Ο «Μπουλντόζας», όπως ήταν το πολιτικό παρατσούκλι που τον συνόδευε επί πολλές δεκαετίες, γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1939 στην Αθήνα.
Το 1957, σε ηλικία 18 ετών, πρωτοετής φοιτητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Σπουδών (Α.Σ.Ο.Ε.), εντάχθηκε στην ΕΡΕΝ, νεολαία της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης και ήταν από τα πιο ενεργά στελέχη της. Η έντονη προσωπικότητά του, τον οδηγεί στην ηγεσία της ΕΡΕΝ το 1963 και σιγά-σιγά αρχίζει να κερδίζει πόντους στον ευρύτερο χώρο της δεξιάς, ενώ η παρουσία του, τον καθιστά ως ένα από τα ανερχόμενα στελέχη της ΕΡΕ.
Στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών είχε έντονη αντιστασιακή δράση και ως εκ τούτου, απαγορεύτηκε η έξοδός του από τη χώρα. Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι, γίνεται από τα ιδρυτικά μέλη της Νέας Δημοκρατίας και θέτει πρώτη φορά υποψηφιότητα στην Α΄ Αθήνας και εκλέγεται σε καλή σειρά (όγδοος από τους 13 βουλευτές της Ν.Δ.) με 23.314 σταυρούς. Η καλή του παρουσία και γενικά η δράση του στο κόμμα, αποτελούν το «διαβατήριο» για να του εμπιστευτεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τη θέση του υφυπουργού Οικονομικών, το Σεπτέμβριο του 1976, όπου παρέμεινε έως τον Οκτώβριο του 1977.
Η ραγδαία εξέλιξή του, οδηγεί τον Καραμανλή να του εμπιστευθεί λίγες ημέρες αργότερα το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Βιομηχανίας και Ενέργειας, μια θέση στην οποία παρέμεινε έως το Μάιο του 1980. Η αποχώρηση του Καραμανλή από την ηγεσία της Ν.Δ. και η εκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, φέρνουν αντιμέτωπους για την αρχηγία του κόμματος, τους Ευάγγελο Αβέρωφ και Γεώργιο Ράλλη, με το δεύτερο να εκλέγεται πρόεδρος από την Κ.Ο. και να αναλαμβάνει Πρωθυπουργός. Η εξέλιξη αυτή ευνοεί περισσότερο τον Έβερτ, που στηρίζει δυναμικά τον Ράλλη για την προεδρία, και πλέον γίνεται κεντρικός παίκτης στο νεοδημοκρατικό σύστημα, με την ανάληψη του χαρτοφυλακίου του υπουργού Οικονομίας, όπου παρέμεινε επί ενάμιση χρόνο περίπου (Μάιος 1980-Οκτώβριος 1981).
Το πολιτικό έδαφος είχε καλλιεργηθεί, με την αλματώδη αύξηση των σταυρών που έπαιρνε στην Α΄ Αθηνών, όπου εκλεγόταν σταθερά έως στις πρώτες θέσεις, κυρίως είτε, στην πρώτη, είτε στην δεύτερη θέση, με εξαίρεση την τέταρτη θέση το 1993. Η άνοδος στους σταυρούς ήταν εντυπωσιακή και ειδικά το 1990 και το 1993 είχε καταφέρει να εξασφαλίσει την υποστήριξη περίπου 100.000 ψηφοφόρων.
Με την πτώση της Ν.Δ. από την εξουσία, ανέλαβε ενεργό ρόλο στην αντιπολίτευση κατά του ΠαΣοΚ επί προεδρίας του Ευάγγελου Αβέρωφ, με τον οποίο διαφωνούσε σε πολλά σημεία της πολιτικής του. Το 1986 αποφασίζει να διεκδικήσει το Δήμο της Αθήνας, τον οποίο και κέρδισε με ποσοστό 54,5% και έδωσε στον κ. Κ. Μητσοτάκη -νέο πια πρόεδρο της Ν.Δ.- μια σημαντική πολιτική βοήθεια. Και αυτό, διότι η Ν.Δ. έχει πλέον την κυριαρχία στους τρεις μεγάλους δήμους με τους Έβερτ (Αθήνα) και τους κκ. Ανδρ. Ανδριανόπουλο (Πειραιά) και Σ. Κούβελα (Θεσσαλονίκη).
