Η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα είναι σχεδόν έμφυτα στοιχεία των οικογενειακών επιχειρήσεων. Οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι πιο απλές και οι βαθμίδες διοίκησης λιγότερες. Κατά συνέπεια, είναι πιο εύκολο για μια οικογενειακή επιχείρηση να ανατρέψει μια προηγούμενη εσφαλμένη απόφαση, παρά το γεγονός, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιες δύσκολες αποφάσεις, όπως π.χ. η μείωση μισθών, συχνά αναβάλλονται για συναισθηματικούς λόγους, όπως επισημάνθηκε από πολλούς επιχειρηματίες στο πλαίσιο μιας πρόσφατης έρευνας που πραγματοποιήθηκε από την EY με τίτλο «Έτοιμες για την επόμενη μέρα; Οι ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις αντιμέτωπες με νέες προκλήσεις». Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε στο διάστημα Νοέμβριος 2013 - Απρίλιος 2014 μεταξύ 62 ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων.
Τα συμπεράσματα της έρευνας μόνο αισιοδοξία μπορούν να μας γεμίσουν αφού οι θετικές οικονομικές αποδόσεις που εμφανίζουν, κατά το τελευταίο 12μηνο 2013-2014, οι ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις, αποδεικνύουν μία σημαντική ανθεκτικότητα στην οικονομική κρίση όταν χιλιάδες άλλες μικρές αλλά και μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν κλείσει ή ακροβατούν μεταξύ επιβίωσης και θανάτου.
Αν εξετάσουμε το δείγμα της έρευνας τότε διαπιστώνουμε μερικά χρήσιμα στοιχεία:
Περιλαμβάνει επιχειρήσεις 1ης, 2ης, 3ης και 4ης γενιάς, με πολλά κοινά σημεία, αλλά και σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους.
Σχεδόν οι μισές από τις επιχειρήσεις του δείγματος (47%) διοικούνται από τη 2η γενιά της οικογένειας.
Το 42% του δείγματος αποτελείται από επιχειρήσεις με 50-249 εργαζόμενους.
Η μεγάλη πλειονότητα των ελληνικών εταιρειών (72%) βρίσκεται εκτός χρηματιστηρίου.
Μία στις τρεις δραστηριοποιείται στα βασικά καταναλωτικά αγαθά πρώτης ανάγκης (εμπόριο τροφίμων και πρώτων υλών, ποτά, καπνά, προϊόντα προσωπικής φροντίδας).
Ακολουθούν η βιομηχανία (16%: μηχανήματα, κατασκευές, ηλεκτρικός εξοπλισμός, εμπορία), τα λοιπά καταναλωτικά αγαθά (12%: αυτοκίνητα και εξαρτήματα, ηλεκτρονικά αγαθά, είδη πολυτελείας, κλωστοϋφαντουργία, ενδύματα, ξενοδοχεία, εστιατόρια, καζίνο), οι πρώτες ύλες και η ναυτιλία.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι οικονομικές επιδόσεις τους το τελευταίο δωδεκάμηνο. Το 26% του δείγματος αναφέρει αυξημένες αποδόσεις κατά 10%-15% και το 8% αποδόσεις πάνω από 15%, ενώ το 36% αναφέρει στάσιμες οικονομικές αποδόσεις.
Μόνο το 29% αναφέρει επιδείνωση των οικονομικών τους μεγεθών.
Τα στοιχεία είναι θετικά σε σχέση με τα στοιχεία για τις μη οικογενειακές εισηγμένες ελληνικές επιχειρήσεις.
Οι βασικοί λόγοι ανθεκτικότητάς τους στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης;
Ο μακροπρόθεσμος προσανατολισμός της διοίκησης των οικογενειακών επιχειρήσεων, η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα των αντιδράσεών τους, οι επιλογές τους ως προς τη χρηματοδότηση, η καινοτομία και η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν το ζήτημα της διαδοχής.
Ως βασικούς παράγοντες της επιτυχίας τους οι επιχειρήσεις αναφέρουν την έμφαση στην ποιότητα και τη μακροπρόθεσμη προοπτική της διαχείρισης.
Ακολουθούν η ευέλικτη και εστιασμένη διακυβέρνηση, η ύπαρξη ενός εδραιωμένου εμπορικού σήματος και η αφοσίωση των πελατών.
Η μακροπρόθεσμη προοπτική είναι, με διαφορά, ο πρώτος παράγων επιτυχίας που επικαλούνται και οι οικογενειακές επιχειρήσεις του διεθνούς δείγματος. Οι περισσότερες οικογενειακές επιχειρήσεις έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με πολέμους, ύφεση, οικονομικές κρίσεις ή και εξελίξεις της τεχνολογίας που απειλούσαν την ίδια τους την ύπαρξη. Έτσι υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν μια πιο μακροπρόθεσμη θεώρηση, να οικοδομήσουν μακροχρόνιες σχέσεις και να ισχυροποιήσουν τα βασικά οικονομικά τους μεγέθη.
Με μεγάλη διαφορά (69% έναντι 27% του διεθνούς δείγματος) οι Έλληνες επιχειρηματίες επεσήμαναν την επέκταση σε νέες χώρες. Οι επικεφαλής των Ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων έχουν συνειδητοποιήσει το ότι η εξωστρέφεια αποτελεί μονόδρομο για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Δεύτερη (57%) κατατάσσεται η επέκταση σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες και η αύξηση του υφισταμένου μεριδίου αγοράς.
Σε ερώτηση σχετικά με τις πηγές χρηματοδότησης οι συμμετέχοντες ανέφεραν ως πρώτη επιλογή τα μη διανεμόμενα κέρδη και ως δεύτερη τον τραπεζικό δανεισμό. Ωστόσο, η υπερβολική εξάρτηση από τα αδιανέμητα κέρδη, την οικογενειακή χρηματοδότηση αι τον τραπεζικό δανεισμό δεν είναι πάντα κατ' ανάγκην ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις θα πρέπει να εξετάσουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, όπως τα επενδυτικά κεφάλαια ή και την εισαγωγή στο χρηματιστήριο. Σύμφωνα με την έρευνα, η εξωτερική χρηματοδότηση αποτελεί τη λιγότερο επιθυμητή επιλογή, ωστόσο, δε θα πρέπει εκ προοιμίου να απορρίψουν χρηματοδοτικές επιλογές που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές για οικογενειακές επιχειρήσεις του
εξωτερικού.
Ως προς τη χρήση της χρηματοδότησης, αναφέρθηκαν κατά σειρά, η υποστήριξη επενδύσεων σε νέες αγορές (63%), η ανάπτυξη της τρέχουσας αγοράς (57%), η ανάπτυξη καινοτομίας και νέων προϊόντων (50%) και οι νέες τεχνολογίες (46%). Μόνο ως πέμπτη προτεραιότητα αναφέρθηκαν οι συγχωνεύσεις και εξαγορές (39%).
Συγχρόνως όμως είναι σαφές ότι οι περισσότεροι επιχειρηματίες βλέπουν ότι, υπό προϋποθέσεις, υπάρχουν μέσα στην κρίση και ευκαιρίες για ανάπτυξη. Ορισμένοι προβληματίζονται για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και αισθάνονται ότι δεν έχουν ανταποκριθεί στα επιτεύγματα αλλά και στις προσδοκίες των προηγούμενων γενιών.