Υποστηρίζει την ανάγκη διαμόρφωσης μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής που να ταιριάζει στις σύγχρονες συνθήκες υπέρβασης των συνόρων και να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στις ανάγκες και στις ιδιαιτερότητες των πληθυσμών της Ενωσης – όχι την επανάκτηση από κάθε χώρα της χαμένης αυτονομίας της.
«Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι συναρτημένη με την παγκοσμιοποίηση. Οσο προχωρεί η παγκοσμιοποίηση υπό την πίεση των οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων τόσο πιο πιεστική θα είναι η ανάγκη ευρωπαϊκής συνεργασίας. Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που εξασφάλισε κατά την οικονομική κρίση τη χρηματοδότηση των κρατών-μελών είναι ένα παράδειγμα. Η κοινή πορεία που έχει αποφασισθεί, θα συνεχισθεί παρά τις διάφορες αντιρρήσεις – και μάλιστα θα επεκταθεί. Η σημερινή εικόνα αντικρουόμενων απόψεων δεν δικαιολογεί την αμφισβήτηση της εξελικτικής πορείας της ευρωπαϊκής συνεννόησης. Και στο παρελθόν υπήρξαν σημαντικές διαφορές που ξεπεράστηκαν» υποστηρίζει.
Και προσθέτει: «Στο σύμπλεγμα που συνιστά σήμερα η Ενωση, το πρόβλημα δεν είναι η επανάκτηση από κάθε χώρα της χαμένης αυτονομίας της αλλά η διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής – που να ταιριάζει στις σύγχρονες συνθήκες υπέρβασης των συνόρων και να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στις ανάγκες και στις ιδιαιτερότητες των πληθυσμών της Ενωσης».
Ερωτηθείς σχετικά με τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι η ομαλότητα και η εμπιστοσύνη επανέρχονται αλλά και την πεποίθηση ότι η χώρα βρίσκεται σε πορεία ανασυγκρότησης ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρει:
«Στην Ελλάδα, το επίπεδο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και την επίδοση του Πρωθυπουργού είναι το χαμηλότερο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οσον αφορά το “κοινωνικό κεφάλαιο” – δηλαδή τους ισχύοντες κοινωνικούς κανόνες συμπεριφοράς, την κοινωνική δικτύωση, την ικανότητα και αντικειμενικότητα των κοινωνικών φορέων και τη δυνατότητα συνεργασίας μαζί τους – η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό όριο. Το συμπέρασμα είναι δυσάρεστο. Η συνεργασία της κοινωνίας με την κυβέρνηση και η απαραίτητη εμπιστοσύνη (προϋποθέσεις για την ανάπτυξη) βρίσκονται στη χώρα μας και αυτές σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο. Αυτό εξηγεί την ανέχεια σε πρωτοβουλίες, κοινές δράσεις, συνεργασίες και τον πληθωρισμό της αντιπαλότητας».
Παράλληλα ο πρώην πρωθυπουργός κρατά σαφείς αποστάσεις από τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι η μεταμνημονιακή εποχή ξεκίνησε με τη χώρα απαλλαγμένη από τις δεσμεύσεις της προηγούμενης περιόδου.
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χώρα θα εξακολουθήσει να δανείζεται – γιατί τα πλεονάσματα τα οποία θα παράγει δεν θα αρκούν για να χρηματοδοτήσει την οικονομία και να εξοφλεί τις δόσεις αποπληρωμής προηγούμενων χρεών. Κατά τον δανεισμό από τις αγορές, δεν θα ισχύει η αρχή (όπως υπονοείται από την κυβέρνηση) “θα μπορούμε να δανεισθούμε ό,τι ποσό θέλουμε με όποιο επιτόκιο θέλουμε”. Το επιτόκιο δεν θα κυμαίνεται από 1% ως 2%, όπως συμβαίνει στα δάνεια που παραχωρήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων. Το επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έφθασε το 4,35%, έναντι 0,57% του γερμανικού στις 18 Δεκεμβρίου. Θα είναι ανώτερο του 4% και σύμφωνα με τις εξελίξεις μπορεί να καταστεί απαγορευτικό για δανεισμό – 6% και περισσότερο. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα μετά το 2018 θα προσφύγει γρήγορα στον δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι η επιβολή νέων όρων στην οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης» προβλέπει.
Υπογραμμίζει δε ότι «το πλεόνασμα το οποίο επετεύχθη το 2018 κατά την κυβέρνηση είναι αμφιβόλου ύπαρξης. Γιατί η κυβέρνηση δεν κατέβαλε στο εσωτερικό οφειλές και υποχρεώσεις που είχε».