Επί της δημαρχίας του έσπασε το κρατικό μονοπώλιο στα ΜΜΕ με τη δημιουργία του ραδιοφωνικού σταθμού «Αθήνα 9,84». Παράλληλα τάραξε τα νερά, ορίζοντας πρώτο διευθυντή τον... ιδεολογικό του αντίπαλο, δημοσιογράφο κ. Ι. Τζανεττάκο, στέλεχος προερχόμενο από την Αριστερά. Στο Δήμο παρέμεινε έως τις 3 Μαΐου 1989 οπότε παραιτήθηκε για να είναι ξανά υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές. Στη συγκυβέρνηση Τζαννή Τζανεττάκη (που είχε τη στήριξη της Ν.Δ. και του Συνασπισμού) ανέλαβε για τρεις μήνες, υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Με τη νίκη της Ν.Δ. ο κ. Μητσοτάκης του δίνει το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Προεδρίας, όπου παρέμεινε από τον Απρίλιο του 1990 έως τον Οκτώβριο του 1991. Στο ενδιάμεσο, συμμετείχε και εξελέγη πρώτος δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων με το συνδυασμό «ΝΕΑ ΑΘΗΝΑ» του Αντώνη Τρίτση που υποστηρίχθηκε από τη Ν.Δ. στις δημοτικές εκλογές της 14ης Οκτωβρίου 1990.
Σταθερός υπέρμαχος του Καραμανλή και της πολιτικής του παρακαταθήκης, ο Έβερτ αποτελούσε μαζί με τους Αθανάσιο Κανελλόπουλο και τον κ. Στ. Δήμα, την ισχυρή τριανδρία της Ν.Δ. που ήταν σε τελείως διαφορετική ιδεολογική κατεύθυνση από τον κ. Μητσοτάκη, ενώ ήταν πολύ στενός φίλος του Αθανάσιου Τσαλδάρη.
Το καλοκαίρι του 1993 ήταν το πιο κρίσιμο και ταυτόχρονα δύσκολο για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο Έβερτ ήταν εκτός κεντρικού συστήματος, ενώ το θέμα του ΟΤΕ ήταν στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Παρά τις έντονες αντιδράσεις, ο κ. Μητσοτάκης επιμένει στην ιδιωτικοποίηση και επιζητεί ευκαιριακό συμβιβασμό με τον Εβερτ και τους «αντάρτες» βουλευτές - μερικοί εκ των οποίων συνομιλούσαν με τον τότε υπουργό Εξωτερικών κ. Αντ. Σαμαρά- με στόχο να περάσει το νομοσχέδιο για τον ΟΤΕ. Αυτό δεν έγινε, αφού ο Έβερτ ήταν αντίθετος, ενώ ο κ. Σαμαράς στην ίδια λογική υπερασπιζόταν να μείνει ο ΟΤΕ στον εθνικό και όχι στον κρατικό έλεγχο και όπως ανέφερε αργότερα «η πώληση του οργανισμού όπως σχεδιάστηκε, ήταν εθνικά επιζήμια».
Τον Αύγουστο του 1993, λίγες εβδομάδες πριν από την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο Έβερτ κάνει μια ηχηρή παρέμβαση, δηλώνοντας ότι δεν θα ψήφιζε την αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ αν δεν πληρούνταν οι όροι που εκείνος θεωρούσε απαραίτητους για την προστασία συμφερόντων του οργανισμού. Στις 10 Αυγούστου, στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή συντάσσεται με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης και καταψηφίζει το νομοσχέδιο για τον ΟΤΕ, μια κίνηση που εξόργισε τον κ. Μητσοτάκη.
