«Κομβικό σημείο για την εισαγωγή των Α.Π.Ε. στη χώρα μας, η άμεση αντικατάσταση των ρυπογόνων Μονάδων της ΔΕΗ».
Την ανάγκη για την άμεση προώθηση ενός προγράμματος «με το οποίο η Δ.Ε.Η. θα ανορθώσει, τάχιστα, το κύρος της, κρατώντας φυσικά το δημόσιο χαρακτήρα της αλλά και τη δεσπόζουσα θέση της στην ενέργεια, με την άμεση αντικατάσταση των ρυπογόνων μονάδων -κυρίως στη Δυτική Μακεδονία- με σύγχρονες μονάδες αντιρρυπαντικής τεχνολογίας», επεσήμανε ο βουλευτής ΠΑΣΟΚ Ν. Κοζάνης Πάρις Κουκουλόπουλος μιλώντας στις 18/5 στη Βουλή, στο συζητούμενο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικών Αλλαγών, για την «Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής».
Όπως εξήγησε ο βουλευτής «Έτσι, θα μπορέσουμε να συγκρατήσουμε και το κόστος της κιλοβατώρας τα επόμενα χρόνια, γιατί οι ανανεώσιμες πηγές και άλλες μορφές ενέργειας είναι γνωστό ότι είναι και κοστοβόρες. Δεν έχουν βρεθεί ακόμη, δυστυχώς, φθηνές λύσεις. Είναι φθηνές –αν θέλετε- σε μακροπρόθεσμη προοπτική, με την έννοια των δαπανών που γλυτώνουμε, και αν δεν έρθουμε αντιμέτωποι με φαινόμενα, όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Καθώς όμως βρισκόμαστε σε συνθήκες δημοσιονομικής κρίσης δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε η τιμή της κιλοβατώρας να πετάξει στα ύψη, με τρομακτικές συνέπειες για τα νοικοκυριά αλλά και την όποια παραγωγή έχει μείνει σε αυτόν τον τόπο».
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Κουκουλόπουλου στο συζητούμενο νομοσχέδιο έχει ως εξής: «Η νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τη θεσμοθέτηση διαδικασιών, έτσι ώστε να πετύχουμε γρηγορότερα τη διείσδυσή τους στην ελληνική αγορά ενέργειας και τελικά να πετύχουμε φιλόδοξους στόχους, όπως οφείλουμε να κάνουμε, τονίζει με τον καλύτερο τρόπο την ανάγκη να συμπεριλάβουμε και το περιβάλλον, ως έναν αναγκαίο πυλώνα για την προστασία του ίδιου του περιβάλλοντος, και ιδιαίτερα τον αγώνα για την καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου, ως έναν από τους βασικούς μοχλούς της ενεργειακής μας πολιτικής.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια η ενεργειακή πολιτική της χώρας –όπως και των περισσοτέρων χωρών- βασίζονταν σε δύο πυλώνες: Στην ενεργειακή αυτάρκεια και ασφάλεια ή ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, και το κόστος της κιλοβατώρας. Εδώ και χρόνια έχει προστεθεί και η παράμετρος του περιβάλλοντος, τόσο ως προς την ανάγκη προστασίας των περιοχών και των κατοίκων που βρίσκονται γύρω από μονάδες παραγωγής ενέργειας, όσο και του δραστικού περιορισμού του φαινομένου του θερμοκηπίου, κυρίως μετά τη συνειδητοποίηση των τρομακτικών συνεπειών που μπορεί να έχει, συνέπειες οι οποίες είναι και ιδιαίτερα κοστοβόρες, αλλά μπορεί να είναι, ακόμα και, καταστροφικές.
Σήμερα λοιπόν, οι θεμέλιοι λίθοι της ενεργειακής πολιτικής είναι πλέον τρεις: Η ενεργειακή αυτάρκεια και ασφάλεια, το κόστος και το περιβάλλον.
Η εισδοχή του περιβάλλοντος ως νέου πυλώνα δεν σημαίνει πως οι δύο προηγούμενοι πυλώνες έχουν απομειωθεί, ως προς τη σημασία τους.
Δεν θα πρέπει όμως να αγνοήσουμε την αλήθεια πως υπάρχουν πάρα πολλοί συμπολίτες μας που ακριβώς από ευαισθησία τείνουν να παραγνωρίσουν αυτή την πραγματικότητα.
Εδώ θέλω να διατυπώσω για πολλοστή φορά στην παρούσα σύνοδο της Βουλής, έναν ισχυρισμό, που και άλλες φορές σε επιμέρους ζητήματα τον έχω αποδείξει με επιχειρήματα, ότι η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που παρέδωσε στις 4 Οκτωβρίου στη σημερινή Κυβέρνηση έκανε πολύ μεγαλύτερο κακό στη χώρα απ’ όσο κανείς γνωρίζει.
