πλαστογραφήσει δυο τρεις καλές συμφωνίες με τον διάβολο και ένα πλήρες και ολοκληρωμένο συμβόλαιο με το πεπρωμένο του. Ως ατελές ον ο άνθρωπος, εκεί που χαρτογραφεί και συνάπτει συμφωνίες, βάζει με την ποίηση, με τη μουσική, με το χορό με την τέχνη γενικότερα και μια φωτιά στο είναι του, γιατί ποτέ και με τίποτα ένας πραγματικά ανήσυχος άνθρωπος και ένας καλλιτέχνης, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τον τύπο που βλέπει στον καθρέφτη του και με την ύπαρξη που ανασαίνει μέσα του. Από αυτήν τη φωτιά θα αποκαλυφθεί μια άγνωστη πτυχή της ύπαρξής μας, απαραίτητη να διανύσουμε κάποια, λίγα μίλια προς την αυτογνωσία.
Στα «Μαγνητικά Πεδία» η Έλενα περιφέρεται στους δρόμους της Αθήνας κοιτάζει στις βιτρίνες, η ματιά της πέφτει τυχαία στο πρόσωπό της, που καθρεφτίζεται σε κάποια τζαμαρία και διαπιστώνει ότι πια δεν της αρέσει αυτό που βλέπει, δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της και δεν θέλει πια τίποτα από αυτά που κάποτε λαχταρούσε. «Έτσι», λέει, «όπως περπατούσα σ’ ένα δρόμο και κοιτάχτηκα στις βιτρίνες των καταστημάτων… είδα μια ‘θεία’… που ήμουν εγώ. Και δε μου άρεσε. Και είπα ‘δεν είσαι καλά εδώ, φύγε’… Εμένα, ρε παιδί μου, τον εαυτό μου… δεν τον αναγνώρισα.»
Αυτά μας περιγράφει και την βλέπουμε να οδηγεί τον αλλοπαρμένο Ζωρζ, το σαραβαλάκι αυτοκίνητό της, προς την εθνική οδό της Αθηνών – Κορίνθου. Η Έλενα μοιάζει να μην έχει προαποφασίσει τίποτα αλλά και τίποτα δεν θέλει να το αφήσει στην τύχη του και στην προδιαγραμμένη του πορεία. Μπορεί να μην έχει καμιά όρεξη για φτηνές επαναστάσεις, αγωνιώδη και αφελή επίρριψη ευθυνών στους γύρω, στους άλλους και στα πάντα, αλλά και με τίποτα δεν θέλει ν’ αφήσει τα πράγματα να λιμνάσουν, να βαλτώσουν, να την πνίξουν. Μπορεί να μην έχει σχέδιο, όραμα και πλάνο αλλά έχει κουράγιο, αγωνία και ψυχή. Στο δρόμο της η Έλενα δεν θα συναντήσει τυχαία τον Αντώνη, θα συναντήσει αυτόν τον άνδρα, γιατί επέλεξε να φύγει από την Αθήνα, να ξεστρατίσει από τη ζωή της, να αναζητήσει το άγνωστο, το καινούργιο, αυτό που θα την ξυπνήσει που θα την συνεφέρει, από τον αστικό λήθαργο που λίγο πολύ ζούμε όλοι μας.
Ο Αντώνης όχι από υποχρέωση, όχι από καθήκον αλλά από μια αέρινη επιθυμία, μιαν εσώτερη ανάγκη, μια αγγελική αγωνία προσωρινής φυγής, έβαλε τα οστά της θείας Μαρίας στο αστραφτερό κουτί και ξεκίνησε με το δικό του σαραβαλάκι για το νησί των λίγο και επιλεκτικά τρελαμένων και μόνιμα απορημένων. Στο νεκροταφείο ενός χωριού της Κεφαλονιάς, λοιπόν, στο οποίο γεννήθηκε η θεία, σκοπεύει να αποθέσει τα οστά της ο μανιώδης καπνιστής μας. Το σαραβαλάκι του Αντώνη όμως είναι πιο σαραβαλάκι κι από τον Ζωρζ της Έλενας και τα στυλώνει, τα φτύνει και δεν μπορεί να βγει καν από το φέρι της γραμμής. Το πρόβλημα είναι μηχανολογικό ή μεταφυσικό; Όλα συγκλίνουν ούτως ώστε η τεθλασμένη γραμμή της Έλενας να συναντηθεί με το αργόσυρτο ημικύκλιο του Αντώνη.
Έτσι ο Ζώρζ με το φούξια φτερό, η θεία Μαρία με το απαστράπτον κουτί, ο Αντώνης με το κόκκινο σκουφί και τα Καρέλια κασετίνα, η Έλενα με το μολυβένιο σώμα, την αέρινη φωνή και τη σκουρόχρωμη αγωνία, ξεκινούν ένα road movie με οδηγό τον Γιώργο Γούση και με αλλοπρόσαλλη πορεία και ευμετάβλητη κατεύθυνση.