Οι εξελίξεις είναι πολύ γρήγορες και οι εκλογές του Οκτωβρίου, οδηγούν τη Ν.Δ. στην αντιπολίτευση και ο κ. Μητσοτάκης παραιτείται και ανοίγει ουσιαστικά ο δρόμος για τον Έβερτ. Στις 3 Νοεμβρίου 1993, ο Έβερτ εκλέγεται νέος πρόεδρος της Ν.Δ., λαμβάνοντας 141 ψήφους σε σύνολο 182 εκλεκτόρων και ο αντίπαλός του κ. Ι. Βαρβιτσιώτης έλαβε 37 ψήφους, ενώ 4 εκλέκτορες δεν ψήφισαν κανέναν υποψήφιο.
Μετά την εκλογή του επισκέπτεται τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, θέλοντας να τονίσει το καραμανλικό προφίλ του και υπερασπίζεται σταθερά τον κοινωνικό και ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό, που αποτελούσε την ιδεολογική παρακαταθήκη του ιδρυτή της Ν.Δ. Επί προεδρίας του κυριάρχησε το σύνθημα «Ειρηνική Επανάσταση» και κατηγορήθηκε για «σκληρός δεξιός». Παρά την προσπάθειά του δεν κατάφερε να κερδίσει τον κ. Κ. Σημίτη, που διαδέχθηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠαΣοΚ. Είχαν προηγηθεί οι ήττες του από τον Παπανδρέου, τόσο στις ευρωεκλογές του 1994, όπως και στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του ίδιου χρόνου, όπου η Ν.Δ. απέτυχε να κερδίσει τις εντυπώσεις.
Στις εκλογές του 1996 ηττάται. Εξάλλου, από τη μια πλευρά υπήρχε η συγγενής «Πολιτική Άνοιξη» του κ. Σαμαρά που διεκδικούσε ζωτικό χώρο από τη Ν.Δ. και στο εσωκομματικό σκηνικό μαινόταν η διαμάχη Έβερτ - Μητσοτάκη. Παραιτείται από την ηγεσία και δηλώνει πως δεν θα διεκδικήσει την προεδρία του κόμματος, απόφαση που αργότερα ανακαλεί. Στις 4 Οκτωβρίου 1996 επικρατεί αρχικά του κ. Γ. Σουφλιά με ψήφους 103 έναντι 84, αλλά λόγω της εσωκομματικής κρίσης που έχει ξεσπάσει, υποχρεούται να συγκαλέσει έκτακτο συνέδριο του κόμματος, το Μάρτιο του 1997.
Στο παρασκήνιο αρχίζει και κινείται έντονα ο κ. Βαρβιτσιώτης που επεξεργάζεται την υποψηφιότητα του κ. Κ. Καραμανλή -νεαρού τότε βουλευτή- ως «τρίτη λύση» στο δίπολο Έβερτ - Μητσοτάκη. Με την ιδέα του συμφωνεί ένας άλλος από τους «βαρόνους» της Ν.Δ, ο κ. Ι. Κεφαλογιάννης και μαζί οι δυο τους αναλαμβάνουν να την προωθήσουν στο κόμμα.
Το 4ο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας συνέρχεται στην Αθήνα από τις 21 έως τις 24 Μαρτίου 1997. Οι υποψήφιοι για την προεδρία του κόμματος είναι τέσσερις: ο κ. Έβερτ (58 ετών), ο κ. Σουφλιάς (56 ετών), που υποστηρίζεται και από τους μητσοτακικούς, ο κ. Βύρ. Πολύδωρας (50 ετών), που κηρύσσει αντάρτικο στα «τζάκια» της πολιτικής και ο κ. Καραμανλής. Στην πρώτη ψηφοφορία οι υποψήφιοι έλαβαν: Καραμανλής 40,73%, Σουφλιάς 30,52%, Έβερτ 25,34% και Πολύδωρας 3,4%. Στη δεύτερη ψηφοφορία πρόεδρος του κόμματος εκλέγεται ο κ. Καραμανλής με ποσοστό 69,16%, έναντι 30,84% του Γιώργου Σουφλιά, αφού ο Έβερτ έδωσε τη νίκη με την επιλογή του να στηρίξει τον ανιψιό του ιδρυτή της Ν.Δ., τον οποίο και αγκάλιασε δημόσια.
