Προϋποθέτει υπεύθυνους ανθρώπους η ελευθερία, που μπορούν ανά πάσα ώρα και στιγμή να λάβουν αποφάσεις και να επωμιστούν τις όποιες επιπτώσεις και ευθύνες προκύψουν. Πολλές φορές, λοιπόν, οι άνθρωποι προτιμούν να αποφασίζουν άλλοι για τους ίδιους, αυτό φαίνεται πως τους καθησυχάζει, τους κρατά ασφαλείς στον χουχουλιαστό κόσμο της ρουτίνας και της επανάπαυσης και απολαμβάνουν να κάθονται μπροστά στον τηλεοπτικό δέκτη τους και από κει να μαθαίνουν τι πρέπει να τους αρέσει, τι πρέπει να καταναλώνουν, με τι πρέπει να λυπούνται και πότε πρέπει να χειροκροτούν. Έτσι κι αλλιώς η τηλεόραση είναι η τρανταχτή απόδειξη της επικράτησης της αφόρητης συνήθειας και της ρουτίνας επί της ανθρώπινης ευαισθησίας. Είναι αλήθεια πως έρχονται πότε, πότε κάποια προγράμματα, μερικές καλές τηλεοπτικές στιγμές, να διαψεύσουν αυτόν τον κανόνα, δύσκολα όμως, σχεδόν ποτέ, δεν συμβαίνει με καθημερινές σειρές. Όταν έχουμε τις κακές μας και βρισκόμαστε μπροστά σε έναν τηλεοπτικό δέκτη με ένα πρόγραμμα που μας ταλαιπωρεί, να θυμόμαστε τα λόγια του Γάλλου κριτικού Φρεντερίκ Μπεγκμπεντέ «Η ζωή είναι χειρότερη από την τηλεόραση, επειδή δεν μπορείς ν’ αλλάξεις κανάλι».
Η σειρά του ΜEGA «η Γη της Ελιάς» για δεύτερη σεζόν, όπως δείχνουν οι μετρήσεις, γοήτευσε το κοινό. Στα νέα επεισόδια, στη μικρή κοινωνία της Μάνης, συμβαίνουν δυσανάλογα μεγάλα γεγονότα και απρόσμενες ανατροπές για μια τόσο περιορισμένη περιοχή. Βεντέτες, ανταγωνισμοί, οικονομικά συμφέροντα, κρυφά πάθη, φθόνοι, ζήλιες, δολοφονίες, η μία κατάσταση διαδέχεται την άλλη, με τέτοιο τρόπο που να μην παίρνει ανάσα ο θεατής, αλλά κυρίως να μην παίρνει το τηλεκοντρόλ στο χέρι για αναζητήσεις μακριά από το κανάλι και το πρόγραμμά του, έτσι, βρίσκει τον Ανέστη νεκρό η Μαργαρίτα, ο αστυνομικός Κουράκος και η Ιουλία χωρίζουν, η Μαρίνα και ο Μάνος παντρεύονται και πάει λέγοντας. Η γη της Μάνης πέρα από ελιές πρώτης διαλογής, παράγει και μπόλικο έγκλημα, περισσότερο από όσο μπορεί να φανταστεί κανείς, αρκετή ίντριγκα, αντιστρόφως ανάλογη με την έκταση του τόπου και πολλές βεντέτες και πάθη δυσανάλογα με τον ισχνό πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής. Η Ισμήνη πέφτει θύμα απόπειρας δολοφονίας, κάποιοι απαγάγουν τη Βασιλική, εισβάλει και η Ελπίδα στις φυλακές για να βοηθήσει την Αθηνά στον άγριο ξυλοδαρμό της στη φυλακή κι όλα αυτά μοιάζουν σαν φυσικό φαινόμενο, σαν μια κατάσταση που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα της περιοχής.
Η «Γη της Ελιάς» ένα δράμα που εξελίσσεται στην Ελληνική επαρχία στην νότια Πελοπόννησο και τη Μάνη. Στηρίζεται σε ένα σενάριο με συχνές, απροσδόκητες, όχι πάντα ρεαλιστικές, ανατροπές που ανανεώνουν τη δράση, τους χαρακτήρες και το ενδιαφέρον του κοινού. Τη σκηνοθεσία της σειράς υπογράφει ο Ανδρέας Γεωργίου του οποίου η επιστροφή στο κανάλι με το συγκεκριμένο σίριαλ αποτέλεσε όπλο για το κανάλι απέναντι στα πολλά ριάλιτι και τις σειρές των άλλων τηλεοπτικών σταθμών. Η νέα σειρά του σκηνοθέτη είναι σε σενάριο της Βάνας Δημητρίου και σε παραγωγή της εταιρίας που διατηρεί όλα αυτά τα χρόνια με τον Κούλλη Νικολάου.
