που παραθέτουμε:
Ο υπόγειος υδροφορέας παρακολουθείται επί δεκαετίες από την Υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων (ΥΕΒ-ΔΕΒ), η οποία παρακολουθεί και τη σχέση στάθμης υδροφορέα – στάθμης λίμνης.
Παράλληλα υπάρχει πλούσιο ερευνητικό έργο από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ – ΔΠΘ), που αναφέρεται στην υδραυλική επικοινωνία μεταξύ της λίμνης Καστοριάς και του υπόγειου υδροφορέα.
Ειδικότερα στο ερευνητικό έργο με τίτλο «Προσδιορισμός παροχών, φερτών υλών και ποιότητας νερού του νερού των χειμάρρων-ρεμάτων της λεκάνης απορροής της λίμνης Καστοριάς – Απρίλιος 2000» του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Α.Π.Θ., προσδιορίζεται το υδατικό ισοζύγιο του προσχωσιγενή υδροφορέα της λεκάνης απορροής της λίμνης.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του ερευνητικού αυτού έργου, στον υδροφορέα εισρέουν (κατά μέσο όρο) συνολικά 35,2 * 106 m3. Από τον όγκο αυτό, τα 29,5 * 106 m3 εισέρευσαν απευθείας από τις βροχοπτώσεις (recharge) ενώ τα υπόλοιπα 5,7 * 106 m3 εμμέσως λόγω πλευρικής εισροής. Το σύνολο της εισροής στον υδροφορέα πάντως αντιστοιχεί σε μέσο ετήσιο υψόμετρο βροχής ίσο με 723 mm και μέσο –ενιαίο- συντελεστή κατείσδυσης 16%.
Άλλα 0,9 * 106 m3 εισήλθαν στον υδροφορέα από του χειμάρρους της περιοχής. Από τον όγκο αυτό που εισήλθε συνολικά στον υδροφορέα τα 28 * 106 m3 κατέληξαν στην λίμνη. Ο υδροφορέας δηλαδή 'φορτίζει' ετησίως την λίμνη με τον παραπάνω –κατά μέσο όρο- όγκο νερού.
Από τον υπόλοιπο όγκο, τα 2,8 * 106 m3 φορτίζουν το ρέμα του «Γκιόλι» το οποίο σε σχέση με τον υδροφορέα έχει την μορφή στραγγιστήριας τάφρου, τα 0,3 * 106 m3 φορτίζουν τους χειμάρρους ενώ τα 4,4 * 106 m3 που περισσεύουν αποθηκεύονται στον υδροφορέα (storage). Ο όγκος αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ετήσιος αντλούμενος όγκος νερού από τις διάφορες γεωτρήσεις και πηγάδια της περιοχής.
Τέλος, οι εποχιακές διακυμάνσεις της υπόγειας στάθμης των υδροφόρων στρωμάτων συνδέονται με την κυκλική δίαιτα των υπόγειων νερών τα οποία ως γνωστό κατά την υγρή περίοδο –λόγω τροφοδοσίας τους- παρουσιάζουν άνοδο της στάθμης ενώ κατά την ξηρή θερινή περίοδο παρουσιάζουν προοδευτική πτώση της στάθμης τους μέχρι την έναρξη των φθινοπωρινών βροχών. Συνεπώς σε ένα υδρολογικό έτος υπάρχει ένα μέγιστο της υπόγειας στάθμης κατά την Άνοιξη και ένα ελάχιστο κατά το Φθινόπωρο. Σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα του Α.Π.Θ. η διακύμανση της στάθμης του προσχωσιγενή υδροφορέα στην περιοχή είναι μικρή και είναι της τάξης των δύο (2) μέτρων περίπου.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται και από διαχρονικές μετρήσεις της στάθμης του υδροφορέα από τις Υπηρεσίες της ΥΕΒ-ΔΕΒ, σύμφωνα με τις οποίες η πτώση στάθμης κατά την ξηρή περίοδο δεν υπερβαίνει τα -4m.