«υπο–κρίσεις», με βασικότερη όλων το συντεχνιασμό και την εκτεταμένη, αλλά και ιδιότυπη, ανομία, σε όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής. Για δεκαετίες, μια σειρά αποφάσεων, επιλογών, κατευθύνσεων, προτεραιοτήτων και ιεραρχήσεων δεν υπήρξαν προ ϊόν δημοκρατικής σύνθεσης στην υπηρεσία του συλλογικού συμφέροντος. Αντίθετα, επρόκειτο για ωμή επιβολή του κορπορατισμού, όπως εκφραζόταν μέσα από την πρακτική δυναμικών μειοψηφιών. Ομάδες πίεσης επιδίωκαν, με το «έτσι θέλω», την εξυπηρέτηση των συμφερόντων συγκεκριμένων τμημάτων της κοινωνίας και διαμόρφωναν, με την ανοχή ή και την εύνοια του πολιτικού συστήματος, στα μέτρα τους τη δημόσια πολιτική. Το υψηλό κόστος αυτών των αποφάσεων για το κοινωνικό σύνολο δεν το προσμετρούσε κανένας, διότι η μεγάλη πλειοψηφία παρέμενε σιωπηλή, αφού πρόσκαιρα υπήρχαν τα περιθώρια του ανεξέλεγκτου δανεισμού και το πολιτικό σύστημα έκλεινε εύκολες και πάντως εκλογικά προσοδοφόρες συμφωνίες, χωρίς φυσικά κανένα σχεδιασμό, αλλά και την οποιαδήποτε συνείδηση των συνεπειών.
Μέσα από τέτοιου είδους κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες, και με τη λογική «τα θέλουμε όλα δικά μας», φθάσαμε στην περιφρόνηση κάθε έννοιας Δικαιοσύνης και δημόσιου συμφέροντος και στη de facto επιβολή του κανόνα: κατάληψη στο σχολείο, και ενίοτε καταστροφή του, κατάληψη στο πανεπιστήμιο, διακοπή της λειτουργίας των μέσων μεταφοράς, της αποκομιδής των σκουπιδιών και προσβολή της δημόσιας υγείας, κατάληψη δημόσιων κτηρίων, ακόμη και υπουργείων, αποκλεισμοί λιμανιών και αεροδρομίων, και κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, πράξεις και απειλές ακόμη και κατά της ζωής. Το σημαντικότερο όλων δε είναι, πως αυτή η εξαιρετικά αντιδημοκρατική και αντικοινωνική «κουλτούρα» και συμπεριφορά, επενδύθηκε με το μανδύα του προοδευτισμού και της επαναστατικότητας, για να κρύψει το πραγματικό πρόσωπο του συντεχνιακού συμφέροντος. Βαφτίστηκε «κοινωνία» η κάθε συντεχνία, ενώ στην πραγματικότητα οι κοινωνοί καλούνταν να πληρώσουν τα αιτήματα των συντεχνιών, που μόνιμα και σταθερά γίνονταν δεκτά. Οι λέξεις, λοιπόν, έχασαν το νόημά τους και επιλογές με υψηλό κοινωνικό κόστος εμφανίζονταν μέσα σε αυτό το ιδιότυπο «matrix» ως «κοινωνικές κατακτήσεις», ενώ στην πραγματικότητα η χώρα απλά δανειζόταν και αργά ή γρήγορα θα πλήρωνε «τα σπασμένα». Ευθύνες για αυτή την κατάσταση έχουμε όλοι!
