Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Διευθύνοντος Συμβούλου της Pfizer, Άλμπερτ Μπούρλα, σχετικά με την αγορά εμβολίων κατά της Covid-19.
Οι New York Times υποστήριξαν ότι τα sms που στάλθηκαν μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2021 και 11ης Μαΐου 2022, κατά την κορύφωση της πανδημίας, θα μπορούσαν να ρίξουν φως στις συμφωνίες αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ που συνάφθηκαν για τα εμβόλια της Pfizer.
Με τη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τάχθηκε υπέρ των New York Times, λέγοντας ότι η Κομισιόν "απέτυχε να εξηγήσει με εύλογο τρόπο γιατί θεώρησε ότι τα μηνύματα που ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο της προμήθειας των εμβολίων Covid-19 δεν περιείχαν σημαντικές πληροφορίες".
Σημειώνεται ότι η Επιτροπή είχε αρνηθεί το αίτημα της αμερικανικής εφημερίδας, λέγοντας ότι η φον ντερ Λάιεν δεν είχε κρατήσει τα μηνύματα, κάτι που οδήγησε την εφημερίδα στην κατάθεση αγωγής κατά του εκτελεστικού βραχίονα της ΕΕ.
Η Κομισιόν είχε υποστηρίξει πέρυσι στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι το περιεχόμενο των μηνυμάτων δεν ήταν αρκούντως σημαντικό ώστε να χαρακτηριστούν επίσημα έγγραφα και ως εκ τούτου δεν καταχωρήθηκαν προκειμένου να είναι διαθέσιμα για δημοσιογραφική πρόσβαση, κάτι που τελικά δεν δέχθηκε το δικαστήριο.
Η Επιτροπή θα εκδώσει νέα απόφαση
"Η διαφάνεια ήταν πάντα ύψιστης σημασίας για την Επιτροπή και την Πρόεδρο, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν", τονίζει με δήλωσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ που ακυρώνει την απόφασή της να μη δώσει στη δημοσιότητα τα μηνύματα SMS που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της Προέδρου της Επιτροπής και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer στο πλαίσιο της αγοράς εμβολίων κατά της νόσου COVID-19.
Στη δήλωσή της η Επιτροπή τονίζει ότι "θα μελετήσει προσεκτικά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και θα αποφασίσει για τα επόμενα βήματα", ενώ προσθέτει ότι "θα εκδώσει νέα απόφαση που θα παρέχει μια πιο λεπτομερή εξήγηση" για τους λόγους για τους οποίους δεν έδωσε στη δημοσιότητα τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα.
Ολόκληρη η δήλωση της Επιτροπής μετά την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ έχει ως εξής:
"Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη σημερινή απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με αίτημα πρόσβασης σε έγγραφα.
Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε παράσχει μια πιο λεπτομερή εξήγηση στην απόφασή της ότι δεν κατέχει έγγραφα του αιτούμενου τύπου.
Το Γενικό Δικαστήριο δεν αμφισβητεί την πολιτική καταχώρισης της Επιτροπής σχετικά με την πρόσβαση σε έγγραφα. Αυτοί οι κανόνες στοχεύουν στη διασφάλιση της ακεραιότητας των αρχείων της Επιτροπής και της πλήρους διαφάνειας, διασφαλίζοντας ότι τα σημαντικά έγγραφα που συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από την Επιτροπή καθίστανται εύκολα προσβάσιμα στους ενδιαφερόμενους πολίτες της ΕΕ.
Η Επιτροπή θα μελετήσει τώρα προσεκτικά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και θα αποφασίσει για τα επόμενα βήματα. Προς τούτο, η Επιτροπή θα εκδώσει νέα απόφαση που θα παρέχει μια πιο λεπτομερή εξήγηση.
