τόσο στην ανθρώπινη υγεία, όσο και την εθνική οικονομία.
Πιο συγκεκριμένα, η ατμοσφαιρική ρύπανση που προκαλείται από τις διαδικασίες εξόρυξης και μεταφοράς λιγνίτη και τη μετέπειτα καύση του στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής στα ενεργειακά κέντρα της χώρας, έχει συσχετιστεί με ένα πλήθος επιπτώσεων, όπως αυξημένη συχνότητα εμφάνισης συμπτωμάτων παθήσεων του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού[1] [2], αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αγγειακών διαταραχών και στεφανιαίας νόσου[3] αλλά και υψηλά ποσοστά πρόωρων θανάτων από καρκίνους και θρομβοεμβολικά επεισόδια[4]. Ευπαθείς ομάδες, όπως έγκυες και παιδιά βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των επιπτώσεων.
Τα συμπεράσματα αυτά βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με πληθώρα μελετών σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες αποτυπώνουν το τεράστιο κόστος στη δημόσια υγεία από τη λειτουργία μονάδων άνθρακα. Η βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης οργάνωση Physicians for Social Responsibility, έχει συγκεντρώσει σε μία έκθεση μερικές από τις πιο πρόσφατες και έγκυρες μελέτες για τις επιπτώσεις των ρύπων από ανθρακικές μονάδες στον άνθρωπο. Σύμφωνα με μία από αυτές (Markandaya A, Wilkinson, 2007) για κάθε τεραβατώρα (1 δις κιλοβατώρες) που παράγεται από καύση λιγνίτη προκαλούνται έως και 32,6 πρόωροι θάνατοι.
Την ίδια ώρα, πρόσφατη μελέτη που αξιοποίησε την επίσημη μεθοδολογία της αμερικανικής Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA) και της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών (NAS), εκτίμησε ότι στις ΗΠΑ προκαλούνται περισσότεροι από 13.000 θάνατοι ετησίως εξαιτίας των ανθρακικών μονάδων: οι συνολικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία έχουν ένα εκτιμώμενο κόστος για την εθνική οικονομία που ξεπερνάει τα 100 δις $. Μελέτες που εκτιμούν το εξωτερικό κόστος της λιγνιτοπαραγωγής στην Ελλάδα αναφέρουν ποσά από 1,5 έως 4 δις € ετησίως[5]. Ένα κόστος που φυσικά δεν λαμβάνεται υπόψη από όσους συντηρούν τον μύθο του «φθηνού» λιγνίτη.
Ωστόσο, στη χώρα μας η απουσία μίας επίσημης ολοκληρωμένης μελέτης που να καταγράφει επακριβώς τις μακροχρόνιες επιπτώσεις στις τοπικές κοινωνίες από τη λιγνιτοπαραγωγή – πολύ βολικά – αποκρύπτει την πραγματικότητα: το τεράστιο περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος που επί δεκαετίες επωμίζονται οι κάτοικοι της ΒΔ Μακεδονίας, προκειμένου να ηλεκτροδοτείται ολόκληρη η ηπειρωτική Ελλάδα.
Επιπλέον, δίνει περιθώρια υποστήριξης σε ενεργειακές επιλογές που γίνονται σήμερα και απειλούν να παρατείνουν για πολλές δεκαετίες αυτήν την κοινωνική αδικία. Το ενδεχόμενο κατασκευής της Πτολεμαΐδας 5 επιτείνει αυτήν την κατάσταση, αφού δεν υπάρχει τεχνολογία που να μπορεί να εκμηδενίσει τα αιωρούμενα σωματίδια και τους άλλους επικίνδυνους ρύπους που δημιουργούνται από την εξόρυξη, τη μεταφορά και την καύση λιγνίτη.
Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο πώλησης υπαρχόντων μονάδων της ΔΕΗ σε ιδιώτες, η πραγματοποίηση επίσημης ολοκληρωμένης μελέτης αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας, προκειμένου η κοινωνία της ευρύτερης περιοχή της ΒΔ Μακεδονίας να γνωρίζει επακριβώς το κόστος στην ανθρώπινη υγεία. Κάτι τέτοιο θα δώσει μια σαφή απάντηση σε όσους, ακόμα και σήμερα, εκμεταλλεύονται την έλλειψη επίσημων στοιχείων και παραπληροφορούν την τοπική κοινωνία, αμφισβητώντας τις σοβαρότατες επιπτώσεις της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη στη δημόσια υγεία. Επίσης, θα φέρει προ των (πραγματικών) ευθυνών τους το ελληνικό κράτος, τη ΔΕΗ αλλά και όσους ιδιώτες ενδιαφέρονται να εκμεταλλευτούν προς ίδιον όφελος τις παλαιές και ρυπογόνες μονάδες της ΔΕΗ. Ακόμα και η κατασκευή νέων μονάδων βάσης είναι προς το συμφέρον των ιδιωτικών εταιρειών, από τη στιγμή που το επιπλέον κόστος θα βαρύνει τον τελικό καταναλωτή.
