από 30 απογραφές ή καταγραφές πληθυσμού, από τις οποίες 27 ήταν καθολικές και 3 μερικές. Οι απογραφές στη χώρα μας επαναλαμβάνονταν σε άνισα χρονικά διαστήματα ως τη δεκαετία του 1960, οπότε αποκαταστάθηκε μια τακτικότητα στη διενέργεια τους (κάθε δεκαετία).
Η πρώτη γενική καταγραφή τού πληθυσμού στη χώρα μας επιχειρήθηκε επί Καποδίστρια (1828), ενώ ανάμεσα στο 1828 και το 1856 έχουμε 13 γενικές καταγραφές πληθυσμού, σε ακανόνιστα διαστήματα. Οι πρώτες αυτές καταγραφές ήταν απλές απαριθμήσεις του πληθυσμού και η αξιοπιστία τους ήταν, προφανώς, μειωμένη εξαιτίας της μεγάλης χρονικής διάρκειάς τους (σχεδόν έξι μήνες).
Σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, διαθέτουμε στοιχεία για όλες τις απογραφές που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, αν και η έκταση και ο πλούτος τους στην προπολεμική περίοδο ποικίλλει σημαντικά.
Η πληρέστερη κάλυψη έγινε στις απογραφές του 1920 και του 1928, ενώ, αντιθέτως, η επεξεργασία των συλλεχθέντων στοιχείων δεν ολοκληρώθηκε στις απογραφές των 1889, 1896 και 1940, με αποτέλεσμα, τα δημοσιευμένα στοιχεία να είναι εξαιρετικά φτωχά (νόμιμος και πραγματικός πληθυσμός στις υφιστάμενες διοικητικές ενότητες).
Αν και η πρώτη καταγραφή τού πληθυσμού διεξήχθη επί Καποδίστρια (1828), η απογραφή τού 1861 ήταν αυτή, κατά την οποία υιοθετήθηκαν μερικώς οι διεθνείς συστάσεις για τη διενέργεια απογραφών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στα Διεθνή Στατιστικά συνέδρια των Βρυξελλών (1853), του Παρισιού (1855) και της Βιέννης (1857). Οι δε πρώτες, πραγματικές απογραφές, που πληρούσαν τους βασικούς όρους, ήταν αυτές του 1889 και του 1896.
Και οι δύο, σύμφωνα με τον ερευνητή, διεξήχθησαν σε μια μέρα, με τη χρήση ειδικών απογραφικών δελτίων (οικογενειακά το 1889 και ατομικά το 1896), αντί για βιβλία απογραφέων, που χρησιμοποιούνταν μέχρι και την απογραφή του 1879.
Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη απογραφές, μέχρι το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1907, 1920, 1928 και 1940) και, εν συνεχεία, μια ανά δεκαετία, κατά την τελευταία πεντηκονταετία (1951-2001).
Η τελευταία προπολεμική απογραφή, που οργανώθηκε 12 ημέρες, πριν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (16/10/1940) δεν αξιοποιήθηκε, αφού η έκρηξη του πολέμου και η Κατοχή που ακολούθησε, παρεμπόδισαν την επεξεργασία των συλλεχθέντων δεδομένων (η μόνη δημοσίευση που διαθέτουμε δίνει την κατανομή του πραγματικού και νόμιμου πληθυσμού στις υφιστάμενες το 1940 διοικητικές ενότητες).
Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, διεξήχθησαν στη χώρα μας γενικές απογραφές. Η πρώτη, που έγινε το 1951, ήταν και η τελευταία απογραφή, στην οποία υπήρχαν ερωτήσεις για το θρήσκευμα, την ομιλούμενη και τη μητρική γλώσσα, ενώ, ταυτόχρονα, στο ερωτηματολόγιο συμπεριλήφθησαν και ειδικές ερωτήσεις, που στόχευαν στην αποτύπωση των μετακινήσεων του πληθυσμού, των αναπήρων και των λεπτομερών επί των κτιρίων ζημιών του πολέμου.
Η επόμενη απογραφή διεξήχθη στις 19 Μαρτίου 1961 και ως καινοτομίες πρέπει να καταγραφούν η πιλοτική απογραφή που προηγήθηκε, η δειγματοληπτική επεξεργασία των δεδομένων που συλλέχτηκαν, μετά τη διεξαγωγή της (δείγμα 2%), ως και η δειγματοληπτική έρευνα που έγινε δύο ημέρες μετά, για να εξακριβωθούν σφάλματα (διαφυγές).
Στη συνέχεια, διενεργήθηκαν τέσσερις ακόμη απογραφές (1971, 1981 1991 και 2001), οι οποίες ακολουθούν τις συστάσεις των Ηνωμένων Εθνών (και της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων).
