του κάστρου του Ελσινόρης στη Δανία και επικεντρώνεται στον πρίγκιπα Άμλετ, έναν φοιτητή πανεπιστημίου που επιστρέφει στο σπίτι του και βρίσκει τον κόσμο του να έχει ανατραπεί πλήρως. Ο πατέρας του, ο βασιλιάς Άμλετ, έχει πεθάνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες και ο θείος του Κλαύδιος έχει καταλάβει γρήγορα το θρόνο και έχει παντρευτεί τη μητέρα του Άμλετ, τη Γερτρούδη, σε μια άσεμνα βιαστική ένωση, όπως την αντιλαμβάνεται ο Άμλετ.
Από την αρχή, ο Άμλετ είναι βαθιά προβληματισμένος από αυτές τις ραγδαίες αλλαγές και την ηθική διαφθορά που αντιλαμβάνεται στα πράγματα γύρω του. Ο Κλαύδιος, ο οποίος στερείται της ευγένειας και της μεγαλοπρέπειας του εκλιπόντος βασιλιά, θεωρείται από τον Άμλετ σφετεριστής και ευτελής απομίμηση του πατέρα του. Η ένταση αυτή επιτείνεται από τη θλίψη και την αηδία του Άμλετ για τον γρήγορο γάμο της μητέρας του, τον οποίο θεωρεί προδοσία της μνήμης του πατέρα του.
Το υπερφυσικό παρεμβαίνει σύντομα σε αυτό το αυλικό δράμα και δίνει κατεύθυνση στην υπόθεση και ιλίγγους στον πρίγκιπα. Μια νύχτα, το φάντασμα του αείμνηστου βασιλιά Άμλετ εμφανίζεται στις επάλξεις της Ελσινόρης. Το φάντασμα, που στην αρχή είναι ορατό μόνο στους νυχτοφύλακες, επανεμφανίζεται αργότερα στον πρίγκιπα Άμλετ. Σε μια τρομερή αποκάλυψη, το φάντασμα ισχυρίζεται ότι δολοφονήθηκε από τον Κλαύδιο, ο οποίος έριξε δηλητήριο στο αυτί του ενώ κοιμόταν. Αυτή η απρόσμενη ανατροπή βάζει τον Άμλετ σε μια πορεία εκδίκησης, παρακινούμενος από το πνεύμα του πατέρα του να αποδώσει δικαιοσύνη γι' αυτόν τον «βρώμικο και πιο αφύσικο φόνο». Η φράση του πατέρα «Να με θυμάσαι» κόβει, ίδιο τσεκούρι, τη ζωή του πρίγκιπα στα δύο, όλα πια ταξινομούνται πριν την φράση και μετά από αυτήν και η ζωή του Άμλετ και ο τρόπος που σκέφτεται και ο τρόπος που δρα ακόμα και ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα γύρω του, όλα μετά από αυτή τη φράση βάφονται από τα χρώματα της εκδίκησης.
Ωστόσο, ο Άμλετ δεν είναι ένας απλός εκδικητής. Ο πρίγκιπας είναι στοχαστής, φιλόσοφος, επιρρεπής σε βαθιά ενδοσκόπηση και υπαρξιακούς συλλογισμούς. Αυτή η διανοητική φύση περιπλέκει την προσπάθειά του για εκδίκηση. Για να πλοηγηθεί στα ύπουλα νερά της δανέζικης αυλής και να επιβεβαιώσει την ενοχή του Κλαύδιου χωρίς να κινήσει υποψίες, ο Άμλετ προσποιείται ότι είναι τρελός. Αυτή η προσποιητή παραφροσύνη χρησιμεύει ως κάλυμμα για τις ερευνητικές του προσπάθειες, επιτρέποντάς του να διερευνήσει τη συνείδηση των γύρω του, ενώ παράλληλα παλεύει με τις δικές του αμφιβολίες και τα ηθικά του διλήμματα. Η αυλή της Ελσινόρης, ήδη γεμάτη πολιτικές ίντριγκες, μετατρέπεται σε έναν ιστό απάτης και κατασκοπείας. Ο Κλαύδιος, καχύποπτος για την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Άμλετ, προσλαμβάνει τους Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν, πρώην φίλους του Άμλετ, για να τον κατασκοπεύουν. Ο Πολώνιος, ο συκοφάντης σύμβουλος του βασιλιά, παρακολουθεί επίσης στενά, εμπλέκοντας την κόρη του Οφηλία στα σχέδιά του, γεγονός που αυξάνει την ένταση και την τραγωδία. Καθώς ο Άμλετ ταλαντεύεται μεταξύ δράσης και αδράνειας, στήνει ένα έργο που αντικατοπτρίζει τη δολοφονία του πατέρα του, ελπίζοντας να «πιάσει τη συνείδηση του βασιλιά». Ο αντίκτυπος της παράστασης στον Κλαύδιο λειτουργεί ως κομβική στιγμή στο έργο, αποκαλύπτοντας την ενοχή του στον Άμλετ. Αυτή η αποκάλυψη οδηγεί τον Άμλετ ακόμη περισσότερο σε έναν ηθικό και ψυχολογικό λαβύρινθο, καθώς αναλογίζεται τη φύση της δικαιοσύνης, της εκδίκησης και του δικού του ρόλου στην κοσμική τάξη.
