Η επιστολή έχει κοινοποιηθεί επίσης σε όλους τους βουλευτές των νομών Αρκαδίας, Σερρών, Φλώρινας και Κοζάνης, όπου αναπτύσσεται δραστηριότητα τηλεθέρμανσης και είναι η ακόλουθη:
«Κύριε Υπουργέ,
Με αφορμή την συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων του Νομοσχεδίου για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, σας υπενθυμίζουμε το από 30/11/2009 υπόμνημα που σας είχαμε υποβάλει και ιεραρχούμε επιχειρηματολογώντας, τα σημαντικότερα αιτήματα μας.:
1. Παρακαλούμε να εξετάσετε την ένταξη της παροχής θερμικής ενέργειας (τηλεθέρμανση) στο παράρτημα III του Ν. 2859/2000, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει ως σήμερα. Η παραπάνω ένταξη σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου 21 του ίδιου νόμου, θα σηματοδοτούσε την εφαρμογή του εκάστοτε μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α. (σήμερα 10%) στην παροχή θερμικής ενέργειας. Πιστεύουμε πως είναι δίκαιο ένα τέτοιο αίτημα, διότι ο νομοθέτης στο παράρτημα I του Ν. 2859/2000 περίπτωση 2, εξομοιώνει την διανομή αερίου με τον ηλεκτρισμό και την θερμική ενέργεια, για τον αποκλεισμό της δυνατότητας στρέβλωσης του ανταγωνισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου. Αποτελεί στρέβλωση ανταγωνισμού και αδικία η κατανάλωση θερμικής ενέργειας να επιβαρύνετε με τον εκάστοτε κανονικό συντελεστή Φ.Π.Α. (σήμερα 21%), ενώ η κατανάλωση αερίου και ηλεκτρισμού επιβαρύνονται με τον αντίστοιχο μειωμένο συντελεστή, όταν οι συγκεκριμένες παροχές σε πολύ μεγάλο βαθμό λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Δηλαδή στο συγκεκριμένο θέμα η εφαρμογή του νόμου αντίκειται στην βούληση του νομοθέτη. Η Δ.Ε.Υ.Α. Κοζάνης δεν έχει άμεσο όφελος από την ικανοποίηση του παραπάνω αιτήματος διότι λειτουργεί ως ενδιάμεσος επιτηδευματίας και δεν επιβαρύνεται με τον Φ.Π.Α.. Άμεσο όφελος θα έχουν οι καταναλωτές της θερμικής ενέργειας. Επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν σήμερα θερμική ενέργεια λειτουργούν στους Νομούς: Αρκαδίας, Κοζάνης, Σερρών και Φλώρινας. Η λειτουργία των επιχειρήσεων παροχής θερμικής ενέργειας αποτελεί ένα πετυχημένο παράδειγμα εφαρμογής της πράσινης ανάπτυξης και ως τέτοιο θα πρέπει να στηριχθεί έμμεσα από την πολιτεία, με την μείωση της επιβάρυνσης των πελατών τους, μέσω της υπαγωγής στον μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α..
2. Παρακαλούμε να ελέγξετε το ενδεχόμενο ένταξης στο άρθρο 22 του Ν. 2859/2000 (απαλλαγές στο εσωτερικό της χώρας), του επιβαλλόμενου στους καταναλωτές νερού, ειδικού τέλους σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρο 11 του Ν. 1069/1980. Η επιβολή του συγκεκριμένου τέλους έχει προσωρινό χαρακτήρα, όμως, με δύο μέχρι σήμερα νόμους (Ν.2065/1992, Ν.3013/2002), έχει παραταθεί ο χρόνος επιβολής του κατά 20 χρόνια συνολικά. Το ειδικό τέλος υπολογίζεται ως ποσοστό 80% επί της αξίας καταναλωθέντος νερού. Σκοπός της επιβολής του είναι η άμεση χρηματοδότηση, από τους ίδιους τους καταναλωτές, των συσταθησομένων επιχειρήσεων βάσει του Ν. 1069/1980, για την υλοποίηση των μελετών, των κατασκευών ή επεκτάσεων έργων ύδρευσης και αποχέτευσης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το συγκεκριμένο ειδικό τέλος δεν συγκεντρώνει τα απαιτούμενα εννοιολογικά χαρακτηριστικά για να θεωρηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 2,5,7 και 8 του Ν. 2859/2000, φορολογητέα πράξη ή αντικείμενο του Φ.