Ερωτηθείς για το φλερτ του Αλέξη Τσίπρα με την Σοσιαλδημοκρατία και για το τι έχει να προσφέρει σε αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Σημίτης εξηγεί ότι «η Σοσιαλδημοκρατία απαιτεί έναν συνεκτικό σχεδιασμό της πολιτικής της, που να εντάσσει τη χώρα στο διεθνές πλαίσιο και να διατηρεί στην αιχμή της την κοινωνική σύγκλιση».
Και προσθέτει: «Από τον Αλέξη Τσίπρα δεν έχουμε δει δείγματα μιας τέτοιας αντίληψης . (…) . Η πολιτική ταύτιση με τους ΑΝΕΛ, η ανοχή απέναντι στους διάφορους “Ρουβίκωνες”, η έντονη αντιπαλότητα που καλλιεργεί, δίνουν μια καθαρή εικόνα της ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ – που βρίσκεται στον αντίποδα ακριβώς της αναγκαίας δημοκρατικής και κοινωνικής πολιτικής ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος».
«Στελέχη μας εκμεταλλεύτηκαν κατά ανεπίτρεπτο τρόπο τις θέσεις τους για προσωπικό όφελος»
Σχετικά με το κλίμα σκανδαλολογίας που δηλητηριάζει την πολιτική ζωή, επιμένει στην άποψή του ότι «η διαφθορά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο» και υπενθυμίζει στην κυβέρνηση το ρητό του Σόλωνα «μηδένα προ του τέλους μακάριζε».
«Η κυβέρνηση τώρα προσπαθεί να ξεπεράσει το πρόβλημα της χαμένης αξιοπιστίας της καταγγέλλοντας ιδίως το ΠαΣοΚ για διαπλοκή και διαφθορά, που αποτελούν κατ’ αυτήν τη βασική αιτία που η Ελλάδα έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Αποσιωπά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Καραμανλή με την πολιτική των αυξανόμενων ελλειμμάτων ήταν εκείνη που ανέβασε το έλλειμμα και προκάλεσε την επέμβαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οσον αφορά το ΠαΣοΚ, πράγματι στελέχη μας, αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, εκμεταλλεύθηκαν κατά ανεπίτρεπτο τρόπο τις θέσεις τους για προσωπικό όφελος. Πρόκειται για μια επονείδιστη συμπεριφορά. Τιμωρήθηκαν, ή θα τιμωρηθούν, σύμφωνα με τον νόμο»σημειώνει.
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στις υποθέσεις σκανδάλων που αφορούν την περίοδο της δικής του πρωθυπουργίας.
«Πολιτική ευθύνη θα υπήρχε αν είχα επιλέξει πρόσωπα τα οποία δεν ήταν γνωστά και αναγνωρισμένα ηγετικά στελέχη του κόμματος, δραστήρια επί πολλά χρόνια στους αγώνες της παράταξης. Ευθύνη θα υπήρχε επίσης αν οι παρανομίες είχαν γίνει γνωστές και δεν τους έδωσα καμία συνέχεια. Ευθύνη θα είχα αν οι υπηρεσίες που υπάρχουν σε κάθε υπουργείο και επεξεργάζονται/ελέγχουν τη δραστηριότητά του είχαν επισημάνει παραβατικές συμπεριφορές. (…) Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας μου δεν υπήρξε οποιαδήποτε πληροφόρηση ή στοιχείο για την ύπαρξη παρανόμων δραστηριοτήτων. Ούτε οι υπηρεσίες επεξεργασίας των αποφάσεων ούτε οι ελεγκτικές υπηρεσίες των υπουργείων ανέφεραν παρανομίες ή υπερβάσεις των αρμοδιοτήτων των υπουργών. Τα πρώτα ερωτήματα για τον κ. Τσοχατζόπουλο προέκυψαν το 2006, δύο χρόνια μετά τη λήξη της κυβερνητικής θητείας του ΠαΣοΚ. Για τον κ. Παπαντωνίου προέκυψαν ακόμα αργότερα. (…) Ημουν και είμαι αντίθετος με την άποψη ότι οι υπουργοί θα πρέπει να παρακολουθούνται από μυστικές υπηρεσίες, ώστε ο πρωθυπουργός να γνωρίζει τι συμβαίνει. Τέτοιες πρακτικές δεν συμβιβάζονται με το ήθος, το οποίο είναι επιβεβλημένο σε μια δημοκρατική διακυβέρνηση. Επί της πρωθυπουργίας μου επίσης, όταν είχα οποιαδήποτε ορθή πληροφόρηση για πρόσωπα του περιβάλλοντός μου ή υπουργούς (ότι δεν έχουν την επιβεβλημένη συμπεριφορά), τους απομάκρυνα αμέσως από τη θέση τους» επισημαίνει.
πηγή: Διαβάστε αναλυτικά τη συνέντευξη στους Σήφη Πολυμίλη, Δήμητρα Κρουστάλλη στο «Βήμα της Κυριακής»