Λίγες μόνο ημέρες πριν από την διεξαγωγή των ευρωπαϊκών εκλογών οι δύο βασικοί παίχτες του πολιτικού παιχνιδιού προσπαθούν να ανατρέψουν ή να ισχυροποιήσουν τάσεις. Από την μια πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση επιχειρεί να αποδομήσει το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα που ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι διατηρεί αλλά και να αναδείξει τις καταστροφικές κατ’ αυτήν συνέπειες της θητείας Τσίπρα.
Από την άλλη πλευρά, το κυβερνητικό στρατόπεδο επιδιώκει μια ρελάνς της τελευταίας στιγμής επιχειρώντας να πείσει ότι αφενός ο πρωθυπουργός διατηρεί βαθιές ρίζες στην κοινωνία με ομιλίες ανά την Ελλάδα και αφετέρου ότι το κοινωνικό πρόσημο της διακυβέρνησης μπορεί πλέον να αποτυπωθεί, εξαγγέλοντας θετικά μέτρα, όπως η μερική επαναφορά της 13ης σύνταξης και η μείωση του ΦΠΑ. Τι αντίκτυπο όμως είχαν οι εξαγγελίες της κυβέρνησης; Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας που διεξήγαγε η Prorata το διάστημα μεταξύ 15 και 19 Μαΐου, το 50% ένιωσε αρνητικά συναισθήματα (δυσπιστία ή αποστροφή) στο άκουσμα των εξαγγελιών για επαναφορά της 13ης σύνταξης, το 36% ένιωσε θετικά συναισθήματα (ικανοποίηση ή ανακούφιση), ενώ το 20% είτε ένιωσε «αδιαφορία» είτε δεν θέλησε να απαντήσει.
Η μείωση του ΦΠΑ σε ορισμένα τρόφιμα, ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο από την άλλη μεριά αντιμετωπίστηκαν με σαφώς θετικότερο πρόσημο, καθώς το 60% ένιωσε είτε ικανοποίηση, είτε ανακούφιση. Το 31% δυσπιστία ή αποστροφή, ενώ μια μικρή μερίδα αντιμετώπισε με αδιαφορία την συγκεκριμένη εξαγγελία (8%). Σε κάθε περίπτωση, οι εξαγγελίες της κυβέρνησης μοιάζει να έχουν μικρό αντίκτυπο, καθώς μόνο το 17% απαντάει πως η ψήφος του θα επηρεαστεί (λίγο ή πολύ) από αυτές.
Τέλος, με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν αν είναι από αυτούς αποδεχτή η 7ήμερη εργασία και στην συντριπτική τους πλειοψηφία (80%) απάντησαν αρνητικά, ποσοστό το οποίο παρουσιάζεται ελαφρώς μειωμένο μεταξύ των σημερινών ψηφοφόρων της ΝΔ. Οι κινήσεις τις τελευταίας στιγμής από την μεριά της κυβέρνησης αλλά και η μείωση του ποσοστού των αναποφάσιστων δείχνουν μεταβολές και στην πρόθεση ψήφου. Τις τελευταίες εβδομάδες ανιχνεύεται από όλες τις δημοσκοπήσεις μια σαφώς μειούμενη διαφορά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας ενόψει των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου, η οποία εντούτοις δεν μπορεί να μεταφραστεί σε ανατροπή υπέρ του κυβερνητικού κόμματος. Η διαφορά των δύο κομμάτων φτάνει πλέον το 4,9%, ενώ η Χρυσή Αυγή και το Κίνημα Αλλαγής παρουσιάζουν σαφές προβάδισμα για την τρίτη θέση.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα παραμένει σταθερό στο 5,7%, ενώ κανέναν εκ των υπόλοιπων κομμάτων δεν δείχνει να αγγίζει σε αυτή τη φάση το πολυπόθητο 3% που εξασφαλίζει εκπροσώπηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το ύψος της αδιευκρίνιστης ψήφου φτάνει το 14,8%, ενώ περίπου το 5% απαντάει πως θα ψηφίσει άκυρο ή λευκό.
Η Prorata επιχείρησε όμως να «ξεκλειδώσει» τις εκλογικές προτιμήσεις των συμμετεχόντων και με δύο ερωτήσεις που αγγίζουν την συναισθηματική διάσταση της ψήφου: «Τι θα νιώσετε αν η ΝΔ βγει πρώτο κόμμα στις επερχόμενες ευρωεκλογές» και αντίστοιχα «Τι θα νιώσετε αν ο ΣΥΡΙΖΑ βγει πρώτο κόμμα στις επερχόμενες ευρωεκλογές». To 40% των συμμετεχόντων δήλωσε πως θα νιώσει κάποιο θετικό συναίσθημα (ελπίδα, ικανοποίηση ή ανακούφιση) αν η ΝΔ είναι τελικά πρώτο κόμμα, ενώ το 35% των συμμετεχόντων δήλωσε πως θα νιώσει κάποιο θετικό συναίσθημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές. Το ποιοτικό όμως στοιχείο που παρουσιάζει ενδιαφέρον εδώ είναι ότι το κυρίαρχο συναίσθημα σε μια πιθανή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ικανοποίηση (15%), ενώ σε μια πιθανή νίκη της ΝΔ είναι η ελπίδα (21%). Επίσης ο θυμός για μια εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα φτάσει το 13% ενώ για μια αντίστοιχη της ΝΔ δεν θα ξεπεράσει το 6%.
Τα συγκεκριμένα ευρήματα είναι και αυτά που δείχνουν ότι παρά την διογκούμενη πόλωση των τελευταίων ημερών, η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ για μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων ίσως είναι τελικά «ψήφος με μισή καρδιά» και όχι ψήφος για την «ελπίδα» που μετά το πέρας των μνημονίων τελικά «έρχεται». Φυσικά, οι αναποφάσιστοι, οι οποίοι υπερβαίνουν το 10% είναι αυτοί που θα κρίνουν και το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς η διαφορά των δύο κομμάτων (4,9%) είναι τέτοια που επιτρέπει πλέον βάσιμα στην κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι έχει λίγες -αλλά υπαρκτές- πιθανότητες ανατροπής των δημοσκοπικών ευρημάτων.
Άγγελος Σεριάτος, MSc Political Communication, University of Amsterdam Πολιτικός Αναλυτής και Σύμβουλος Πολιτικής Επικοινωνίας Prorata