Ήρθε, όμως, τώρα η ώρα της πληρωμής αλόγιστων «κατακτήσεων» και αλόγιστων εκλογικών νικών, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Το τίμημα είναι πολύ βαρύ. Παρ' όλα αυτά, οι πολιτικοσυνδικαλιστικές συστοιχίες που αναπτύχθηκαν με βάση το νόμο του «τυφλού τσαμπουκά» και της «ψευδο-αρχής» πως κερδίζει όποιος εκβιάζει πιέζοντας τους άλλους συμπολίτες του (π.χ. με την οικονομική καταστροφή του εμπορίου στο κέντρο της Αθήνας), εξακολουθούν να συμπεριφέρονται σαν να μην συνέβη τίποτα. Ακόμη δηλαδή και σήμερα, που η Ελλάδα αγωνίζεται να μην γονατίσει, εκδηλώνονται αδικαιολόγητες και ακραίες συμπεριφορές, οι οποίες κάποιες φορές στρέφονται ανοικτά και κατά της Δημοκρατίας. Μάλιστα, δεν παραλείφθηκε, ακόμη μία φορά, να ακουστούν έως και αιτήματα για προνομιακή-πελατειακή μονιμοποίηση συμβασιούχων, με την καθολική σχεδόν στήριξη της αντιπολίτευσης. Υπάρχει, όμως, σήμερα μια ποιοτική και ελπιδοφόρος διαφορά. Κάποιες φορές, ακόμη λίγες, η πλειοψηφία δεν παραμένει σιωπηλή, αλλά παίρνει την κατάσταση στα χέρια της. Δημιουργούν εύλογες ελπίδες τα ανοιχτά πανεπιστήμια, τα ανοικτά σχολεία και τα ανοικτά νοσοκομεία, κόντρα στις σκοπιμότητες των αποφάσεων για καταλήψεις, οι γενναίες δημόσιες παρεμβάσεις ορισμένων ανθρώπων του πνεύματος, καθώς και η στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, που αποδοκίμασε ανοιχτά τις απαράδεκτες κινητοποιήσεις του Αυγούστου, οι οποίες στράφηκαν εναντίον του μόχθου των εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων στο τομέα του τουρισμού. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τους πολίτες της Ρόδου που άνοιξαν το λιμάνι με λουλούδια στα χέρια. Οι πολίτες τον Αύγουστο απαίτησαν, κυριολεκτικά, η κυβέρνηση να μην κάνει πίσω -όπως γινόταν τις τελευταίες δεκαετίες- αλλά να εφαρμόσει τις πολιτικές της. Αυτές, συνεπώς, οι περιπτώσεις αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της αφύπνισης της κοινωνίας και της αλλαγής της νοοτροπίας της. Κι όσο τη θέση του «δεν βαριέσαι» παίρνει η συμμετοχή στην υπεράσπιση του δικαιώματος πχ. για μάθηση, για παροχή υπηρεσιών υγείας και προστασία της δημόσιας υγείας, καθώς και για την ελεύθερη και ανεμπόδιστη κυκλοφορία των ανθρώπων, τόσο οι ελπίδες θα αυξάνονται.
Μια κοινωνία που αγωνιά και αναζητεί δημιουργικές διεξόδους από την κρίση, προφανώς και δεν μπορεί να τα φορτώνει όλα στην αστυνομία και τους εισαγγελείς. Καμιά εισαγγελική ή αστυνομική ενέργεια δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνική αυτενέργεια. Η μία δραστηριότητα, άλλωστε, συμπληρώνει και στηρίζει την άλλη. Η μεν κοινωνία έχει υποχρέωση να υπερασπιστεί τον εαυτό της από κάθε επιβολή ιδεολογικών, κομματικών ή συντεχνιακών συμφερόντων, οι δε δημοκρατικά νομιμοποιημένες κρατικές λειτουργίες έχουν την υποχρέωση να ανταποκριθούν στο κοινωνικό αίτημα για την τήρηση της νομιμότητας. Δίχως τη στήριξη των πολιτών η λειτουργία του κράτους θα συκοφαντηθεί ως αυταρχική και, πάντως, θα έχει περιορισμένη αποδοτικότητα. Και δίχως το κράτος και τις λειτουργίες του, η κοινωνία των πολιτών δεν θα είχε νόημα, όποια γνώμη κι αν πλειοψηφούσε σε αυτήν.
Η βουβή κοινωνία και οι φορείς των κρατικών λειτουργιών που έκαναν πως δεν βλέπουν, πρέπει να περάσουν οριστικά στο παρελθόν. Η απειλή της οικονομικής χρεωκοπίας ήρθε ως αποτέλεσμα της χρεωκοπίας των όρων πολιτικής και κοινωνικής συμβίωσης, που επιβλήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και μας έσυραν ως εδώ. Η αυτογνωσία και η αυτοκριτική είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την αντιστροφή της πορείας. Πρέπει, λοιπόν, να δράσουμε αμέσως.
