εξασφαλίσει από την Ελβετία ο Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς.
Να είχε επεξεργαστεί τις πληροφορίες που περιέχονταν εκεί, να είχε φτιάξει τον κατάλογο των Ελλήνων καταθετών στις ελβετικές τράπεζες και να είχε ξεκινήσει τους ελέγχους για τη νομιμότητα αυτών των καταθέσεων, πολύ πριν η περίφημη «λίστα Μπόργιανς» φτάσει, επεξεργασμένη, στις ελληνικές αρχές.
Οι αρχές της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, με πλήρη κάλυψη και έγκριση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, προσφέρθηκαν να δώσουν στην κυβέρνηση Σαμαρά σημαντικά στοιχεία για τον εντοπισμό φοροφυγάδων-μεγαλοκαταθετών στην Ελβετία, η ελληνική πλευρά αρνήθηκε όμως να τα παραλάβει.
Οι εξηγήσεις που εκ των υστέρων- και μέχρις στιγμής- έχουν δοθεί κάθε άλλο παρά μπορούν να δικαιολογήσουν μια τέτοια στάση.
Το γεγονός ότι δεν υπήρχε, τότε, η γνωστή «λίστα Μπόργιανς» -όπως παραδόθηκε στην Ελλάδα το 2015- με διαχωρισμένα και καταλογοποιημένα τα στοιχεία που αφορούν τη χώρα μας, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την ελληνική άρνηση.
Γιατί, άραγε, έπρεπε να κάνουν οι Γερμανοί μια δουλειά που θα μπορούσαμε να κάνουμε μόνοι μας;
Ακόμη κι αν στα cd δεν υπήρχαν σοβαρά στοιχεία γιατί δεν έπρεπε πρώτα να τα εξετάσουμε και μετά να τα απορρίψουμε;
Ακόμη πιο παράλογη είναι η δικαιολογία ότι τα περίφημα cd είχαν αποκτηθεί παρανόμως από τον Μπόργιανς και συνεπώς ήταν μη αξιοποιήσιμα, καθώς η αξιοποίησή τους προσέκρουε στην ελληνική νομοθεσία.
Αν υπήρχε η πολιτική βούληση θα μπορούσε να βρεθεί ο τρόπος να αξιοποιηθούν, κάτι που η σημερινή κυβέρνηση το κάνει- και με νομοθετικές πρωτοβουλίες που τροποποιούν προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος την παλαιότερη νομοθεσία.
Υπάρχει όμως κι ένα πολιτικό ερώτημα: Ακόμη και αν δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν τα στοιχεία, γιατί στην κυβέρνηση Σαμαρά δεν ήθελαν να ξέρουν ποιοι ήταν αυτοί που ενδεχομένως είχαν κλέψει, φοροδιαφεύγοντας, το Eλληνικό Δημόσιο; Ή μήπως κάποιους τους ήξεραν; Μια τέτοια στάση δεν δείχνει ότι ήταν επιλογή συγκάλυψης φοροφυγάδων;