O Άμλετ χτυπιέται από τα κύματα της ασίγαστης νιότης και ταυτόχρονα στεφανώνεται από τη σοφία του μέτρου του ορθολογισμού. Αεικίνητος, ακάματος ταγμένος στην εύρεση και αποκάλυψη της αλήθειας. Όταν φτάσει στον πυρήνα της αλήθειας, τα πάντα μπαίνουν σε βρασμό χωρίς επιστροφή. Μόνο η γλυκιά πατρική ανάμνηση είναι ικανή να τον ησυχάσει, να τον ηρεμήσει, να επουλώσει κάθε πληγή και πόνο και ταυτόχρονα να τον οδηγήσει με αποφασιστικότητα στην απόδοση της δικαιοσύνης. Ο Άμλετ νιώθει καλά μόνο όταν έχει στη μνήμη του τον πατέρα του και στόχο του την αποκάλυψη της αλήθειας, όπου αλλού νιώθει ξένος και στο παλάτι του και στη χώρα του ακόμα και στον πλανήτη.
Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες του έργου, οι οποίοι εμπλέκονται στην κεντρική σύγκρουση, συμβάλλουν στην αυξανόμενη ένταση. Η Γερτρούδη, της οποίας τα κίνητρα παραμένουν διφορούμενα, μοιάζει διχασμένη μεταξύ του νέου της συζύγου και του γιου της. Η Οφηλία, παγιδευμένη στα διασταυρούμενα πυρά οικογενειακών και πολιτικών μηχανορραφιών, αντιμετωπίζει τη δική της τραγική πορεία και αποσβολωμένη, θρυμματισμένη ψιθυρίζει σπαρακτικά «Αυτό το υπέροχο μυαλό – πώς ρήμαξε». Ο Λαέρτης, ο γιος του Πολώνιου, καθρεφτίζει την αναζήτηση του Άμλετ για εκδίκηση, προσθέτοντας ένα παράλληλο σκέλος στην αφήγηση.
Στο κορυφαίο έργο του Σαίξπηρ και του παγκόσμιου θεάτρου, ο ποιητής υφαίνει αριστοτεχνικά τα θέματα της θνητότητας, της τρέλας και του υπερφυσικού σε ένα πλούσιο μωσαϊκό, προκαλώντας μας να αναλογιστούμε τα βάθη των ανθρώπινων συναισθημάτων και τις συνέπειες της εκδίκησης. Ο «Άμλετ» παραμένει ένα βαθύ σχόλιο για την ανθρώπινη κατάσταση, εξερευνώντας τη λεπτή ισορροπία μεταξύ σκέψης και δράσης, πραγματικότητας και εμφάνισης, ζωής και θανάτου.
Ο «Άμλετ» είναι ένα συναρπαστικό δράμα που διεισδύει στις πιο σκοτεινές γωνιές της ανθρώπινης ψυχής, με κινητήριο μοχλό έναν πρωταγωνιστή του οποίου η αναζήτηση της αλήθειας και της δικαιοσύνης αποκαλύπτει τις εγγενείς ασάφειες της ζωής. Η περίπλοκη ανέλιξη της ιστορίας του Σαίξπηρ και οι πολύπλοκοι χαρακτήρες εξασφαλίζουν ότι το έργο βρίσκει ανταπόκριση στο κοινό όλων των εποχών, γεγονός που αποδεικνύει τη διαρκή δύναμη και τη σημασία του.
Η Παράσταση
Η παράσταση, αμήχανη, στηριζόταν στις δυνατότητες και μόνο του κάθε ηθοποιού, ο λόγος του ποιητή μπορεί να ακουγόταν από τον α ηθοποιό με μεγαλύτερη διαύγεια από ότι από τον β, αλλά συνολικά όλα χάθηκαν στη σύγχυση και την έλλειψη συγκίνησης και το ανύπαρκτο συνολικό σχέδιο και όραμα.
