP υπενθυμίζει ότι τη λίστα με τους Έλληνες καταθέτες, που περιείχε πολλά μέλη της ελίτ της χώρας, παρέδωσε η τότε Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ στον Έλληνα ομόλογό της το 2010, όταν η κυβέρνησή του επέβαλε πρωτοφανή μέτρα λιτότητας ως μέρος μιας μαμούθ διεθνούς συμφωνίας διάσωσης. Αλλά εκείνος δεν έκανε καμία ενέργεια και αργότερα κατηγορήθηκε ότι αφαίρεσε τα ονόματα των συγγενών του από αυτή.
Σε ρεπορτάζ τον Δεκέμβριο του 2012, η Γιάννα Παπαδάκου είπε ότι ένα από τα ονόματα στη λίστα ήταν αυτό υπαλλήλου εταιρείας που ανήκει στον ίδιο Ελληνο-ισραηλινό επιχειρηματία που την κατήγγειλε. Ανέφερε επίσης ότι είχε ερευνηθεί στις ΗΠΑ για φορολογικά αδικήματα. Σε απάντηση, ο επιχειρηματίας μήνυσε την Παπαδάκου για συκοφαντική δυσφήμιση στο Λονδίνο και κέρδισε την υπόθεση το 2014, αφού αυτή απέτυχε να ορίσει δικηγόρους για να την εκπροσωπήσουν.
Χρόνια αργότερα, η δημοσίευση της λίστας πυροδότησε κοινοβουλευτική έρευνα στην οποία η Παπαδάκου κατέθεσε επί οκτώ ώρες. Ολοκληρώθηκε με την παραπομπή του υπουργού Οικονομικών, ο οποίος στη συνέχεια καταδικάστηκε.
Όπως γράφει το OCCRP, η Γιάννα Παπαδάκου είπε ότι η εν εξελίξει διαδικασία εναντίον της είναι «άκυρη» και κατήγγειλε ότι η ελληνική δικαιοσύνη παραβίασε τις διαδικασίες. Κατέθεσε μήνυση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο έκρινε την υπόθεσή της παραδεκτή πριν από ένα χρόνο.
Σύμφωνα με το OCCRP, η υπόθεση εναντίον της Γιάννας Παπαδάκου μπορεί να είναι ένα παράδειγμα γιατί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθεί στενά την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα.
«Η Έκθεση της Επιτροπής Κράτους Δικαίου για το 2021 επεσήμανε τις συνεχιζόμενες επιθέσεις και απειλές κατά της σωματικής ασφάλειας των δημοσιογράφων στην Ελλάδα», δήλωσε τον περασμένο μήνα η Βέρα Γιούροβα, Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, γράφει. «Η έκθεση της Επιτροπής για το κράτος δικαίου για το 2022 θα συνεχίσει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις εξελίξεις σχετικά με την ελευθερία του Τύπου και την ασφάλεια των δημοσιογράφων», ανέφερε ακόμη.
Τέλος, το δημοσίευμα του OCCRP καταλήγει επισημαίνοντας πως σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους χωρίς Σύνορα, η Ελλάδα έπεσε πέντε μονάδες στη βαθμολογία της για την ελευθερία του Τύπου μόνο το 2020.
πηγη: https://www.avgi.gr/