Σήμερα έχει καταστεί σαφές, πως ή θα βουλιάξουμε όλοι μαζί ή θα σωθούμε όλοι μαζί. Αυτοί που επιδίδονται σε άνομες συμπεριφορές, όποιο άλλοθι κι αν χρησιμοποιούν, στην πραγματικότητα διεκδικούν σωσίβια μόνο για τους εαυτούς τους και λένε σε όλους τους υπόλοιπους να πάνε να πνιγούν. Πως θα χαρακτηριζόταν όποιος τη στιγμή ενός πραγματικού ναυαγίου έκανε κάτι αντίστοιχο; Η απάντηση δεν θέλει δεύτερη σκέψη. Με άλλα λόγια, ο συντεχνιασμός, η δημαγωγία, ο λαϊκισμός κάποιων ΜΜΕ, η ανομία, η κοινωνική ανευθυνότητα και το πατριωτικό έλλειμμα ορισμένων εχόντων και κατεχόντων, που σαρώνουν κάθε έννοια Δικαιοσύνης, δεν είναι απλά εκφράσεις ανευθυνότητας, αλλά προκλητική επίδειξη ανηθικότητας. Και ως πρόκληση τέτοιας μορφής αρχίζουν να αντιμετωπίζονται από μια κοινωνία των πολιτών, που ξαναβρίσκει τη φωνή της, καθώς και από μία συντεταγμένη Δημοκρατία, που ξαναβρίσκει τον αυτοσεβασμό της.
Οι τρεις υπουργοί οι οποίοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο, λόγω των αρμοδιοτήτων μας που αφορούν βασικούς τομείς του δημόσιου χώρου, βιώνουμε κάθε μέρα, με μεγάλη ένταση, τα φαινόμενα που εδώ καταγράφουμε. Πάρα πολλές φορές, αλλά και σήμερα, αντιλαμβανόμαστε πως ορισμένοι σπρώχνουν τα πράγματα πέραν των ορίων, για να γίνει μακελειό. Πιστεύοντας, πως η Δημοκρατία δεν θα τολμήσει και, συνεπώς, θα κάνουν και πάλι το δικό τους. Οι Έλληνες πολίτες, όμως, γνωρίζουν πως τα δύο χρόνια που πέρασαν δόθηκαν με επιτυχία μάχες για σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές και για τον περιορισμό της κακοδιοίκησης και της σπατάλης. Οι φορείς των πελατειακών σχέσεων και οι εκπρόσωποι του συντεχνιασμού υποχώρησαν. Η πλειοψηφία των πολιτών στήριξε με ένταση τις αλλαγές που έγιναν και δεν παρασύρθηκε από τους δημαγωγούς. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες σήμερα αποτελούν την πρώτη γενιά μετά τον εμφύλιο πόλεμο, που σηκώνει μόνη της τα βάρη της χώρας και δεν τα μεταφέρει στις επόμενες γενιές. Με άλλες λέξεις, οι σύγχρονοι Έλληνες αντιμετωπίζουν καταπρόσωπα το χρέος και τα ελλείμματα της χώρας.
Κατανοούμε απόλυτα τις τεράστιες αλλαγές στη ζωή του κάθε πολίτη και τα προβλήματα που δημιουργεί η οικονομική κρίση στα δημόσια αγαθά. Παιδεία, Υγεία, Δημόσιες Μεταφορές αποτελούν τον πυρήνα της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, τον οποίο, μέσα στις δραματικές αυτές περιστάσεις, θα πρέπει να υπερασπιστούμε. Δυστυχώς, όμως, για να βγούμε στο κοινωνικό ξέφωτο του μέλλοντος, πρέπει να περάσουμε τις οδύνες του παρόντος. Κοινωνική ευαισθησία σήμερα, σημαίνει να πατήσουμε γκάζι και όχι φρένο, έτσι ώστε να βγούμε το συντομότερο από την κρίση και να επιστρέψουμε στην ευημερία. Οι αναστολές, οι δισταγμοί, οι καθυστερήσεις και οι παλινδρομήσεις τελικά στρέφονται εναντίον των πολιτών. Γιατί κρατούν την κοινωνία και την οικονομία καθηλωμένες στο τέλμα της κρίσης, της ύφεσης και της διευρυνόμενης φτώχειας. Εχθροί της κοινωνίας σήμερα είναι η δημαγωγία, ο λαϊκισμός, η ατιμωρησία, ο συντεχνιασμός, και οι καθυστερήσεις.
