Αξίζει, είναι αλήθεια, να φέρουμε κομμάτια από το παρελθόν όταν έχουμε κάτι να σχεδιάσουμε, να δημιουργήσουμε, διαφορετικά ας το αφήσουμε στη βαθιά μνημολήθη και το έρεβος.
Η σειρά «Το Νησί» διαδραματίζεται το 1939 στο χωριό Πλάκα στο Λασίθι της Κρήτης αγαπήθηκε από το κοινό και θεωρείται ως μία από τις πιο ποιοτικές δουλειές που παρουσιάστηκε ποτέ στην εγχώρια μικρή οθόνη. Η σειρά ήταν βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Βρετανίδας συγγραφέως Βικτόρια Χίσλοπ. Πρωταγωνιστές της ιστορίας η Ελένη (Κατερίνα Λέχου), ο Γιώργης (Στέλιος Μάινας) και οι δύο μικρές τους κόρες που ζουν ήρεμα στο μικρό τους ψαροχώρι μέχρι τη στιγμή που συναντιούνται με τη μοίρα και τη σκληρότητά της.
Στο «Μια Νύχτα του Αυγούστου» της ΕΡΤ, η σειρά παρακολουθεί τον ανεστραμμένο βίο των ηρώων της. Έξι χρόνια έχουν περάσει από τη δολοφονία της Άννας Βανδουλάκη (της μικρότερης κόρης της Ελένης). Ο σύζυγος και φονιάς της, Ανδρέας Βανδουλάκης (Γιάννης Στάνκογλου) βρίσκεται στη φυλακή με ισόβια κάθειρξη και η απαξίωση είναι τέτοια που κανείς δεν τον έχει επισκεφτεί στη διάρκεια αυτών των χρόνων. Κάποια στιγμή θα δεχτεί μια απρόσμενη επίσκεψη η οποία θα βάλει στις ράγες της ανέλιξης την ιστορία. Θα τον επισκεφθεί η μεγάλη της αδερφή Μαρία (Γιούλικα Σκαφιδά) της δολοφονημένης Άννας (Ευγενία Δημητροπούλου). Εκεί στη φυλακή θα συμβούν πολλά συνταρακτικά γεγονότα τα οποία αναδεικνύουν τη φυλακή σαν μια μικρή, δύσκολη και σκληρή κοινωνία με τους δικούς της άγραφους αλλά και απαράβατους νόμους. Ο ξάδερφος του Ανδρέα, Μανώλης (Γιώργος Καραμίχος), μετά τη δολοφονία φεύγει για τον Πειραιά και χωνεύεται στη ζωή της Τρούμπας, του ποτού και των αναμνήσεων, ενώ δίπλα του ξεδιπλώνονται ενδιαφέρουσες ιστορίες γεμάτες ανέχεια, αγάπη, πόνο και σκληρότητα. «Το παρελθόν μου είναι όλα όσα απέτυχα να είμαι» έγραφε ο Φερνάντο Πεσσόα και το «Μια νύχτα του Αυγούστου» ακροπατά πάνω σ’ αυτήν την λεπτή γραμμή που χωρίζει τη δυνατότητα να οδηγηθούμε κάπου στο βίο μας, από την ανάγκη να απολαύσουμε τη ζωή όπως μας έχει προσφερθεί.
Ανδρέας Βανδουλάκης (Γιάννης Στάνκογλου) σκληρός, μονοκόμματος, άγριος, ο οποίος είναι έτοιμος να φτάσει στα άκρα να φέρει με μιας το κακό αλλά είναι έτοιμος να πληρώσει αγόγγυστα το τίμημα. Όταν το μυαλό του δεν χάνεται μέσα στις συναισθηματικές ατραπούς μπορεί να βρίσκει το μέτρο και τη δικαιοσύνη αλλά καθορίζεται από τη μεγάλη απάνθρωπη στιγμή. Η παρουσία του Γιάννη Στάνκογλου στον ρόλο διαγράφει αδρά και με ευκρίνεια τον χαρακτήρα. Σε κάποια πλάνα δε στα οποία έχει φωτιστεί με ιδιαίτερα εμπνευσμένο τρόπο, η φιγούρα του μοιάζει απόκοσμη, βιβλική.
Μανώλης (Γιώργος Καραμίχος) συναισθηματικός, επιπόλαιος που άγεται και φέρεται από τα συναισθήματα και τα ερεθίσματα της στιγμής. Το ποτό και οι καταχρήσεις λειτουργούν σα βαρίδια που τον τραβούν στον βούρκο και στον αφανισμό. Δεν μπορεί να αξιοποιήσει καμιά δεύτερη ευκαιρία γιατί είναι ανασφαλής, φοβισμένος και λιγόψυχος. Όταν προσπαθεί να βγει στην επιφάνεια είναι πολύ αργά και έχει χάσει τη σανίδα πάνω στην οποία θα μπορούσε να κρατηθεί. Ο Γιώργος Καραμίχος με το βλέμμα πότε τρομαγμένο και αλαφιασμένο, πότε καρφωμένο στο πουθενά και πότε χαμένο στο κενό δίνει σάρκα και οστά σε έναν ήρωα που αγωνίζεται να σταθεί ανάμεσα στο χρέος και την ανάγκη.
