Το ίδιο και τα άλλα πλάσματα επί γης. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζωντανό σε τούτο τον πλανήτη, που μέρα, νύχτα, για χρόνια, στη διάρκεια όλης του της ζωής, προσπαθεί αενάως να είναι κάτι άλλο, από αυτό που η φύση αποφάσισε να είναι.
Ο Ιρλανδός σκηνοθέτης ΜακΝτόνα μας μεταφέρει στα 1923 και μάλιστα «εφευρίσκει» κι ένα νησάκι δυτικά της Ιρλανδίας για να μιλήσει για τα υπαρξιακά, εθνικά, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει αυτή η παράξενη νησιωτική χώρα και οι άνθρωποί της. Η ταινία ξεκινά με τον βιολιστή Κολμ Ντόχερτι να ανακοινώνει στον στενό του φίλο Πάτρικ Σάλιβαν, ότι πια δεν επιθυμεί να έχουν φιλικές σχέσεις και όχι μόνο να μην πίνουν πια τις μπύρες τους παρέα κάθε μεσημεροαπόγευμα, αλλά ούτε καν να ανταλλάσσουν χαιρετισμό.
- Πες μου τι σου έκανα; ρωτά με αγωνία ο εμβρόντητος επιστήθιος φίλος μέχρι πρότινος του Πάτρικ
-Δεν μου έκανες κάτι, απλώς δεν σε συμπαθώ, απαντά απροσδόκητα, αγέρωχα και αδιάφορα Κολμ Ντόχερτι.
Ο Ντόχερτι αφού ζύγισε τη ζωή που πέρασε, την ζωή που του απομένει κι έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν έχει χρόνο για ανούσιες συνευρέσεις και αδιάφορο κουβεντολόι. Μπορεί για τους συντοπίτες του ο Πάτρικ να είναι ευάρεστος και συμπαθής αλλά για τον Κολμ έχει καταντήσει βαρετός και χασομέρης ο οποίος του σπαταλά τον χρόνο. Έτσι ο μουσικός αποφασίζει ότι επιθυμεί να διανύσει τον υπόλοιπο βίο του συνθέτοντας μουσική και δημιουργώντας συνθέσεις, πονήματα και πράγματα για τα οποία θα αξίζει να τον θυμούνται οι επόμενες γενιές.
-Κανέναν δεν θυμόμαστε από τον 17ο αιώνα επειδή ήταν καλός άνθρωπος.
Όμως θυμόμαστε τη μουσική της εποχής και όλοι ξέρουν το όνομα του Μότσαρτ. Ολοκληρώνει το τελεσίγραφο ο αποφασισμένος Κολμ. Ο Πάτρικ χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του, με την απώλεια του πιο σημαντικού φίλου του. Η απόρριψη έρχεται και σπάει πάνω του, ταράζοντας συθέμελα την ύπαρξή του. Στην προσπάθειά του ο συντετριμμένος Πάτρικ να βρει ένα modus vivendi με τον πρώην φίλο του, πιέζει αφόρητα τον Κολμ, ο οποίος πια εξαγριώνεται και γίνεται περισσότερο επιθετικός. Μάλιστα με αποφασιστικότητα ενημερώνει τον θλιμμένο φίλο του κάθε φορά που θα τον ενοχλεί, θα προσπαθεί να τον προσεγγίσει ή θα προσπαθεί να μιλήσει μαζί του, ο Κολμ θα κόβει ένα από τα αριστερά του δάχτυλα με ένα σχεδόν σκουριασμένο ψαλίδι κουρέματος προβάτων. Στην εναγώνια προσπάθεια του Πάτρικ να υπάρξει μια στοιχειώδης προσέγγιση ο Κολμ του αποδεικνύει ότι εννοεί αυτά που λέει και πια βιολί θα παίζει με τέσσερα δάχτυλα.
Παρόλο που η αδερφή του Πάτρικ, η Σιομπάν, και ο Ντόμινικ, προσπαθούν να εκτονώσουν την κλιμακούμενη αντιδικία δεν τα καταφέρνουν. Σιγά, σιγά σ’ αυτήν άγρια διελκυστίνδα, εμπλέκεται ολόκληρο το χωριό, ενώ στο νησί, ανατολικά, μαίνεται ο πραγματικός εμφύλιος ο οποίος έχει οδυνηρές συνέπειες και τραγικά αποτελέσματα για όλη την Ιρλανδία.
Τα Πνεύματα του Ινισέριν έχουν προταθεί για 10 βραβεία BAFTA και 9 Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία τα βραβεία για την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και το σενάριο του ίδιου του σκηνοθέτη Μακντόνα και τις τέσσερις δυνατές ερμηνείες. Ο Κόλιν Φάρελ έχει τιμηθεί ήδη από τις Χρυσές Σφαίρες και το Φεστιβάλ Βενετίας.
Ένα μέλλον χωρίς αγαπημένο πρόσωπο είναι συχνά χαοτικό και μοιάζει μη διαχειρίσιμο, αφόρητο και δυσβάσταχτο για τους ενήλικες.
Η θλίψη που βιώνουν οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι όταν απομακρύνονται από κάποιο φίλο τους, αλλά και ο προβληματισμός πάνω στην κατάρρευση της παιδικής φιλίας ή των οικογενειακών δεσμών, η στενομυαλιά, ο εγωισμός, το πείσμα και ο επαρχιωτισμός είναι ο πυρήνας της ταινίας. Το σύμπαν και το ανθρώπινο μυαλό, το καθένα ξεχωριστά, δεν δημιουργούν το Παράλογο, αλλά μάλλον, το Παράλογο προκύπτει από την αντιφατική φύση του γεγονότος ότι και τα δύο υπάρχουν ταυτόχρονα. «Ακόμα κι όταν κάποιος είναι πεπεισμένος για την απελπισία του, πρέπει να δρα σαν να ελπίζει. Ή να αυτοκτονεί. Ο πόνος δεν δίνει δικαιώματα», έγραφε ο Αλμπέρ Καμί.
Ο ιρλανδικής καταγωγής σκηνοθέτης, σεναριογράφος και, μην ξεχνάμε, σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας Μάρτιν ΜακΝτόνα, αξιοποιώντας την βαθιά γνώση της ιρλανδικής κοινωνίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τα πλεονεκτήματα, τις αδυναμίες, τις εμμονές και τις δεξιότητες του νησιώτικου λαού, λαξεύει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ζωντανούς, αληθινούς ανθρώπους, τους οποίους με όσα παράλογα στοιχεία και να τους φορτώσει γίνονται κάποιες φορές μυστηριώδεις, κάποιες άλλες γελοίοι, αλλά είναι πάντα αληθινοί. Στο υπέροχο σενάριο του Μακ Ντόνα το παράλογο, το αδιανόητο και το απρόσμενο, διασταυρώνονται μαγικά με τη φύση του ανθρώπου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αλλοπαρμένων νησιωτών.
«Στα Πνεύματα του Ινισέριν» διαπλέκονται αρμονικά το πνευματώδες χιούμορ, η μελαγχολία, ο παραλογισμός, και το μυστήριο. Τα υπέροχα τοπία, δένονται με τα ροζιασμένα χέρια και τα σκαμμένα πρόσωπα των κατοίκων, οι λεπτοδουλεμένοι διάλογοι είναι αρμονικά συνδεδεμένοι με τους πειστικούς χαρακτήρες και τις απολαυστικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών αλλά κυρίως των τεσσάρων πρωταγωνιστών της των Κόλιν Φάρελ, Μπρένταν Γκλίσον, Κέρι Κόντον και τον Μπάρι Κιόγκαν.
Στον φριχτό κόσμο που ζούμε πρέπει με κάθε ευκαιρία να σταματάμε, για να σκεφτούμε ήρεμα κάτι παράλογο, μόνο και μόνο για να αποσυμπιέσουμε όλον αυτόν τον αφόρητο ορθολογισμό, ο οποίος αφυδατωμένος και σκεβρωμένος, όπως έχει καταντήσει, τείνει να παρασύρει στην πτώση του κάθε τι που παρεκκλίνει από το ορθόν και αποδεκτόν, οτιδήποτε διαθέτει χυμούς και ζωντάνια, οτιδήποτε είναι περιεκτικό και ουσιώδες. Δεν είναι τυχαίο, η καρδιά με τις επιθυμίες της, τους πόθους και τις ανάγκες της, έχει τους λόγους της, που η λογική ποτέ δεν θα μάθει.