Η απαξίωση του λιγνίτη, και μέσα απ’ αυτή η απαξίωση της Δ.Ε.Η. που συντελέστηκε τα προηγούμενα πεντέμισι χρόνια είναι άνευ προηγουμένου. Η Δ.Ε.Η. επί πεντέμισι χρόνια αρνήθηκε συστηματικά, με διάφορα προσχήματα, να ασκήσει το δικαίωμα αντικατάστασης ρυπογόνων μονάδων, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σήμερα η επιχείρηση, αλλά και η χώρα, σε πολύ δυσμενή θέση, απ΄ την οποία δεν μπορεί να βγει ό,τι στόχους και αν πιάσει με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Γι’ αυτό προτείνω προς την Υπουργό κ. Μπιρμπίλη να υπάρξει γρήγορα ένα πρόγραμμα, με το οποίο η Δ.Ε.Η. θα ανορθώσει, τάχιστα, το κύρος της, κρατώντας φυσικά το δημόσιο χαρακτήρα της αλλά και τη δεσπόζουσα θέση της στην ενέργεια, με την άμεση αντικατάσταση των ρυπογόνων μονάδων -κυρίως στη Δυτική Μακεδονία- με σύγχρονες μονάδες αντιρρυπαντικής τεχνολογίας. Έτσι, θα μπορέσουμε να συγκρατήσουμε και το κόστος της κιλοβατώρας τα επόμενα χρόνια, γιατί οι ανανεώσιμες πηγές και άλλες μορφές ενέργειας είναι γνωστό ότι είναι και κοστοβόρες. Δεν έχουν βρεθεί ακόμη, δυστυχώς, φθηνές λύσεις. Είναι φθηνές –αν θέλετε- σε μακροπρόθεσμη προοπτική, με την έννοια των δαπανών που γλυτώνουμε, και αν δεν έρθουμε αντιμέτωποι με φαινόμενα, όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Καθώς όμως βρισκόμαστε σε συνθήκες δημοσιονομικής κρίσης δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε η τιμή της κιλοβατώρας να πετάξει στα ύψη, με τρομακτικές συνέπειες για τα νοικοκυριά αλλά και την όποια παραγωγή έχει μείνει σε αυτόν τον τόπο, σφυρίζοντας αδιάφορα σε μια τέτοια εξέλιξη.
Κατά συνέπεια λοιπόν η αποκατάσταση του κύρους, του γοήτρου και η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών της Δ.Ε.Η. είναι κομβικό σημείο για να μπορούμε με άνεση να μιλάμε για την απαραίτητη εισαγωγή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη χώρα μας.
Αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι βάζω σε δεύτερη μοίρα το στόχο που σχετίζεται με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Θέλω όμως να βάλω δύο παραμέτρους: Η πρώτη είναι, τους φιλόδοξους στόχους που θέτει το Υπουργείο με το νομοσχέδιό του, οφείλουμε και πρέπει να τους πετύχουμε, γιατί αν κάτι, μεταξύ άλλων. μας έχει διδάξει η κρίση που τόσο έντονα βιώνουμε στον τόπο μας, είναι πως η διαρκής αναζήτηση πραγματικών ή προσχηματικών λόγων για να εξαιρούμε μονίμως τη χώρα μας από διάφορους κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους, που όλοι μαζί θέτουμε, έχει βλάψει ιδιαίτερα την πατρίδα μας.
Η πατρίδα μας έχει γράψει πραγματικά τη δική της ιστορία στο να εφευρίσκει διαρκώς επιχειρήματα –πολλές φορές προσχηματικά, για να μεταθέτει διαρκώς τις ημερομηνίες στις οποίες θα έπρεπε να κάνει διάφορες προσαρμογές. Μας έχουν κοστίσει πάρα πολύ όλα αυτά.
Άρα, λοιπόν, όχι εξαιρέσεις. Τουναντίον να βάλουμε ακόμα πιο φιλόδοξους στόχους και να τους πετύχουμε. Και νομίζω, πως το νομοσχέδιο βοηθάει πάρα πολύ προς αυτή την κατεύθυνση.
Η δεύτερη παράμετρος είναι πως η Ελλάδα, σε ό,τι αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δεν μπορεί να αντιμετωπίζει όλη αυτή τη διαδικασία, αποκλειστικά και μόνο, ως ένας υποψήφιος αγοραστής των όσων πουλάνε συστήματα παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ.
Η Ελλάδα πρέπει να βρει τρόπους και δρόμους για να παραχθεί εδώ γνώση και τεχνολογία και να παραχθούν εδώ συστήματα που παράγουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όχι μόνον αιολική και ηλιακή, αλλά και κυματική και γεωθερμική.
Στον τόπο μας έχουν δοθεί τόσο πλουσιοπάροχα οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που πραγματικά είναι κρίμα και άδικο να μην αναπτύξουμε, όπως κάποτε κάναμε με τους ηλιακούς θερμοσίφωνες, ανάλογες πρωτοβουλίες με σημαντικά αποτελέσματα.
Αν κάτι ακόμα μας έχει διδάξει η παρούσα κρίση, είναι πως αν είχαμε στοιχειώδη παραγωγική βάση, με εντελώς διαφορετικούς όρους θα αντιμετωπίζαμε ως χώρα την κρίση. Αλλά είναι σε απελπιστικά χαμηλό επίπεδο η παραγωγική μας βάση, καθώς είμαστε μια χώρα που κυρίως καταναλώνει και παράγει μέσω υπηρεσιών.
Εκτιμώντας πως πρόκειται να υπάρξει, κυριολεκτικά, επενδυτική θύελλα στον τομέα των ΑΠΕ τα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα πρέπει να ανοίξει το δικό της δρόμο.
Και γι΄ αυτό αναμένουμε τις πρωτοβουλίες, όχι μόνο απ΄ την Υπουργό κ. Μπιρμπίλη, αλλά μια καθολική κυβερνητική πρωτοβουλία που θα προσδιορίζει το στόχο και θα χαράζει την κατεύθυνση».