Το έργο επικεντρώνεται στη συντετριμμένη βασίλισσα της πεσμένης πόλης της Τροίας και χήρα του βασιλιά Πριάμου. Ο πόνος της είναι διττός, σημαδεμένος από την απώλεια των παιδιών της και την προδοσία που αντιμετωπίζει.
Στο πρώτο μέρος του έργου, η Εκάβη βασανίζεται από την επικείμενη θυσία της μικρότερης κόρης της, της Πολυξένης. Το φάντασμα του Αχιλλέα έχει εμφανιστεί, απαιτώντας τη ζωή της Πολυξένης ως προσφορά για να εξασφαλίσει ούριο άνεμο για το ταξίδι στην πατρίδα για τον ελληνικό στόλο. Παρά τις απεγνωσμένες εκκλήσεις της Εκάβης, οι Έλληνες, με επικεφαλής τον Οδυσσέα, αποφασίζουν να εκπληρώσουν την απαίτηση αυτή. