πώς του χαμογέλασε αν του χαμογέλασε το πρωινό, ο γείτονας ή η συνάδελφος. Αν όμως θέλαμε να χωρέσουμε κάθε πρωινό σπινθήρισμα, κάθε μεσημεριανή μόχλευση και κάθε νυχτερινή ακρότητα σε μια φράση, θα λέγαμε ότι αγάπη σημαίνει να αφήνεις στον άλλον, χώρο να είναι όπως θέλει να είναι και όπως ίσως δεν θέλει, αλλά έτσι μπορεί, γιατί αγάπη είναι ταυτόχρονα κι άπλετο φως και βαθύ σκότος.
Στο Μπλε καφτάνι βρισκόμαστε σ’ ένα δαιδαλώδη, στενόκαρδο και υποφωτισμένο παραδοσιακό κόσμο. Ο Χαλίμ και, η γυναίκα του, η Μίνα συντηρούν και συντηρούνται από ένα μικρό μαροκινό παραδοσιακό ραφείο. Το γοητευτικό ζευγάρι παρά το πέρασμα των χρόνων, ζει ήρεμα και συνετά, αν και ότι είχαν να πουν, το είπαν στο διάβα των 25 χρόνων γάμου και ότι είχαν να αφηγηθούν ο ένας στον άλλον το ολοκλήρωσαν με τις τελευταίες φράσεις να έχουν μείνει μετέωρες στο κενό, ανάμεσα στα πολύχρωμα υφάσματα και τη ρουτινιάρικη ζωή τους, ανάμεσα στις βαθιές επιθυμίες τους και τα καλά κρυμμένα μυστικά τους. Η Μίνα κάνει τις συνεννοήσεις με τις πελάτισσες, τις συμφωνίες, κουμαντάρει το ραφείο. Η υγεία της όμως δεν βαίνει καλώς και τα αγαπημένα της μανταρίνια δεν είναι αυτά που θα την βοηθήσουν να αναλάβει. Ο Χαλίμ μετά την παρέλευση 25 χρόνων έγγαμου βίου, ερωτικά έχει σιγήσει με τη Μίνα και η γυναίκα του σιωπηρά αποδέχεται τις κλεφτές ερωτικές αναζητήσεις του άνδρα της στο ανδρικό χαμάμ.
Η τέχνη του καφτανιού χρειάζεται υπομονή, επιμονή, χρόνο και αντοχή, ιδιότητες που πρέπει μέσα από τις βελονιές να διαχυθούν στο ύφασμα και το ρούχο. «Το καφτάνι πρέπει να επιβιώσει περισσότερο από κείνον που το φοράει. Πρέπει να αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου» ψιθυρίζει ο Χαλίμ. Οι μαθητευόμενοι του ταπεινού ραφείου δεν έχουν ούτε χρόνο να ξοδέψουν, ούτε υπομονή να επενδύσουν γι’ αυτό εγκαταλείπουν γρήγορα – γρήγορα το μικρό ραφείο κι αφήνουν τον Χαλίμ να ράβει αργά, αργά και στοχαστικά το μπλε καφτάνι με τη χρυσή κλωστή. Ο Γιουσέφ που καταφθάνει στο παραδοσιακό ραφείο φαίνεται πως διαθέτει όλα τα χαρίσματα που χρειάζεται ένας καλός μαθητευόμενος της ραφής του καφτανιού και κάτι παραπάνω. Ο Γιουσέφ ρουφά κάθε βελονιά του παραδοσιακού ράφτη, απολαμβάνει κάθε έκφραση του προσώπου του, εξετάζει κάθε ματιά του. Γίνεται η βελόνα που διασχίζει αργά και νωχελικά τη ζωή του αφεντικού του. Φαίνεται όμως πως η παρουσία του Γιουσέφ και η σχέση του με τον άνδρα της «κεντάει» και τη Μίνα και την κάνει να νιώθει έντονα τα σημάδια της ανησυχίας μαζί με αυτά της ασθένειας που την κατατρώει.
