σε εποχή με ραγδαία μείωση εισοδημάτων και ανέχεια μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων.
Οι κύριες αιτίες της ακρίβειας οφείλονται από τη μια στη μικρή συγκριτικά προστιθέμενη αξία των παραγόμενων προϊόντων και από την άλλη στην εμφάνιση ολιγοπωλιακών φαινομένων στον κλάδο και την αδυναμία ελεγκτικών μηχανισμών.
Η εξάρτηση της Ελληνικής κτηνοτροφίας από εισαγωγές ζωοτροφών, ζωικού κεφαλαίου και λοιπών εφοδίων ανεβάζουν το κόστος παραγωγής, αλλά και μικραίνει το πλεονέκτημα και τη διείσδυση στην αγορά αναγνωρίσιμων ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντων, όταν σ' αυτά δεν επενδύεται μια λογική αγροτοκτηνοτροφικών μονάδων, που θα περιλαμβάνει την καλλιέργεια εγγυημένης ποιότητας ζωοτροφών. Ειδικά για την αιγοπροβατοτροφία, που κατά κύριο λόγο είναι εκτατικής μορφής, με μικρές μόνο αλλαγές θα μπορούσε να εξελιχτεί σε βιολογική.
Οι δομικές ασυνέχειες του συστήματος διανομής και εμπορίας έχει προσδώσει στην εσωτερική αγορά χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου που κατευθύνει τις τιμές προς όφελός του και σε βάρος παραγωγών και καταναλωτών.
Οι λύσεις δεν μπορούν παρά να προέλθουν από την αναδιάρθρωση και τον εξορθολογισμό του συστήματος της εν γένει παραγωγικής διαδικασίας, με αυτή των εγχώριων κτηνοτροφικών φυτών, ώστε μικρές ή μεσαίες κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις να παράγουν οι ίδιες ζωοτροφές με βιολογικές μεθόδους. Παράλληλα απαιτείται οργάνωση των κτηνοτρόφων, έμφαση σε συνεργασία (στη χώρα έχουν απαξιωθεί οι συνεταιρισμοί που πλήθος συνεταιρισμών δεν προμηθεύονται καν από κοινού ζωοτροφές και εφόδια) και δυσκολεύονται φυσικά σε κοινή δράση και στον παραγωγικό (κοινά τυροκομεία ειδικά σε περιοχές γεωγραφικά απομακρυσμένες) και στον τομέα προώθησης των τελικών προϊόντων (κοινές ετικέτες και δίκτυο διανομής κλπ).