Η ιστορία γνωστή και ξαναειπωμένη. Το σενάριο ανακατεύοντας τις γνωστές πρώτες ύλες του πάθους, της ίντριγκας, του μυστηρίου, της φιλίας, των συμφερόντων και της επιβολής, δεν φέρνει κάτι καινούργιο στα τηλεοπτικά ήθη, αλλά φροντίζει αυτά που βλέπουμε να δημιουργούν ένα πλέγμα ενδιαφέροντος και ελεγχόμενης ανησυχίας. Η παραγωγή της σειράς, η καλλιτεχνική διεύθυνση, η σκηνοθεσία κινούνται σε αξιοπρεπή επίπεδα χωρίς τίποτα να ενοχλεί, αλλά και τίποτα να είναι καινούργιο, φρέσκο, πρωτότυπο.
Ενδιαφέρον στοιχείο της σειράς είναι η αξιοποίηση σημαντικών παλαιότερων ηθοποιών που ήρθαν να μας θυμίσουν την ευχέρεια και την άνεση που είχαν και εξακολουθούν να έχουν απέναντι στον φακό όπως ο Νίκος Γαλανός και η Μάρω Κοντού.
Γοητεύει η παρουσία της Άντζελα Γκερέκου και εμπλουτίζει τη σειρά η παρουσία της Λυδίας Κονιόρδου. Ο Γιώργος Παρτσαλάκης καλός όπως πάντα, παίρνει πάνω του και το απαραίτητο χιουμοριστικό κομμάτι της σειράς, το οποίο καλό θα ήταν να αναπτυχθεί περαιτέρω για να βγαίνει το σίριαλ από την αχαλίνωτη μουρτζουφλιά και συνεχή ίντριγκα. Η επιτυχημένη πορεία της «Γης της Ελιάς» συνεχίζεται, λόγω της περυσινής επιτυχίας και την φετινή σεζόν και τα πάθη της οικογένειας Βρεττάκου και των «κατοίκων» της Αρεόπολης, της Οιτύλου και των περιοχών της Μάνης θα κρατήσουν συντροφιά στους θεατές για αρκετό καιρό ακόμα.
Ο σκηνοθέτης Αντρέας Γεωργίου ο οποίος διευθύνει τη σειρά έχει σαφείς και συγκεκριμένους στόχους τους οποίους επιτυγχάνει με απόλυτη ακρίβεια. Δεν βολοδέρνει ανάμεσα σε ανέφικτους καλλιτεχνικούς στόχους και σε θολές ανύπαρκτες κινηματογραφικές υπερπαραγωγές. Στρωτά, περιεκτικά, χωρίς χάσματα, κενά προσπαθεί να αφηγηθεί μια ιστορία ή μάλλον ένα σύνολο από ιστορίες τις οποίες τις ενοποιεί ο χώρος, ο χρόνος και οι συμβάσεις του θεατή. Ο Γεωργίου και οι συνεργάτες του από το πρώτο πλάνο μέχρι την τελευταία επιλογή έχουν ξεκάθαρο ότι σκοπεύουν να κάνουν μαζική, εύπεπτη, απλή, λαϊκή τηλεόραση.
Όπως πέρυσι, λοιπόν, έτσι κι φέτος με την πρώτη νότα του μπαγλαμά του τραγουδιού, που σημαίνει την έναρξη της σειράς, το οποίο ερμήνευσε η Ασπασία Στρατηγού και έγραψαν η Ελένη Ζιώγα και ο Χρίστος Στυλιανού, οι τηλεθεατές έχουν πάρει θέση μπροστά στο δέκτη τους, για να παρακολουθήσουν όσα συμβαίνουν, εκεί στον νότο. Είναι έτοιμοι οι τηλεθεατές να χαθούν μέσα στα φοβερά και τρομερά που συμβαίνουν στον πυρήνα της εύπορης οικογένειας Βρεττάκου, στις μικρές πόλεις τις περιοχής, στους καρποφόρους ελαιώνες της. Είναι έτοιμοι οι τηλεθεατές να συγκινηθούν με τα δράματα και τα παθήματα και όσα θα συμβούν στους κατοίκους, γηγενείς, μέτοικους, επισκέπτες και λοιπούς περιφερόμενους της περιοχής. Παρακολουθώντας τα πάθη, τους έρωτες, τις συνήθειες και τις ανάγκες της μικρής κοινωνίας έρχονται στο μυαλό μας τα λόγια της Maya Angelou «Οι ανάγκες της κοινωνίας προσδιορίζουν την ηθική της» αλλά οι ανάγκες ενός καθημερινού προγράμματος είναι πάνω και πέρα από τις ανθρώπινες ανάγκες και προσαρμοσμένες μόνο στον αδηφάγο αγώνα της τηλεοπτική επικράτησης.