Επί προεδρίας Καραμανλή, έκανε συχνές παρεμβάσεις και δεν δίστασε μετά την εκλογική ήττα της Ν.Δ. το 2000 να μιλήσει για επανένταξη στο κόμμα των κκ. Σουφλιά (είχε διαγραφεί), Σαμαρά και Δ. Αβραμόπουλου (που ήταν εκτός λόγω της ίδρυσης του ΚΕΠ). Μόλις κέρδισε η Ν.Δ. τις εκλογές του 2004, είδε τον γαμπρό του, τον κ. Π. Δούκα υφυπουργό Οικονομικών αρχικά και μετέπειρα υφυπουργό Εξωτερικών, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε πολλές φορές να παρεμβαίνει και να ταράζει τα νερά στη Ν.Δ. Δεν ήταν λίγες οι φορές που συγκρούστηκε με τον πανίσχυρο τσάρο της οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφη, ειδικά για το θέμα του ΟΤΕ και την απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε περαιτέρω μετοχοποίηση.
Η υγεία του είχε επιβαρυνθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, μετά από εγκεφαλικά επεισόδια, αλλά παρά τις περιπέτειες έδινε κανονικά το παρών στη Βουλή και συχνά το σπίτι στο Πικέρμι, όπου ήταν και ο αγαπημένος του πίθηκος Αζάνκα και τα αγαπημένα του σκυλιά, είτε στο γραφείο του στην οδό Ρηγίλλης, λίγο μέτρα πιο πάνω από τα γραφεία της Ν.Δ., δεχόταν βουλευτές και στελέχη του κόμματος.
Ένας από τους συχνούς επισκέπτες ήταν και ο κ. Καραμανλής, αφού το σπίτι του ήταν στη Ραφήνα και υπήρχε η δυνατότητα να τα λένε κατ' ιδίαν πολύ τακτικά. Στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις (2000, 2004 και 2007) ήταν στη λίστα του ψηφοδελτίου Επικρατείας της Ν.Δ. και εκλεγόταν. Το 2009, δέχθηκε να δώσει συμβολικά τη μάχη, καταλαμβάνοντας την τελευταία και τιμητική θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας.
Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα για θέματα οικονομικά, αμύνης, ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής. Έχει συγγράψει αρκετά βιβλία, όπως: «Καραμανλής, ο Αναμορφωτής», «Η Ελλάδα στον Κόσμο που έρχεται», «Ειρηνική Επανάσταση για τη Νέα Εποχή». Ήταν παντρεμένος με τη φωτογράφο Λίζα Βάντερπουλ και έχει δύο κόρες, την Αλεξία (σύζυγο του κ. Γ. Αλβέρτη, που αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας, μια υπόθεση που επηρέασε τον Έβερτ) και την Ιλεάνα (σύζυγο του κ. Δούκα). Υπήρξε οικονομικός και διοικητικός διευθυντής μεγάλων βιομηχανιών και οργανωτής Επιχειρήσεων και Τραπεζών. Έχει εργαστεί ως οικονομικός σύμβουλος στην Εμπορική Τράπεζα και ως οικονομικός και διοικητικός διευθυντής στα Ναυπηγεία Ελευσίνας. Ένα από αγαπημένα του χόμπυ ήταν τα παλαιά όπλα και είχε μια από τις πιο σπάνιες συλλογές.
πηγή: tovima.gr