ο λόγος, που για μια ακόμα φορά αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση παίζει «τα ρέστα της» στην εξαπάτηση και στην ωμή κοροϊδία των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων.
Στην αρχή είδαμε τους τοπικούς παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ και τους βουλευτές του, το πρωί να ψηφίζουν τη συμφωνία για την ιδιωτικοποίηση και το βράδυ να «διαδηλώνουν» υποτίθεται ενάντια στην ψήφο τους...
Ομως ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ το πήγε ακόμα παραπέρα: Στις αρχές Δεκέμβρη, μιλώντας σε συγκέντρωση στην Κοζάνη, υποστήριξε ότι η συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές «είναι καλύτερη» από το σχέδιο της «Μικρής ΔΕΗ» (της προηγούμενης κυβέρνησης) και πως τώρα η κυβέρνηση «δίνει μάχη» για να «κερδίσει» την παράταση λειτουργίας των παλιών λιγνιτικών μονάδων...
Και λίγες μέρες μετά, σε συζήτηση για την «Καθαρή Ενέργεια» σε επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου, κατέθεσε τροπολογία με την οποία ζητά τη διακοπή κάθε στήριξης στη χρήση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή Ενέργειας, δηλαδή και του λιγνίτη! Συγκεκριμένα, στην τροπολογία ζητείται να χορηγηθεί οικονομική ενίσχυση στις «τοπικές κοινότητες που παράγουν καθαρή ενέργεια, για την ανακαίνιση των κτιρίων και των κατοικιών, με στόχο την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης (...)» και θεωρεί ότι «η άμεση και έμμεση στήριξη για τη χρήση ορυκτών καυσίμων θα πρέπει να διακοπεί»!
Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι η προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης, που σε ό,τι αφορά την Ενέργεια μεταφράζεται σε υλοποίηση της πολιτικής «απελευθέρωσης» του κλάδου, πάει χέρι - χέρι με την ένταση της εξαπάτησης, της προσπάθειας να προκαλέσει σύγχυση, να εφησυχάσει τους εργαζόμενους για να κάμψει τις αντιδράσεις τους. Παρά το μελάνι της σουπιάς που πετούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, είναι καθαρό ότι η κυβέρνηση δουλεύει αποφασιστικά στην κατεύθυνση αυτή, με στόχο να ανοίξει νέα πεδία κυκλοφορίας στο κεφάλαιο, στόχος που μεταξύ άλλων σημαίνει και δραστική μείωση του λιγνίτη, κλείσιμο 7 μονάδων λιγνιτικού δυναμικού μέχρι το 2027. Εξελίξεις που σημαίνουν διεύρυνση της ενεργειακής φτώχειας για το λαό, τουλάχιστον 1.600 εργαζόμενοι στο δρόμο και περαιτέρω σάρωμα εργατικών δικαιωμάτων στον κλάδο. Οι εργαζόμενοι να βγάλουν συμπεράσματα, να μην εγκλωβιστούν στα «εναλλακτικά» σχέδια του κεφαλαίου και στη λογική του «μικρότερου κακού» που καλλιεργούν οι κυβερνήσεις και τους οδηγεί από το κακό στο χειρότερο.