διαφορετικά θα διαβεί την ανοικτή θύρα του απρόσεκτου και αδιάφορου και θα αναζητήσει άλλη συντροφιά. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του θαύματος είναι η λεπτεπίλεπτη κορμοστασιά του, πρέπει κανείς να είναι λίγο προσεκτικός για να το διακρίνει, να το εντοπίσει αλλά δεν είναι και αιώνιο, μια στιγμή είναι το θαύμα, που στη συνέχεια μπορεί να κρατήσει αιώνια, αλλά για μια στιγμή κάνει την εμφάνισή του και πρέπει να το προλάβουμε. Κάποιες φορές το θαύμα είναι χωνεμένο σε μια αγάπη, σε ένα φιλί ή σε μια χειρονομία, άλλες πάλι σε μια φράση, μια ματιά ή μια φιλοφρόνηση, αλλά εκεί που η πραγματικότητα βρίσκεται σε μια αφόρητη, βασανιστική ακινησία, εκεί εκρήγνυται το θαύμα μέσα στην πραγματικότητα κι όλα γίνονται μαγικά. Το νου μας όμως γιατί τα θαύματα είναι λεπτεπίλεπτα και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί κι ευαίσθητοι για να μην φύγουν για άλλους τόπους κι άλλους κόσμους.
Ένα από τα τελευταία σενάρια που έγραψε ο σπουδαίος κινηματογραφιστής Έτορε Σκόλα, πριν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, τον χειμώνα του 2016, ήταν αυτή η ιστορία με τίτλο «Un Drago a Forma di Nuvola», που μετασχηματίστηκε σε νουβέλα από τον λογοτέχνη Ίβο Μιλάτσο και μετά ξεναμεταμορφώθηκε κινηματογραφική ιστορία και σενάριο για να ταξιδέψει στα βαθιά σκοτάδια της κινηματογραφικής αίθουσας και τα βαθιά ερέβη της ανθρώπινης ύπαρξης.
«Το Μικρό Βιβλιοπωλείο στο Παρίσι» είναι μια γλυκόπικρη ταινία σαν αυτές που έφτιαχνε ο Έτορε Σκόλα, ο οποίος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του ιταλικού και ευρωπαϊκού κινηματογράφου με ταινίες όπως, Βίαιοι, βρώμικοι και κακοί (Brutti, Sporchi e Cattivi, 1976) για την οποία βραβεύτηκε από το Φεστιβάλ των Καννών, Μια ξεχωριστή μέρα (Una Giornata Particolare, 1978) για την οποία βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, Η ταράτσα (La terazza, 1980), Η Οικογένεια (La Famiglia, 1987) και Σπλέντορ (Splendor, 1989).
Ο Βιτσέντζο ο βιβλιοπώλης (Σέρτζιο Καστελίτο) είναι βυθισμένος σε κάποια γραφική γειτονιά του Παρισιού, ανάμεσα στα βιβλία του και τη φροντίδα της κόρης του. Για τις ανάγκες της ταινίας η κομψή γειτονιά δημιουργήθηκε στα στούντιο της Cinecitta. Ο Βιτσέντζο έχει αφιερωθεί στην φροντίδα της έφηβης κόρης του, η οποία μετά από ένα σοβαρό ατύχημα βρίσκεται καθηλωμένη σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο και περιορισμένη στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου, χωρίς διάθεση να έρθει σε επαφή με την ζωή που σουλατσάρει έξω, χωρίς την ανάγκη να έρθει σε επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, χωρίς την ανάγκη να ζήσει αυτά που της αναλογούν. Στο ισόγειο βρίσκεται το βιβλιοπωλείο το οποίο μπορεί να επουλώσει κάθε τραύμα και κάθε ανθρώπινη ψυχική ανάγκη και στον επάνω όροφο ζει η έφηβη με τα ανεπούλωτα σωματικά και ψυχικά τραύματα.
-Και η κόρη σου; Δεν την αναφέρεις ποτέ.
-Για εκείνη ζω, απαντά με τη μεγαλύτερη φυσικότητα ο ήρωάς μας. Ο Βιτσέντζο ζει ανάμεσα στην αγωνία να βοηθήσει την κόρη του, στην ανησυχία του για την καθημερινότητά της και την προσπάθεια του να στηρίξει την αδύναμη ψυχική της κατάσταση. Σε όλη αυτή τη διαβρωτική, εναγώνια αλλά και αναποτελεσματική προσπάθεια παίρνει δύναμη από τα διαβάσματά του, από τις λογοτεχνικές ιστορίες, από τα βιβλία που τον περιτριγυρίζουν. Ο Βιτσέντζο προσπαθεί να σύρει όλη την κατάσταση σε μια φυσιολογική ρότα, αλλά τίποτα δεν φαίνεται ικανό να αλλάξει την προδιαγραμμένη πορεία των πραγμάτων. Τα όνειρα λαμπαδιάζουν την στιγμή που τα πάντα πνέουν τα λοίσθια και το θαύμα εμφανίζεται μέσα στα σκοτάδια, στη βροχή και την απελπισία.
Η Γιολάντ μια ερασιτέχνης ηθοποιός αναζητώντας τον χαμένο σκύλο της, εισβάλει στο διώροφο κτίριο της παραίτησης κι όλα ανατρέπονται. Η ίδια καταφέρνει να απεγκλωβιστεί από μια σχέση αδιέξοδη και βασανιστική, αλλά επιτέλους αυτή η εισβολή και η παρουσία της ζωντανής γεμάτη δύναμη και χυμούς γυναίκας θα μεταμορφώσει και τον Βιτσέντζο σε ήρωα - πρωταγωνιστή μια τρυφερής, ρομαντικής ιστορίας, σαν αυτές που κατανάλωνε νυχθημερόν σκυμμένος στα βιβλία και τις αναγνώσεις του. Ο βιβλιοπώλης θα αφυπνιστεί, αφού πρώτα γοητευθεί από την πληθωρική Γιολάντ, θα ξαναθυμηθεί τι είναι ο έρωτας και θα αρχίσει να ρίχνει χρώματα στον καμβά της γκρίζας και άχρωμης ζωής του. Ο βιβλιοπώλης μας θα παρασύρει την «ακατέργαστη» Γιολάντ στον κόσμο του βιβλίου, της λογοτεχνίας και των ιστοριών του κι ο ίδιος θα παρασυρθεί από την ζωντάνια, το σφρίγος και την ομορφιά της στον κόσμο της τρυφερότητας, της μαγείας και του έρωτα.
Όλα αυτά θα ήταν ωραία και καλά αν το όλο εγχείρημα δεν βούλιαζε στον άμετρο ρομαντισμό, στον ξεχειλωμένο ιδεαλισμό και στον γλυκανάλατο λυρισμό.
Οι χαρακτήρες γίνονται μονοδιάστατοι, τα επεισόδια προβλέψιμα και το τέλος δεδομένο, αλλά καλό είναι να μπούμε στο σινεμά γιατί «Θα σου πω κάτι...» έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ «Οι σκέψεις δεν είναι ποτέ ειλικρινείς. Οι συγκινήσεις είναι».