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πλήρης επεξεργασία των δεδομένων δεν έγινε για όλες τις μεταπολεμικές απογραφές. Για παράδειγμα, στην απογραφή του 1971, τα αποτελέσματα εξήχθησαν από δείγμα 25%, στη δε απογραφή του 1981 από δείγμα 10% των ερωτηματολογίων.
Μεταβολές
Στην ίδια έρευνα, ο κ. Κοτζαμάνης αναφέρεται και στις πληθυσμιακές μεταβολές στη νεώτερη Ελλάδα, μια σύντομη παρουσίαση βάσει των καταγραφών και απογραφών.
Όσον αφορά τη χωρική κατανομή του πληθυσμού της Ελλάδος, παρατηρείται πως έχει μεταβληθεί σημαντικά, στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων.
Η μετακίνηση από τις ορεινές προς τις πεδινές περιοχές -και ταυτόχρονα από τις αγροτικές στις αστικές- χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ιστορία τής Ελλάδας. Οι εσωτερικές αυτές μεταναστεύσεις, ιδιαίτερα έντονες στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, επιβραδύνονται την τελευταία τριακονταετία.
Ειδικότερα, ο αστικός πληθυσμός, που το 1853 αποτελούσε μόλις το 7,1% του συνόλου, αγγίζει, την παραμονή της μικρασιατικής καταστροφής, το 23% και στην απογραφή του 1928 (μετά την εγκατάσταση των προσφύγων) κάνει ένα άλμα, φθάνοντας το 31%.
Την περίοδο 1920-1940, οι τάσεις αστικοποίησης επιβραδύνονται σημαντικά (ο αστικός πληθυσμός αποτελεί το 33% το 1940), για να επιταχυνθούν εκ νέου την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, με αποτέλεσμα, το 1951, 38 στους 100 κατοίκους της χώρας μας να είναι εγκατεστημένοι στα αστικά της κέντρα.
Η επόμενη τριακονταετία χαρακτηρίζεται από το μεγάλο κύμα της εξωτερικής και εσωτερικής μετανάστευσης/αστικοποίησης (στην απογραφή του 1981, το 58% των κατοίκων της χώρας μας συγκεντρώνεται στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα δε στα πολεοδομικά συγκροτήματα Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης).
Έκτοτε, οι τάσεις εξόδου από την ύπαιθρο ατονούν και ο αστικός πληθυσμός παρουσιάζει μικρή μόνον αύξηση, ανάμεσα στο 1981 και το 2001 (58% το 1981, 60% το 2001). Η άνιση κατανομή του και η χωρική υπερ-συγκέντρωση θα αποτυπωθούν ασφαλώς και στην τρέχουσα απογραφή, καθώς οι μητροπολιτικές περιοχές των δύο μεγαλύτερων πολεοδομικών συγκροτημάτων της χώρας μας θα συγκεντρώνουν πιθανότατα (λαμβάνοντας υπόψη και την εγκατάσταση σ' αυτές μεγάλου τμήματος των αλλοδαπών, των δύο τελευταίων δεκαετιών) άνω του 50% του συνολικού πληθυσμού τής Ελλάδας.
Ταυτόχρονα με τις προαναφερθείσες αλλαγές στο μέγεθος και την κατανομή του πληθυσμού στη χώρα μας, που καταγράφουν οι μεταπολεμικές απογραφές, ο κ. Κοτζαμάνης επισημαίνει και τις σημαντικότατες, όπως τονίζει, επελθούσες αλλαγές στην κατανομή του πληθυσμού ανά φύλο και ηλικία.
Λόγω της μετάβασης από τις υψηλές τιμές των δεικτών γεννητικότητας και θνησιμότητας (περίπου 50%ο και 40%ο, αντίστοιχα) των αρχών του 20ου αιώνα, σε επίπεδα γύρω στο 10% στις αρχές του 2010 (μηδενισμός σχεδόν των φυσικών ισοζυγίων) και της δημογραφικής γήρανσης (αύξηση του ειδικού βάρους των ηλικιωμένων), ενώ η χώρα μας βρισκόταν, στις αρχές τού 20ου αιώνα, ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες με το "νεανικότερο" πληθυσμό, στις αρχές τού 2011 κατατάσσεται ανάμεσα στις πλέον "γερασμένες" χώρες τής ηπείρου μας. Κι αυτό, καθώς οι άνω των 65 ετών προσεγγίζουν το 19% σχεδόν του πληθυσμού της (έναντι του μόλις 3,5% το 1900 και του 7% το 1951).