Μαγνητικό πεδίο ονομάζεται γενικά ο χώρος εντός του οποίου ασκούνται μαγνητικές δυνάμεις σε κινούμενα ηλεκτρικά φορτία ή σε μερικά μεταλλικά υλικά. Το μαγνητικό πεδίο ανιχνεύεται εύκολα με τη βοήθεια μιας πυξίδας ή μαγνητικής βελόνας της οποίας ο προσανατολισμός μεταβάλλεται λόγω του μαγνητικού πεδίου. Ο Γιώργος Γούσης λοιπόν είναι αυτός που δημιούργησε τον «χώρο» του μαγνητικού πεδίου, ούτως ώστε η Έλενα Τοπαλίδου και ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος να ασκήσουν τις μαγνητικές τους δυνάμεις στα κινούμενα ηλεκτρικά φορτία που κουβαλάμε εντός μας και σε μεταλλικά υλικά που, από τον βίο που διάγουμε, κουβαλάμε μόνιμα πάνω μας, ούτως ώστε να έχουμε ένα φιλμ χειροποίητο μέχρι το τελευταίο του καρέ, το οποίο μας περιγράφει με την πιο αναγκαία, ρηξικέλευθη και γόνιμη ασάφεια, αυτά που μας πληγώνουν, μας αφυδατώνουν και μας αφήνουν άδεια κουφάρια στα ρείθρα των προσδοκιών μας. Στο φιλμ μας το μαγνητικό πεδίο, παρά τις βεβαιότητες του ορισμού της Wikipedia, που αντιγράψαμε πιο πάνω, δεν ανιχνεύεται καθόλου εύκολα ούτε με πυξίδες, ούτε με μαγνητικές βελόνες, γιατί χρειάζεται ο εμπνευσμένος προσανατολισμός του σκηνοθέτη στους χωμάτινους δρόμους της ανθρώπινης ύπαρξης, η παλλόμενη ευαισθησία και ευγενική τοποθέτηση στην ψηλότερη οκτάβα του γυναικείου θαύματος, της Έλενας Τοπαλίδου και η γκρεμισμένη βεβαιότητα και θρυμματισμένη αγωνία του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου για να βρούμε τόπο να σταθούμε, γωνιά να ακουμπήσουμε, φως για να ατενίσουμε μέχρι τα βάθη των φόβων μας, έως τις άκρες των επιθυμιών μας.
Ο Γούσης μιλώντας για την ταινία του είπε: «Τα “Μαγνητικά Πεδία” είναι το σύμπαν της ταινίας. Δηλαδή είναι ένας χώρος, συγκεκριμένα ένα νησί, που ασκούνται μαγνητικές δυνάμεις μεταξύ δύο φορτίων. Τα δύο φορτία είναι τα δύο φορτία που κουβαλούν οι πρωταγωνιστές: ο ένας κουβαλάει ένα εσωτερικό, αόρατο φορτίο, και ο άλλος ένα εξωτερικό, ορατό φορτίο. Και με έναν τρόπο οι δύο αυτοί χαρακτήρες μαγνητίζονται και ασκούνται αυτές οι αδιόρατες δυνάμεις μεταξύ τους που τους κάνουν να θέλουν να συνταξιδέψουν, να συνυπάρχουν για όσο το δυνατόν πιο πολύ».
Τα «Μαγνητικά Πεδία» του Γιώργου Γούση, επελέγη για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 95η διοργάνωση βραβείων Όσκαρ και άρα να διεκδικήσει το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας Μεγάλου Μήκους, όπως ανακοίνωσε το ΥΠΠΟΑ. Την επίσημη υποψηφιότητα της Ελλάδας για το Βραβείο Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας Μεγάλου Μήκους (πρώην Βραβείο Ξενόγλωσσης Ταινίας), στο πλαίσιο της 95ης διοργάνωσης της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, επέλεξε επταμελής επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό.
Ο Γούσης (συνυπογράφει το σενάριο με τους δύο ηθοποιούς του) και η ταινία του, από γεωγραφία δεν σκαμπάζουν, γι αυτό βρίσκονται πότε εδώ πότε εκεί, χωρίς σταθερή πορεία και σκοπό, αλλά δεν χρειάζονται γνώσεις πατριδογνωσίας για να μας πάει εκεί που πραγματικά θέλει, για να μας οδηγήσει δηλαδή, στα πιο απόκρημνα ακρωτήρια της ανθρώπινης υπόστασης, να μας ταξιδέψει στους κακοτράχαλους δρόμους της αγωνιώδους και στριφνής συνύπαρξης του άνδρα και της γυναίκας, να μας ξεναγήσει στους συννεφιασμένους τόπους του ημιτελούς και του λειψού, να μας παρουσιάσει το αφόρητα επαναλαμβανόμενο και το ανυπόφορα ανόητο, που χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, μας πνίγει και μας θραύει κάθε μέρα, σε κάθε τόπο, με κάθε τρόπο.
Η κάμερα του Γούση (μια miniDV) με την αισθητική μιας βιντεοκασέτας, πότε ταξιδεύει στα ανήμερα τοπία, πότε κινείται κολλημένη στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου εμμονικά και πότε καρφώνεται απέναντι από τους ηθοποιούς, ασάλευτη σαν μάρτυρας κατηγορίας του αναίτιου βίου όλων μας, μα πάντα με τη σιγουριά αυτών που θέλει να ιστορήσει και να αποτυπώσει, γιατί έχει τη σκευή ο σκηνοθέτης να μας εγκλωβίσει στα μαγνητικά πεδία του τα οποία είναι φορτισμένα από αληθινά συναισθήματα, από αγωνιώδεις ανησυχίες και σπαραχτικές στιγμές. «Η θέση μας είναι κάπου ανάμεσα στην ύπαρξη και τη μη ύπαρξη, δηλαδή ανάμεσα σε δύο αποκυήματα της φαντασίας». Έγραφε ο Γαλλορουμάνος φιλόσοφος Emile M. Cioran και κει ανάμεσα δίνουμε τις σκληρότερες μάχες τις οποίες, τις περισσότερες φορές, χάνουμε αλλά αν δεν τις δώσουμε δεν θα έχουμε απλώς ηττηθεί, θα έχουμε καταποντιστεί.