με βάση τις προθεσμίες και τα χρονοδιαγράμματα που καθόρισαν αυτοί οι οργανισμοί, για να προχωρήσει η ευρωατλαντική ολοκλήρωση στα Δυτικά Βαλκάνια.
Αυτός ο στόχος προκύπτει ξεκάθαρα από το κείμενο της συμφωνίας και δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτοι που έσπευσαν να τη χαιρετίσουν ήταν το State Department, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ.
Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, η όλη διαδικασία επικεντρώθηκε στο όνομα της γειτονικής χώρας, ενώ μια σειρά κρίσιμα ζητήματα, όπως η αντιμετώπιση του αλυτρωτισμού, με τις απαραίτητες αλλαγές στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, όχι μόνο παραπέμπονται στο αβέβαιο μέλλον, αλλά η κατάσταση περιπλέκεται με την αποδοχή από την ελληνική κυβέρνηση των θέσεων περί «Μακεδόνα πολίτη» και «Μακεδονικής γλώσσας», που αποτελούν το «σπέρμα» του αλυτρωτισμού.
Κατά συνέπεια είναι μια συμφωνία που δεν μπορεί να εξασφαλίσει λύση προς όφελος του ελληνικού λαού, του λαού της γειτονικής χώρας και όλων των λαών της περιοχής.
Οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί ότι δήθεν αυτή η συμφωνία θα διασφαλίσει την ειρήνη, τη συνεργασία και τη σταθερότητα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή, είναι πέρα για πέρα ψευδείς, παραπλανητικοί και ανιστόρητοι.