Ο Άμλετ του Αναστάση Ροϊλού με άνεση μας ταξίδεψε στα βαθιά ερωτήματα του τραγικού ήρωα, με την ίδια ευκολία μας οδήγησε στα βαθιά σκοτάδια του πεπρωμένου του αλλά μέχρις εκεί. Όταν ο πόνος, η απελπισία και ο αφανισμός κυρίευσαν τα γύρω του έπρεπε μόνοι μας να βρούμε τον δρόμο της επιστροφής. Σαν να στέρεψε ο ηθοποιός, σαν να μην είχε άλλη έμπνευση, σαν να μην μπορούσε να υποστηριχτεί μέχρι τέλους από κάποια συνολική θεώρηση της παράστασης. Κυριαρχεί ο ιντριγκαδόρος εκδικητής στην ερμηνεία του ηθοποιού και χάνεται ο θρυμματισμένος από τα γεγονότα, τα βαριά ερωτήματα και τις απάνθρωπες καταστάσεις τραγικός ήρωας.
Η Γερτρούδη της Ιωάννας Παππά δεν μας μετακίνησε ούτε χιλιοστό από τη θέση μας η απελπισία της φθαρμένης, μπερδεμένης και στο τέλος αφανισμένης βασίλισσας χάθηκε μέσα στην ουδέτερη περιγραφή του ρόλου και στην έλλειψη συνολικού οράματος για την παράσταση.
Μέσα στη γενική μετριότητα ο Κλαύδιος του Μιχάλη Συριόπουλου με μπόλικη επιμονή, λίγη ξεροκεφαλιά και με καθαρότητα, σαφήνεια και σχετική επάρκεια μας περιέγραψε αυτά που δεν μπορούσαμε να δούμε και κείνα που έπρεπε να αισθανθούμε πως συνέβαιναν πίσω από τις μισάνοιχτες πόρτες και τα πυκνά σκοτάδια.
Κατά τ’ άλλα η παράσταση κινήθηκε στην περιγραφή του έργου, κανένας δεν μπήκε στον κόπο να σκάψει το έργο, να βρει αυτά που κρύβει πίσω από τη δράση, τις ανατροπές και τις αποκαλύψεις.
Να σημειώσουμε ότι οι «λερωμένοι», «μουτζουρωμένοι» και πειραγμένοι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου αποτυπώνουν με μεγαλύτερη ευκρίνεια την ψυχική κατάσταση του τραγικού ήρωα απ’ ότι η συνολική και σκηνοθετική θεώρηση του έργου. Ακόμα το video-art του Θωμά Παλυβού βρισκόταν σε αρμονία με τους φωτισμούς και τη θρυμματισμένη ψυχική αρμονία του Άμλετ. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου με ακρίβεια υπογράμμιζε, τόνιζε και επισήμαινε αυτά που έπρεπε μέσα στην παράσταση.
Από την παράσταση όμως, έλειπε η συνολική άποψη η οποία θα έφερνε στην επιφάνεια τη συγκίνηση και το συναίσθημα του θεατή. Έτσι δεν νιώσαμε συμπόνια για τα αδιέξοδα και την απελπισία του τραγικού ήρωα μας. Δεν αισθανθήκαμε αποτροπιασμό, θυμό κι οργή γι όλα τα τρομερά που υφαίνονταν πίσω από την πλάτη του Άμλετ, δεν αισθανθήκαμε ούτε την απελπισία, την οδύνη και την τρέλα της Οφηλία παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Τζένης Καζάκου. Όλα κινήθηκαν με έναν μηχανικό μονοδιάστατο τρόπο, με έλλειψη φαντασίας και κυρίως έλλειψη οράματος, για το κορυφαίο έργο του Σαίξπηρ και του παγκόσμιου θεάτρου.
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Σκηνοθεσία: Θέμης Μουμουλίδης
Σκηνικά: Μικαέλα Λιακατά
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί: Νικόλαος Σωτηρόπουλος
Χορογραφία - Κινησιολογία: Πατρίσια Απέργη
Παίζουν: Αναστάσης Ροϊλός, Ιωάννα Παππά, Μιχάλης Συριόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης, Θανάσης Δόβρης, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Τζένη Καζάκου, Άρης Νινίκας, Δημήτρης Αποστολόπουλος.