απολήξεις αυτού του έργου, είτε είναι μουσική, είτε λογοτεχνία, είτε ζωγραφική, είτε αρχιτεκτονική, έχει κουλουριαστεί σαν φίδι η έννοια της τελειότητας, την οποία δεν μπορεί κανείς να αποσπάσει από το έργο, γιατί θα καταστραφεί. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι από τότε που ζούσαν μέσα στις σπηλιές σιγά-σιγά συνειδητοποίησαν ότι αν θέλουν να μακρύνουν τον βίο τους, αν θέλουν να του δώσουν κι άλλες διαστάσεις, αν θέλουν να ζήσουν πέρα από τον πεπερασμένο βίο τους, ο μόνος τρόπος είναι αυτός της δημιουργίας. Η συνειδητοποίηση της σημασίας της δημιουργίας και το αέναο κυνήγι της τελειότητας, είναι που κάνει τον άνθρωπο να έχει τα πόδια να πατούν βαριά στη γη, τα χέρια να ξεμακραίνουν μέχρι εκεί που δεν μπορούν να φτάσουν και το βλέμμα στραμμένο στα βάθη του ουρανού.
Ο βαρόνος Οσμάν και ο Ναπολέων Γ', με ένα μαζικό πρόγραμμα αστικής ανανέωσης και δημιουργίας νέων λεωφόρων, πάρκων και δημοσίων έργων στο Παρίσι που συνήθως αναφέρεται ως μετασχηματισμός του Παρισιού, κατά τη Δεύτερη Αυτοκρατορία, αναμόρφωσαν την πόλη και προσάρτησαν έντεκα κοινότητες γύρω της. Η προσάρτηση αύξησε το μέγεθος της πόλης από τα δώδεκα, στα σημερινά είκοσι δημοτικά διαμερίσματα του Παρισιού. Ο βαρόνος Οσμάν κατασκεύασε νέο υδρευτικό και αποχετευτικό δίκτυο. Δημιούργησε πάρκα στο αγγλικό μοντέλο, στο κέντρο του Παρισιού στα δάση της Βουλώνης της Βενσέν. Στο Ιλ ντε λα Σιτέ κατεδάφισε τα περισσότερα από τα ιδιωτικά κτήρια και έδωσε σ' αυτή την περιορισμένη έκταση γης διοικητικό και θρησκευτικό χαρακτήρα. Ανάμεσα στα νέα έργα του βαρόνου ήταν η κατασκευή της Όπερας, οι μεγάλοι λεωφόροι, η κεντρική αγορά, γνωστής ως Λε Αλ και όλα αυτά που εν τέλει συναποτελούν την εικόνα του κέντρου του Παρισιού ,που έχουμε μέχρι σήμερα.
Ο διάσημος μηχανικός Γκιστάβ Άιφελ, ο οποίος μόλις είχε ολοκληρώσει τη συμμετοχή του στη δημιουργία του Αγάλματος στην Ελευθερία, δέχεται πιέσεις από τη γαλλική κυβέρνηση να σχεδιάσει κάτι εντυπωσιακό για την επερχόμενη Έκθεση του 1889 στο Παρίσι, ενώ αυτός έχει κατά νου ν’ ανοίξει δρόμους και σήραγγες για το μετρό της πόλης. Το ερωτικό παρελθόν του Άιφελ θα του χτυπήσει την πόρτα και θα του σηκώσει το βλέμμα προς τον ουράνιο θόλο και το ασύλληπτο.
Η σκουριασμένη επιτροπή των σοφών επιμένει ότι η πόλη έχει ανάγκη από κάτι πολύ δυνατό, υψιπετές για να επουλώσει τις πληγές, να σκουπίσει τα δάκρυα και να γεμίσει αυτοπεποίθηση μια πόλη που είχε υποστεί βαριές ήττες, ασύλληπτα βάσανα και μαρτυρικό πόνο από τις απανωτές πολεμικές ταπεινώσεις και αιματηρές εξεγέρσεις.