Η μετάβαση στην μεταλιγνιτική περίοδο
Δεδομένου ότι η μεταλιγνιτική περίοδος έχει ήδη ξεκινήσει, η πολιτεία, σε στενή συνεργασία με τους τοπικούς φορείς και την κοινωνία, θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι αυτή η μετάβαση θα εξελιχθεί όσο το δυνατόν πιο ομαλά. Οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση, θα προκαλέσει σημαντικούς κοινωνικούς τριγμούς. Από την άλλη, είναι σαφές πως δεν ζητούμε άμεσο κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων, αλλά μια ταχεία και σταδιακή απόσυρσή τους. Η εξέλιξη αυτή υπαγορεύεται και από τις δεσμεύσεις της χώρας μας για συμμετοχή των ΑΠΕ κατά 40% στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2020 που θα οδηγήσει τελικά σε σχεδόν μηδενικές εκπομπές CO2 το 2050.
Ιδέες και προτάσεις έχουν κατατεθεί από επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς για το πώς μπορεί να υλοποιηθεί στην ευρύτερη περιοχή αυτή η μετάβαση. Κοινοί παρανομαστές όλων είναι η άμεση λήψη μέτρων που θα διευκολύνουν την έγκαιρη μετάβαση, καθώς και η ανακατανομή οικονομικών πόρων προκειμένου να αποκατασταθούν (όσο είναι εφικτό) οι επιπτώσεις και να ενισχυθούν οι εναλλακτικές αναπτυξιακές δράσεις στην περιοχή. Οι επενδύσεις σε βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες, όπως είναι η εξοικονόμηση ενέργειας, οι ΑΠΕ, η βιώσιμη γεωργία και ο οικοτουρισμός θα δημιουργήσουν ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και θα βελτιώσουν το επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων.
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις Greenpeace και WWF Ελλάς τονίζουν ότι σε αυτήν την προσπάθεια, η ελληνική κοινωνία οφείλει να σταθεί στο πλευρό των τοπικών κοινωνιών σε ΒΔ Μακεδονία και Μεγαλόπολη, αναλαμβάνοντας το επενδυτικό κόστος προσαρμογής και μετάβασης.
Κόστος ηλεκτρικής ενέργειας
Εν μέσω όμως της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, η μετάβαση αυτή δεν επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας. Η παραγωγή καθαρής ενέργειας από τον ανεξάντλητο και πραγματικό ενεργειακό πλούτο της χώρας (τον ήλιο, τον άνεμο, τη γεωθερμία, κα) μειώνει το κόστος ηλεκτροπαραγωγής, όπως άλλωστε καταδεικνύουν έγκυρες επιστημονικές μελέτες που έχουν εκπονηθεί, από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο[6] και το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.[7] Υπενθυμίζουμε ότι όσο περισσότερο η χώρα μας παραμένει εγκλωβισμένη στον λιγνίτη, τόσο μεγαλύτερες αυξήσεις αναμένονται στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των καταναλωτών, αφού από την 1η Ιανουαρίου 2013 οι εταιρίες ηλεκτροπαραγωγής θα πληρώνουν για την αγορά δικαιωμάτων του συνόλου των εκπομπών τους. Το εκτιμώμενο κόστος για τη ΔΕΗ ανέρχεται τουλάχιστον σε 400 εκ. € - με τη σημερινή τιμή του άνθρακα – ενώ ενδέχεται να ανέλθει στο μέλλον σε 1 δις (με τιμή άνθρακα στα 20 ευρώ ανά τόνο). Το κόστος αυτό θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές που θα πληρώσουν το τίμημα της εξάρτησης από τον λιγνίτη.
Με δεδομένο ότι μία λιγνιτική μονάδα που θα κατασκευαστεί σήμερα θα λειτουργεί τουλάχιστον έως το 2040, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνο, πολύ περισσότερο, όταν υπάρχουν σαφώς ασφαλέστερες, αποδοτικότερες και καθαρές ενεργειακές επιλογές με άμεσα και σαφή πλεονεκτήματα για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Σε καμία περίπτωση η κοινωνία μας δε μπορεί να επιτρέψει την κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων παρατείνοντας έτσι την εξάρτησή μας από την πιο βρώμικη, επικίνδυνη και παρωχημένη τεχνολογία.
Εν κατακλείδι
Η ελληνική κοινωνία οφείλει ευγνωμοσύνη στους κατοίκους της ΒΔ Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, που όλα αυτά τα χρόνια έχουν επωμιστεί ένα δυσανάλογα βαρύ φορτίο για την ανάπτυξη της χώρας.
Η Greenpeace και το WWF Ελλάς τονίζουν ότι η έγκαιρη και ομαλή μετάβαση στη μετα-λιγνιτική εποχή είναι εθνική υπόθεση που αφορά όλους και όχι μία τοπική υπόθεση. Το κράτος οφείλει να στηρίξει με κάθε τρόπο αυτήν την προσπάθεια και να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να αποκατασταθεί η αδικία που επί δεκαετίες συντελείται εις βάρος των τοπικών κοινωνιών σε ΒΔ Μακεδονία και Μεγαλόπολη.
Σε κάθε περίπτωση, προέχει η προστασία της δημόσιας υγείας και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.