Η Μαριάμ Τουζανί (Μαροκινή δημιουργός και ηθοποιός, γεννημένη στην Ταγγέρη το 1980) πιστεύει ότι το φιλμ έχει να κάνει με την αγάπη και όχι με την ομοφυλοφιλία.: «Αυτό που θέλω να πετύχω μέσα από αυτήν την ταινία είναι να δημιουργήσω ενσυναίσθηση για τους χαρακτήρες, να τους γνωρίσετε, να τους δώσω την ευκαιρία να καταλάβουν ποιοι είναι, να τους αγαπήσετε όπως είναι. Για μένα λοιπόν είναι πάνω από όλα μια ταινία για την αγάπη, δεν είναι μια ταινία για την ομοφυλοφιλία. Είναι μια ταινία για την αγάπη. Πιστεύω ειλικρινά ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας πει πώς να αγαπήσουμε ή να μην αγαπήσουμε κάποιον, ανεξάρτητα από το μέρος στο οποίο ζούμε στον κόσμο». Όπως λέει η σκηνοθέτις θέμα της ταινίας της είναι η αγάπη, δίνει όμως πολύ καλές αφορμές και πλούσιο υλικό να γίνουν συζητήσεις και για το θέμα της ομοφοβίας, την καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία και τις ασφυκτικές κοινωνικές συμβάσεις, οι οποίες συνθλίβουν το άτομο και τις επιλογές του. Η ταινία απέσπασε το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στις Κάνες, βραβείο κοινού και Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) στο 28ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας "Νύχτες Πρεμιέρας".
«Το μπλε καφτάνι» κινείται με γνώμονα τον άνθρωπο και με ευαισθησία πλησιάζει τις ερωτικές επιλογές των χαρακτήρων και με λεπτότητα προσεγγίζει τις συναισθηματικές τους αναζητήσεις. Η ταινία είναι συναισθηματικά φορτισμένη καθ’ όλη της τη διάρκεια, χωρίς να καταφεύγει σε ευκολίες και χωρίς ποτέ να υπερβάλλει ή να εκβιάζει τη συγκίνηση ή την αναίτια διέγερση.
Η ταινία είναι «χειροποίητη» και έχει ολοκληρωθεί βελονιά τη βελονιά όπως το μπλε καφτάνι με τις χρυσές κλωστές του Χαλίμ, βασισμένη και στις χαμηλών τόνων, γεμάτες αποχρώσεις ερμηνείες των Σαλέχ Μπακρί, Λούμπνα Αζαμπάλ, Αγιούμπ Μισιούι. Μέσα από τη λεπτοκομμένη κινηματογραφική αφήγηση, ξεπροβάλλει ανάγλυφα ένας κόσμος αγάπης, κατανόησης και ενσυναίσθησης, αλλά κάνουν έντονη την παρουσία τους και ο σεξισμός, η καταστολή, η ομοφοβία, η εγκατάλειψη. Η σκηνοθέτις δεν προσπαθεί να κρύψει τις ραφές της ταινίας, τουναντίον τις αφήνει να διακρίνονται καθαρά, όπως οι χρυσές βελονιές πάνω στο μπλε ύφασμα. Αδρά περιγράφεται στην ταινία η αναχρονιστική πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν ο Χαλίμ, ο Γιουσέφ και η Μίνα καθώς και το άδικο, η ζήλεια, η καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία, ο φθόνος και οι τρόποι που ανακαλύπτουν οι τρεις ήρωες μας για να μπορέσουν να επιβιώσουν στο βαρύ, πνιγηρό και αφόρητο παραδοσιακό πλαίσιο της κοινωνίας. Η Μαροκινή σκηνοθέτις θεωρεί ότι κάτι αλλάζει στη χώρα της: «Νομίζω ότι σήμερα, έχουμε αρχίσει να είμαστε πιο ανοιχτοί, καθώς βλέπουμε άρθρα στα ΜΜΕ που κάνουν λόγο για άτομα της LGBTQ+ κοινότητας, ενώ πριν δεν υπήρχε καμιά αναφορά. Με άλλα λόγια, αρχίζουν να υπάρχουν στα μάτια της κοινωνίας και των μέσων ενημέρωσης, κάτι που είναι ήδη ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Αλλά νομίζω ότι έχουμε να διανύσουμε ακόμη πολύ δρόμο». Ούτως ή άλλως οι πεδιάδες της αγάπης είναι αχανείς γιατί πολλά μπορούν να κατανοήσουν οι άνθρωποι, άλλα τόσα μπορούν να συγχωρήσουν, αλλά μέχρι να καταφέρουν ν’ αγαπήσουν τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του συνανθρώπου που ζουν κοντά του, μαζί του ή απέναντι του, έχουμε να διανύσουμε αιώνες άφεσης αμαρτιών και ωκεανούς αιματηρών εξομολογήσεων.