Π.Α. (προσωρινή επιβολή του, μη παράδοση αγαθού η παροχής υπηρεσίας). Το αίτημα μας ενισχύεται και από την αντιμετώπιση του ειδικού τέλους στην φορολογία εισοδήματος, στα πλαίσια της οποίας δεν θεωρείται ακαθάριστο έσοδο αλλά επιχορήγηση. Σε περίπτωση που δεν εισακουστούν οι παραπάνω αιτιάσεις, πρέπει να εξεταστεί το θέμα της ένταξης σε συντελεστή Φ.Π.Α. του ειδικού τέλους. Είναι παράδοξο η αξία του νερού να εντάσσεται στον εκάστοτε μειωμένο συντελεστή και το ειδικό τέλος το οποίο αποτελεί παρακολούθημα της αξίας του νερού (80% αυτής), να εντάσσεται στον κανονικό συντελεστή. Η απαλλαγή ή η μείωση του συντελεστή Φ.Π.Α. του ειδικού τέλους δεν επηρεάζει τις Δ.Ε.Υ.Α., διότι αυτές λειτουργούν ως ενδιάμεση επιτηδευματίες. Το ειδικό τέλος επιβάλλεται από Δ.Ε.Υ.Α. που λειτουργούν σε όλη την Ελληνική επικράτεια με εξαίρεση τις περιοχές Αθήνας και Θεσσαλονίκης, οι οποίες δεν επιβάλουν το ειδικό τέλος, γιατί οι μελέτες και τα αντίστοιχα έργα ύδρευσης και αποχέτευσης επιχορηγούνται 100%. Είναι το λιγότερο άδικο για όλους τους Έλληνες πολίτες της επαρχίας να επιβαρύνονται με Φ.Π.Α. στις επιχορηγήσεις που δίνουν για την κατασκευή βασικών υποδομών, την στιγμή που τις αντίστοιχες υποδομές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη τις κατασκευάζει η πολιτεία.
3. Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που έχει προκύψει μετά από μία ουσιαστική διαβούλευση, συνδέει το αφορολόγητο όριο των φορολογουμένων με τις αποδείξεις καταναλωτικών δαπανών. Επίσης εντάσσει στις δαπάνες που αναγνωρίζονται για την διαμόρφωση του αφορολογήτου ορίου, τις αποδείξεις αγοράς πετρελαίου θέρμανσης, παρά τις όποιες εξαιρέσεις (λογαριασμοί των ΔΕΚΟ, δαπάνες οι οποίες αποτελούν τεκμήρια κτλ.). Στους Νομούς: Αρκαδίας, Κοζάνης, Σερρών και Φλώρινας λειτουργούν επιχειρήσεις παροχής θερμικής ενέργειας (τηλεθέρμανση), συμβάλλοντας στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος με την ουσιαστική τους συμβολή στον περιορισμό των ρύπων που εκπέμπονται από τους καυστήρες κεντρικής θέρμανσης. Στις περιοχές όπου δραστηριοποιούνται οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις, ο χειμώνας είναι και χρονικά μεγαλύτερος αλλά και εντονότερος. Κατά συνέπεια όλων των παραπάνω είναι ευνόητο ότι, αποτελεί σημαντικό μέρος των ετήσιων οικογενειακών δαπανών, η δαπάνη για αγορά θερμικής ενέργειας των νοικοκυριών που ζουν στις συγκεκριμένες περιοχές. Θα αποτελεί άνιση φορολογικά μεταχείριση, η μη αναγνώριση της δαπάνης τηλεθέρμανσης για την διαμόρφωση του αφορολογήτου ορίου, όταν η δαπάνη πετρελαίου, το οποίο λειτουργεί ανταγωνιστικά, αναγνωρίζεται. Επίσης η μη αναγνώριση της δαπάνης τηλεθέρμανσης θα αποτελέσει στρεβλό αντικίνητρο, για την επέκταση τηλεθέρμανσης και σε άλλους καταναλωτές, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για το περιβάλλον, την στιγμή μάλιστα που έχουν επενδυθεί και επενδύονται εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τις εγκαταστάσεις και υποδομές των επιχειρήσεων αυτών. Πιστεύουμε σύμφωνα με όλα τα παραπάνω πως θα πρέπει και η δαπάνη τηλεθέρμανσης, να αναγνωρίζεται για την διαμόρφωση του αφορολογήτου ορίου των φορολογουμένων.