Η ελληνική πολιτεία, άρα τόσο το κράτος όσο και η κοινωνία, θα βρει και πάλι τον εαυτό της. Θα καταφέρει να ξαναβρεί αυτό που έχασε, δηλαδή την κλασική για τις προηγμένες χώρες δυνατότητα να συνδυάζονται αρμονικά οι κοινωνικές διαμαρτυρίες και συγκρούσεις, με τη λειτουργία των κλασικών τομέων της κοινωνικής ζωής και του κράτους. Η προσπάθεια, όμως, πρέπει να συνεχιστεί από όλους και με μεγαλύτερη ένταση. Και βέβαια, πέραν από τις αναμφισβήτητες επιτυχίες σε διαρθρωτικές αλλαγές και στο δημοσιονομικό εξορθολογισμό υπήρξαν λάθη, παραλείψεις και κυρίως καθυστερήσεις. Οι καθυστερήσεις αυτές μας ταλαιπώρησαν και δεν υπάρχει πια καμία πολυτέλεια να τις ανεχτούμε. Ο συντεχνιασμός είναι ο αντίπαλος. Όπως αντίπαλοι είναι και όσοι αντιδρούν χλιαρά και για το «θεαθήναι».
Πρέπει να γίνει σαφές σε όλους, πως η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει δίχως Δικαιοσύνη, εξορθολογισμό των δημοσιονομικών της και χωρίς τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Η πορεία προς αυτούς τους στόχους ξεκίνησε και θα ολοκληρωθεί. Τις οδύνες της, βέβαια, κανείς δεν θα μπορέσει να αποφύγει. Άρα, όποιος σήμερα συνεχίζει να σπέρνει ανέμους ή να κάνει πως δεν βλέπει, αύριο θα θερίσει θύελλες και θα σαρωθεί. Η διακοπή της λειτουργίας του κράτους, στις πιο ευαίσθητες πτυχές του, αποτελεί απόπειρα άμεσης επιδείνωσης των συνθηκών και υπονόμευση του αγώνα που διεξάγει η χώρα και οι πολίτες της. Αυτή την ακύρωση του κράτους και των προσπαθειών της χώρας, στις σημερινές τραγικές περιστάσεις, δεν πρέπει να την επιτρέψουμε. Το Έθνος και η Πατρίδα αυτή τη στιγμή έχουν ανάγκη από Πολιτική και Κοινωνική Συμφιλίωση, ταχύτατη υλοποίηση των δεσμεύσεων και των μεταρρυθμίσεων και προστασία της Δημοκρατίας. Ή θα τα κάνουμε όλα μαζί ή μας περιμένει συμφορά.
Ο αγώνας που πρέπει να δώσουμε είναι δύσκολος, πρωτόγνωρος και η διαδρομή θα γίνει σε κακοτράχαλο δρόμο. Οφείλουμε να είμαστε, όμως, όλοι αποφασισμένοι για να σπάσουμε τώρα, χωρίς καμία καθυστέρηση, όλα ή έστω τα περισσότερα μεταπολιτευτικά κακώς κείμενα και, οπωσδήποτε, τις λογικές που φέρνουν την Ελληνική Δημοκρατία να φαίνεται και να είναι αδύναμη. Δεν μας επιτρέπεται να κάνουμε πίσω, δεν έχουμε δικαίωμα να υποχωρούμε. Και σε ό,τι αφορά τις κρίσιμες επόμενες ημέρες, όλα τα μέλη και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ πρέπει να δώσουμε ενωμένοι τις δύσκολες μάχες τόσο στη Βουλή όσο και στην κοινωνία και με την ενότητά μας αυτή να εξοπλίσουμε τον πρωθυπουργό, που θα διαπραγματευτεί την τελική και οριστική λύση για τη χώρα μας στο πλαίσιο της Ε.Ε.