κινηματογράφο, ότι είναι η ζωή αλλά με σιδερένιο ντεκουπάζ και πολύ σφιχτό μοντάζ. Βασικό χαρακτηριστικό του κινηματογράφου είναι ότι παράγει μνήμη, αναπτύσσει την μνήμη μπορεί και να είναι και ο ίδιος μια έκφανση της μνήμης. Αλλά κανείς δεν μπορεί να μιλήσει καλύτερα για μια ταινία, από τη σκοτεινή αίθουσα και το φως της μηχανής προβολής που αναπαράγει πλάνα μνήμης ενός σπουδαίου σύγχρονου παραμυθά, του Στίβεν Σπίλμπεργκ ο οποίος σημειώνει «Δεν ονειρεύομαι τη νύχτα, ονειρεύομαι όλη τη μέρα, ονειρεύομαι για να ζω».
Δεκαετία του 50 στο «The Fabelmans» οι γονείς και ο μικρός Σπίλμπεργκ, με το όνομα Σάμι μπαίνουν στον κινηματογράφο για να δουν την ταινία The Greatest Show on Earth του Cecil B. DeMille. Για τον πατέρα του, τον Burt (Paul Dano), έναν ηλεκτρολόγο μηχανικό ο κινηματογράφος είναι ένα ενδιαφέρον τεχνικό επίτευγμα, ενώ για τη μητέρα του τη Mitzi (Michelle Williams), μία μουσικό που οι υποχρεώσεις της καθημερινότητας δεν την αφήνουν να ασχοληθεί με αυτά που τόσο πολύ αγαπά, το σινεμά είναι όνειρα, συγκίνηση και φαντασία. Ο κινηματογράφος είναι και τα δύο μόνο που οι γονείς κάνοντας σωστές διαπιστώσεις αποκλίνουν, δεν συγκλίνουν. Ο μικρός Σάμι μπορεί να επιτύχει εκεί που οι γονείς του αποτυγχάνουν. Η σκηνή της σύγκρουσης του τρένου στην ταινία που είδε τον πανικόβαλε, τον συγκίνησε, τον συγκλόνισε. Για να αναχαιτίσει τον τρόμο που του προκάλεσε η σεκάνς, ο μικρός Σάμι κινηματογραφεί με την κάμερα του πατέρα του, ένα τρενάκι από τα παιχνίδια του, με επιμονή και φαντασία τη σκηνή κι έτσι επιτυγχάνει να ξορκίσει το φόβο, να λυτρώσει τους εφιάλτες του και να ξεκινήσει ένα ταξίδι στα βάθη της κινηματογραφικής τέχνης.
Πηγαίνοντας εκείνο το βράδυ με την οικογένεια του ο μικρός Σάμι, βρέθηκε σε μια συνάντηση η οποία ήταν σχεδιασμένη από την Τύχη, την Έμπνευση και την Ανάγκη. Αυτή η ενορχηστρωμένη συνάντηση οδήγησε ένα παιδί στον κόσμο των «εφαρμοσμένων ονείρων», τον κινηματογράφο σε πιο ήσυχους δρόμους κι εμάς δίπλα στο παραγώνι της συγκίνησης, να καταναλώνουμε όμορφα παραμύθια με μοναδικό, απλό και γοητευτικό τρόπο, όπως μέχρι την εμφάνιση του Στίβεν Σπίλμπεργκ δεν είχαμε δει. Έφηβος πια ο Σάμι Φέιμπλμαν δέχεται τον θείο του σε μια αναπάντεχη επίσκεψη, ο πρώην θηριοδαμαστής του Χολιγουντ θα του αποκαλύψει και μιαν αναπάντεχη αλήθεια πως «το να είσαι καλλιτέχνης θα σκίσει την καρδιά σου και θα σε αφήσει μοναχό». Ο έφηβος Σάμι βουτηγμένος στην επιθυμία να φτιάξει εικόνες σε κίνηση, να συνομιλούν μεταξύ τους και παράλληλα να αφηγούνται στους άλλους, μικρές ιστορίες, αξιοποιεί την οικογένεια του, τους συμμαθητές του, γνωστούς και άγνωστους και πάνω στις ράγες της αγωνιώδους ενηλικίωσης, μοντάρει και συναρμολογεί κομμάτι, κομμάτι ένα σχέδιο που ακόμα είναι σε εξέλιξη.
«Οι ταινίες είναι όνειρα που δεν ξεχνάς ποτέ» ακούγεται σαν τρυφερή προτροπή στο φιλμ και την ολοκληρώνει το εμβληματικό πλάνο της ταινίας, στο οποίο ο μικρός βάζει τις χούφτες του σαν οθόνη, μπροστά στη μηχανή προβολής και πάνω τους τρέχουν μαγικές εικόνες συνεχίζοντας την κεντρική ιδέα της ταινίας, οι δε χειροποίητες ταινίες σαν αυτές που έφτιαχνε ο μικρός Σάμι, συνέχισε να φτιάχνει μεγαλύτερος ο Στίβεν και ακόμα συνεχίζει να δημιουργεί ο σπουδαίος Σπίλμπεργκ είναι αυτές που τρυπώνουν για τα καλά στην ανθολογία του παγκόσμιου κινηματογράφου, στις πιο συγκινητικές στιγμές των κινηματογραφόφιλων όλου του κόσμου και στα κατάβαθα της ασίγαστης συλλογικής μνήμης.