Η Αγάθη (Μαρία Καβογιάννη) είναι μια γυναίκα γεμάτη κατανόηση, ενσυναίσθηση, αγάπη και δύναμη. Πολεμά το άδικο και το βρώμικο και δίνει κουράγιο από το υστέρημά της στους ανθρώπους γύρω της. Δεν προσβάλλεται και δεν κακιώνει με την κακή συμπεριφορά των ανθρώπων που φιλοξενούνται στην πανσιόν της γιατί αντιλαμβάνεται ότι όλα αυτά τα ναυάγια της ζωής που μπαίνουν στο φιλόξενο μικρό ξενοδοχείο της, δεν κάνουν ό,τι κάνουν από κακία και έχθρα αλλά από ανασφάλεια και φόβο. Η Μαρία Καβογιάννη απλώνει τη συναισθηματική της ασπίδα σε κάθε γωνιά της μικρής της πανσιόν και τυλίγει κάθε γυναίκα, παιδί και τσακισμένο άνδρα που την έχει ανάγκη.
Η Μαρία Πετράκη (Γιούλικα Σκαφιδά) είναι η μεγάλη αδελφή της δολοφονημένης, φτιαγμένη να δέχεται και να μοιράζει αγάπη, φτιαγμένη να διορθώνει τις αδικίες και να φροντίζει τις πληγές των αγαπημένων της αλλά κι αυτών που η ζωή δεν στάθηκε μαζί τους τρυφερή. Η Γιούλικα Σκαφιδά με μέτρο, λεπτότητα και βάθος φωτίζει τη Μαρία και δίνει σιγουριά και ασφάλεια στους γύρω της και στη σειρά ολόκληρη.
Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει η Ζωή Σγουρού «Η αφήγηση αναφέρεται σε μια ιδιαίτερη περίοδο. Βρισκόμαστε στην Ελλάδα των ‘60s, σε πολύ δύσκολα περιβάλλοντα: σε μια φυλακή ή στην Τρούμπα. Και εκεί μέσα υπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούσατε να πείτε ότι είναι απλώς κακοί. Όλοι όμως έχουν τα τραύματά τους αλλά και τα φωτεινά τους. Από τις γρίλιες μπαίνει φως. Με ενδιαφέρει αυτό το φως αλλά και το σκοτάδι, στην αντίθετη περίπτωση. Επίσης, πολύ σημαντική για εμένα είναι η ψυχή των ανθρώπων. Μου αρέσει όταν χαρακτηρίζουν τη σειρά ψυχογράφημα, γιατί πράγματι ασχοληθήκαμε με τις ψυχές των ανθρώπων. Βουτήξαμε μέσα τους. Μου αρέσουν οι άνθρωποι, οι ψυχές. Και θέλω να συναντιούνται και να αισθάνονται» σημείωσε σε συνέντευξη της. Η σκηνοθέτις υπογραμμίζει στη σειρά τις ευαίσθητες, τις τρωτές και δύσκολες στιγμές των ηρώων της, την βοηθάει καταλυτικά στην προσπάθειά της, η φωτογραφία του Έρικ Γκιόβον και οι ερμηνείες των εξαιρετικών ηθοποιών της, ενώ το σενάριο υπογράφει ο Παναγιώτης Χριστόπουλου. Στην παραγωγή συμμετέχει και η ίδια η Βικτώρια Χίσλοπ, η οποία έτσι συνεχίζει την πολύ επιτυχημένη συνεργασία της με τη δημόσια τηλεόραση μετά την περυσινή υπέροχη «Καρτ Ποστάλ». Το τραγούδι που ακούγεται στους τίτλους τέλους της σειράς λέγεται «Αργοπετώ» με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου να είναι υπεύθυνος για τη σύνθεση της πρωτότυπης μουσικής και έχει γράψει τους στίχους τους τραγουδιού, το οποίο ερμηνεύει μοναδικά η Βερόνικα Δαβάκη. Η σειρά αποτελείται από 14 επεισόδια και μαζί με τον «Maestro», αποτελούν τις πιο καλές ελληνικές σειρές της περιόδου. Το «Μια νύχτα του Αυγούστου» μας μεταφέρει αβίαστα - αλαφροΐσκιωτα από την Κρήτη και την Τρούμπα του Πειραιά μέχρι το Μεταξουργείο και τη Σαλαμίνα, με φόντο την άγρια, ανασφαλή και διψασμένη κοινωνία της δεκαετίας του 1960. Είναι μια συγκινητική συρραφή στιγμών, γεγονότων και εντυπώσεων μιας εποχής που πια δεν έχουμε την πολυτέλεια να την εξετάσουμε χωρίς να την ενοχλήσουμε, να την ερευνήσουμε χωρίς να την κακοποιήσουμε και να την αναλύσουμε χωρίς να την πληγώσουμε, έχουμε όμως τη δυνατότητα να την αναπολήσουμε για να διδαχτούμε και να την νοσταλγήσουμε για να ονειρευτούμε.