Ο σκηνοθέτης Μαρτέν Μπουρμπουλόν γοητεύεται από τη σύλληψη του διάσημου αρχιτέκτονα και μηχανικού για τον Πύργο. Η κάμερα κινείται γύρω του, πάνω του και κυρίως στα σχέδια και μοντέλα του αρχιτέκτονα για τον Πύργο, όπως θα προσέγγιζε ένα γυμνό γυναικείο κορμί, ένα φιλήδονο ξάφνιασμα ή μια ερωτική φαντασίωση. Ο Μπουρμπουλόν με τη γνώση και τη βεβαιότητα που έχει πια, για το τι σημαίνει ο Πύργος για τη σύγχρονη πόλη, χωρίς τις ενστάσεις, τις παλινδρομήσεις και τις αμφισβητήσεις του παρελθόντος, με την κινηματογράφηση του υμνεί τη σύλληψη και το ίδιο το έργο. Όλα όμως ανατρέπονται όταν στη ζωή του εμπνευσμένου μηχανικού εμφανίζεται η Αντριέν, ένας παλιός μεγάλος και «ανεφάρμοστος» έρωτας, κι εδώ έρχεται να επιβεβαιωθεί η ρήση του Αριστοτέλη Ωνάση «Αν δεν υπήρχαν γυναίκες, όλα τα λεφτά του κόσμου δεν θα είχαν σημασία» και όλοι οι πύργοι του κόσμου θα ήταν χαμόσπιτα, καλύβες και παράγκες συμπληρώνουμε μετ’ επιτάσεως, γιατί πίσω από σπουδαία έργα υπάρχει με κάποιο τρόπο μια γυναίκα, αν δεν υπάρχει γυναίκα το έργο θα αποδειχτεί μικρής διάρκειας και ασήμαντης αξίας. Στην ταινία μας, όμως, η παρουσία της γυναίκας, ενός ιστορικά αμφισβητούμενου έρωτα, το ιδιαίτερο ειδικό βάρος που αποκτά στη ροή της ταινίας, έρχεται να υποσκάψει τα θεμέλια του έργου του Μπουρμπουλόν και να αφήσει τον πύργο του να αιωρείται στο κενό της καλλιτεχνικής ολοκλήρωσης, μπαταρισμένος στην πλευρά της εύκολης συγκίνησης, της γλυκανάλατης ερωτικής ιστορίας και τα στερεότυπα των ρομαντικών ταινιών.
Ενώ η ταινία έχει όλες τις προϋποθέσεις να αναπτυχθεί και να υψωθεί όπως ο πύργος, ανάμεσα στις όμορφες λήψεις της κατασκευής του, τα υπέροχα πλάνα των εργασιών και τις δυνατές σεκάνς της τιτάνιας προσπάθειας, υποστηριζόμενη από την στέρεη φωτογραφία του Ματίας Μπουκάρντ, σκορπίζεται σε μια αμφιλεγόμενη ερωτική ιστορία. Ο Άιφελ ονειρεύεται ένα έργο που θα ξεπερνούσε τις ταξικές διακρίσεις, θα έρχονταν σε επαφή με ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας και θα το χαίρονταν όλοι ανεξαιρέτως, ανεξάρτητα από την οικονομική τους επιφάνεια και την κοινωνική τους διαστρωμάτωση. Φρόντιζε, μάλιστα, ο ίδιος ο εμπνευστής του Πύργου και για τις συνθήκες εργασίας των ανθρώπων που απασχολήθηκαν στο έργο. Προσπαθούσε να εμπνεύσει το εργατικό δυναμικό και να το κάνει να αισθανθεί ότι χτίζει το μέλλον, το δικό του και του Παρισιού. Όλα αυτά είναι τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας και η κινηματογράφηση δεν θα έπρεπε στιγμή να τα παραμερίσει, δεν θα έπρεπε η ταινία ούτε στιγμή να ξεχάσει ότι το θέμα είναι ο Πύργος του Άιφελ κι όλα τ’ άλλα υποστυλώματα της ανέγερσής του. Δυστυχώς όμως, από ένα σημείο και μετά, η ταινία θρυμματίστηκε σε μια ερωτική ιστορία, η οποία ελέγχεται σοβαρά και για την ιστορική της ακρίβεια.
Ο πύργος επικρίθηκε πολύ από την ελίτ όταν κατασκευάστηκε, πολλοί είχαν την άποψη πως ήταν αντιαισθητικός. Οι εφημερίδες της εποχής γέμιζαν με οργισμένες επιστολές από την καλλιτεχνική κοινότητα του Παρισιού. «Δεν νομίζετε πως ο όρθιος μαστόδοντας θα αποθαρρύνει τους τουρίστες μας;» είναι μία από τις πρώτες αντιδράσεις. Ο μυθιστοριογράφος Γκυ ντε Μωπασσάν λέγεται ότι έτρωγε το μεσημεριανό του γεύμα στο εστιατόριο του Πύργου κάθε μέρα. Όταν τον ρώτησαν γιατί, απάντησε ότι ήταν το μοναδικό μέρος στο Παρίσι, από όπου κάποιος δεν μπορούσε να δει τον πύργο. Ενώ, ο ποιητής Πολ Βερλαίν άλλαζε δρόμο για να μην τον βλέπει.
Κάποιες φορές ο ορίζοντας μιας πόλης είναι πιο σημαντικός και από την ίδια την πόλη, αλλά πάντα ο ορίζοντας της πόλης είναι πιο σημαντικός από τις σκουριασμένες απόψεις, τις συντηρητικές θεωρήσεις και τις βαλτωμένες συνήθειες. Γιατί το Παρίσι του Οσμάν δεν κινδύνεψε ποτέ από τον πύργο. Ο Άιφελ είναι ένα σημείο από το οποίο μπορεί να ατενίσει κανείς μέχρι την Όπερα Γκαρνιέ, τη Μονμάρτη, την Παναγία των Παρισίων, το Λούβρο, τις γέφυρες, το ποτάμι, τη Ντεφάνς. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι από τον πύργο του Άιφελ μπορεί να δει κανείς με καθαρότητα μέχρι τα βάθη της ιστορίας και με ευκρίνεια μέχρι τις παρυφές του μέλλοντος.