Η ιδέα της ταινίας απασχολούσε από πολλά χρόνια τον Σπίλμπεργκ, αλλά δεν είχαν μπει στη θέση τους όλα τα κομμάτια του παζλ, γιατί όπως εκμυστηρεύεται ο ίδιος, «Δεν θα μπορούσα να είχα γράψει την ταινία με κάποιον άνθρωπο που δεν εκτιμώ και λατρεύω πραγματικά, κάποιον που δεν με γνωρίζει τόσο καλά και εκείνος έτυχε να είναι ο Τόνι Κούσνερ», ομολογεί ο σκηνοθέτης. «Το μόνο που μέτραγε ήταν να μπορώ να εκφραστώ ελεύθερα σε κάποιον, να αποκαλύψω τα πάντα δίχως να νιώθω αμήχανος και ντροπιασμένος.
«Σ’ αυτή την οικογένεια είμαστε ή επιστήμονες ή καλλιτέχνες. Ο Σάμι είναι στη δική μου ομάδα σ’ εμένα έμοιασε» ακούγεται να λέει η μητέρα του Σάμι στην ταινία.
Ο Σπίλμπεργκ παίρνει το φωτογραφικό άλμπουμ της οικογένειας του και μας το ανοίγει υπογραμμίζοντας αυτά που τον επηρέασαν περισσότερο, δεν κρύβει τις πληγές που προκλήθηκαν, ούτε σταματά να γελά και να χλευάζει συμπεριφορές και συνήθειες της οικογένειας και του εβραϊκού του περιβάλλοντος. Κινηματογραφεί με πίκρα και συγκίνηση τις αναγκαίες και συνεχείς μετακομίσεις της οικογένειας για να βοηθηθεί η καριέρα του πατέρα, μιλά με τρυφερότητα για τη μητέρα του, η οποία κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται, πως χάριν της εξυπηρέτησης των επιδιώξεων και των σχεδιασμών της οικογένειας της, εγκατέλειψε τις δικές της ανάγκες και έβαλε σε δεύτερη μοίρα τους δικούς της στόχους. Όλα αυτά κι άλλα πολλά τα εξομολογήθηκε στον φίλο και συνεργάτη του σεναριογράφο Τόνι Κούσνερ ο Σπίλμπεργκ με τον οποίο ξεκίνησαν να γράφουν το σενάριο. Η παιδική ηλικία πιθανόν να είναι η μόνη πραγματική μας πατρίδα γιατί όπως λέει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ «Οι περισσότερες ταινίες μου αποτελούν μια αντανάκλαση όσων συνέβησαν στα πρώτα χρόνια της ζωής μου». Τα βιώματα, οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι απόψεις διαχέονται στο έργο του οποιουδήποτε κινηματογραφιστή. «Με ό, τι κι αν καταπιάνεται ένας σκηνοθέτης, ακόμα κι αν είναι το σενάριο κάποιου άλλου, η ζωή του καταλήγει να ξεχύνεται επί της οθόνης, είτε του αρέσει, είτε όχι. Απλώς συμβαίνει» καταλήγει ο σπουδαίος σκηνοθέτης. Η συγκίνηση είναι το προνομιακό πεδίο του Σπίλμπεργκ σε όλο το έργο του δεν θα μπορούσε να λείπει από μια ταινία που είναι νοτισμένη στη νοσταλγία, την παιδική ηλικία και την οικογένεια. Οι γονείς του παρουσιάζονται δυο ημιτελείς άγγελοι που τον νοιάζονται και τον φροντίζουν, με το ένα λάθος να διαδέχεται το άλλο. Το χιούμορ και οι κωμικές καταστάσεις δεν αφήνουν την ταινία να βυθιστεί στον άκρατο μελοδραματισμό και την κάνουν να ταξιδεύει πάνω στο γερό σκαρί της ειλικρίνειας και της ευαισθησίας. Όλα όμως αυτά φωτισμένα από τον δυνατό προβολέα της ζωής του Στίβεν Σπίλμπεργκ τον κινηματογράφο. Μια ταινία μελαγχολική γιατί όταν κοιτάζουμε το παρελθόν δεν γίνεται να μην μας κατακλύσει η θλίψη, ρομαντική γιατί τέτοια θέματα αν δεν τους φερθεί κάποιος με την ανάλογη λεπτότητα, τα κομμάτια γίνονται αιχμές και πληγώνουν, αστεία γιατί έτσι αρδεύεται η ξερή επιφάνεια των κλειστών και άγονων κοινωνιών. Το «The Fabelmans» είναι η πιο προσωπική ταινία του δημιουργού της, στην οποία δεν ξέρουμε ποιες από τις σκηνές είναι αληθινές, ποιες εμπνεύστηκε ο σεναριογράφος, ποιες στέκουν ανάμεσα στις αναμνήσεις του σκηνοθέτη και την πραγματικότητα, αλλά όπως έλεγε ο άλλος μεγάλος σκηνοθέτης Φρεντερίκο Φελίνι «Σε κάποιο βαθμό όλα είναι ρεαλιστικά. Δεν υπάρχουν σύνορα ανάμεσα στη φαντασία και στο πραγματικό», ανάμεσα στη φαντασία και στο πραγματικό υπάρχει μόνο η τέχνη και όλες οι εκφάνσεις της, για να δημιουργούν γέφυρες και να ανοίγουν δρόμους στο μεγάλο και δύσκολο ταξίδι της ανθρώπινης ύπαρξης.
*Η ταινία την πρώτη εβδομάδα προβολής της
έκοψε μόλις 7.833 εισιτήρια
σε 81 αίθουσες πανελλαδικά.
Τα δε εισιτήρια της περιόδου
μετά βίας φτάνουν τα 5 εκατομμύρια
ενώ το 2019 πλησίαζαν τα διπλάσια.
Όταν πηγαίνει τόσο άσχημα ταινία του Σπίλμπεργκ,
ο κινηματογράφος,
όπως τουλάχιστον τον γνωρίσαμε μέχρι σήμερα,
πρέπει να τρέμει σύγκορμος.