θέτει με ερώτησή του προς την Κομισιόν ο Νίκος Χρυσόγελος, ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων /Ομάδα των Πράσινων στο Ευρωκοινοβούλιο.
Με στόχο να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή, τόσο ο πρόεδρος Ομπάμα όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα ανακοίνωσαν αλλαγές πλεύσης σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση νέων ανθρακικών μονάδων. Αντιθέτως, η πολιτική δανεισμού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής υπονομεύει στην πράξη το στόχο περιορισμού της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2°C. Hστάση αυτή προκαλεί εύλογες απορίες όχι μόνο γιατί η ΕΕ υπήρξε πρωτοπόρος στον τομέα της προστασίας του κλίματος, αλλά και γιατί η οικονομική βιωσιμότητα νέων λιγνιτικών μονάδων που θα τεθούν σε λειτουργία μετά το 2020 έρχεται σε σύγκρουση με τους ισχύοντες στόχους της ΕΕ για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) το 2050 κατά 80-95% σε σχέση με το 1990.
Όπως δείχνει πρόσφατη επιστημονική έκθεση του WWF Ελλάς, η επένδυση της ΔΕΗ σε δύο νέες λιγνιτικές μονάδες (Πτολεμαΐδα-5 και Μελίτη-2) είναι όχι μόνο κλιματικά αλλά και οικονομικά ασύμφορη, εάν η Ελλάδα τηρήσει τις δικές της δεσμεύσεις ως προς την ενεργειακή της πολιτική για τις επόμενες τρεις δεκαετίες.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπών CO2 που χρησιμοποιήθηκαν στους υπολογισμούς οι οποίοι οδήγησαν στο παραπάνω συμπέρασμα, είναι αυτές που αντιστοιχούν στο «σενάριο αναφοράς» του Οδικού Χάρτη για την Ενέργεια 2050 της ΕΕ, δηλ στο πιο αισιόδοξο σενάριο για το λιγνίτη. Το σενάριο αυτό θα οδηγήσει σε μείωση εκπομπών CO2 το 2050 σε σχέση με το 1990 κατά 40%, ποσοστό πολύ χαμηλότερο του 80-95%, για το οποίο έχει δεσμευτεί η ΕΕ. Επομένως αν τηρηθούν οι στόχοι για διείσδυση των ΑΠΕ και μείωση εκπομπών CO2, η ζημία για τις νέες ανθρακικές μονάδες προβλέπεται να είναι πολύ μεγαλύτερη κι από αυτή που παρουσιάζει η έκθεση του WWFΕλλάς.
Ο Νίκος Χρυσόγελος δήλωσε σχετικά:
«Μεταξύ 2007 και 2011, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων δάνεισε 15 δις ευρώ για την κατασκευή νέων ανθρακικών μονάδων, 200 εκ ευρώ περισσότερα από το ποσό με το οποίο συγχρηματοδότησε νέα έργα ΑΠΕ το ίδιο χρονικό διάστημα. Σήμερα η ΕΤΕπ προσανατολίζεται στη θέσπιση ορίου εκπομπών περίπου 550 gCO2/KWhστις ανθρακικές μονάδες που συγχρηματοδοτεί, αλλά η Γερμανική Τράπεζα KfWσυγχρηματοδοτεί τη νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα Vστη Δυτική Μακεδονία, όπου οι εκπομπές CO2 θα φτάνουν τα 1050 gCO2/KWh!
Τη στιγμή που η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα ξεπερνά τα 400 ppm, η πολιτική αυτή είναι εντελώς λάθος. Οι τεράστιες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, τομέας στον οποίο η ΕΕ ήταν κάποτε πρωτοπόρος, απαιτούν πολύ πιο τολμηρές πολιτικές αποεπένδυσης από τον άνθρακα, όπως ήδη ανακοίνωσε ο πρόεδρος Ομπάμα για τις ΗΠΑ. Πολλά από τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και οι Κανονισμοί για τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία για την περίοδο 2014-2020 μιλούν για προώθηση μιας «οικονομίας χαμηλού άνθρακα», δηλαδή για μείωση της χρήσης άνθρακα (πετρέλαιο, κάρβουνο και λιγνίτη) στην παραγωγή ενέργειας.
Η μείωση του 80-95% στις εκπομπές CO2 το 2050 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 για την οποία η ΕΕ έχει δεσμευθεί, δε θα επιτευχθεί μαγικά. Απαιτούνται, μεταξύ άλλων, δραστικές αλλαγές στις πρακτικές χρηματοδότησης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και των μεγάλων εμπορικών Ευρωπαϊκών Τραπεζών, καθώς και πολύ πιο ξεκάθαρα μηνύματα προς όλους τους επενδυτές στον τομέα της ενέργειας. Πολλώ δε μάλλον όταν υπάρχουν μελέτες που αποδεικνύουν ότι απλώς η τήρηση των στόχων διείσδυσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και μείωσης των εκπομπών CO2 στην Ελλάδα καθιστούν νέες λιγνιτικές μονάδες που θα λειτουργήσουν σε 7 και 8 χρόνια από σήμερα, οικονομικά μη βιώσιμες. Τόσο το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης όσο και το Ταμείο Συνοχής, με την πίεση και των Πράσινων, θα χρηματοδοτήσουν το διάστημα 2014-2020 με σημαντικά ποσά έργα εξοικονόμησης ενέργειας και προώθησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στα δημόσια κτίρια, τις κατοικίες και τις μεταφορές όπως και στις επιχειρήσεις.
Η ευρωπαϊκή και εθνική ενεργειακή και κλιματική πολιτική πρέπει επιτέλους να αποκτήσουν συνοχή προς την κατεύθυνση της αποεπένδυσης από τον άνθρακα. Δεν μπορεί για παράδειγμα την προηγούμενη εβδομάδα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να λαμβάνει μέτρα τα οποία θα οδηγήσουν στην αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών CO2, και την ίδια στιγμή τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να συγχρηματοδοτούν νέες ρυπογόνες μονάδες, οι οποίες το πιο πιθανό είναι να μετακυλήσουν το επιπλέον κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν, στους καταναλωτές. Με την ερώτησή μου αυτή καλώ την Κομισιόν να προσεγγίσει με ένα συστηματικό τρόπο το ζήτημα της σύγκρουσης ανάμεσα στην οικονομική βιωσιμότητα νέων ανθρακικών μονάδων και τους στόχους μείωσης εκπομπών CO2.»