Η διαφάνεια ήταν πάντα ύψιστης σημασίας για την Επιτροπή και την Πρόεδρο, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Θα συνεχίσουμε να τηρούμε αυστηρά το ισχυρό νομικό πλαίσιο που ισχύει για την επιβολή των υποχρεώσεών μας. Παραμένουμε πλήρως προσηλωμένοι στη διατήρηση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και της σαφούς επικοινωνίας με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, της κοινωνίας των πολιτών και των εκπροσώπων συμφερόντων".
Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου
Με αίτηση που υπέβαλε δυνάμει του κανονισμού για την πρόσβαση στα έγγραφα, η Ματίνα Στεβή, δημοσιογράφος η οποία εργάζεται για την ημερήσια εφημερίδα The New York Times, ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσβαση σε όλα τα γραπτά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της Προέδρου Ursula von der Leyen και του Αλβέρτου Μπουρλά, διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2021 και 11ης Μαΐου 2022. Η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι δεν είχε στην κατοχή της τα έγγραφα που ζητήθηκαν με αυτήν. Η Μ. Στεβή και η εφημερίδα The New York Times ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής.
Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή και ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σκοπός του κανονισμού για την πρόσβαση στα έγγραφα είναι να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων. Επομένως, κατά γενικό κανόνα, θα πρέπει να παρέχεται στο κοινό πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Ωστόσο, όταν ένα θεσμικό όργανο δηλώνει, απαντώντας σε αίτηση πρόσβασης, ότι ένα έγγραφο δεν υπάρχει, τεκμαίρεται η μη ύπαρξη του εγγράφου, σύμφωνα με το τεκμήριο αλήθειας που ισχύει για τη δήλωση αυτή. Πάντως, το εν λόγω τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί βάσει κρίσιμων και συγκλινόντων στοιχείων που προσκομίζει ο αιτών.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι απαντήσεις της Επιτροπής ως προς τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας στηρίζονται είτε σε εικασίες είτε σε μεταβαλλόμενες ή ανακριβείς πληροφορίες. Αντιθέτως, η Μ. Στεβή και η εφημερίδα The New York Times προσκόμισαν κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία τα οποία περιγράφουν την ύπαρξη επαφών, ιδίως υπό τη μορφή γραπτών μηνυμάτων, μεταξύ της Προέδρου της Επιτροπής και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής αγοράς εμβολίων από την εταιρία αυτή κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Επομένως, κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο περί μη ύπαρξης και μη κατοχής των ζητηθέντων εγγράφων.
Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στον ισχυρισμό ότι δεν έχει στην κατοχή της τα ζητηθέντα έγγραφα, αλλά πρέπει να παράσχει πειστικές εξηγήσεις βάσει των οποίων το κοινό και το Γενικό Δικαστήριο να έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν γιατί δεν είναι δυνατή η ανεύρεση των εγγράφων αυτών. Η Επιτροπή δεν εξήγησε λεπτομερώς τι είδους αναζητήσεις πραγματοποίησε για να εντοπίσει τα εν λόγω έγγραφα ούτε σε ποιους χώρους διεξήγαγε τις αναζητήσεις αυτές. Ως εκ τούτου, δεν παρέσχε πειστική εξήγηση για να δικαιολογήσει τη μη κατοχή των ζητηθέντων εγγράφων. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε επαρκώς αν τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα είχαν διαγραφεί και, εφόσον είχαν διαγραφεί, αν η διαγραφή είχε γίνει οικειοθελώς ή αυτομάτως, ή αν το κινητό τηλέφωνο της Προέδρου είχε εν τω μεταξύ αντικατασταθεί.
Τέλος, η Επιτροπή δεν εξήγησε με πειστικό τρόπο ούτε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα γραπτά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο της αγοράς εμβολίων κατά της νόσου COVID-19 δεν περιείχαν σημαντικές πληροφορίες ή πληροφορίες που έχρηζαν παρακολούθησης ώστε να πρέπει να διασφαλιστεί η διατήρησή τους.
ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν, κατά περίπτωση, προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή κριθεί βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.
ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και εντός δύο μηνών και δέκα ημερών από της κοινοποιήσεώς της μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα.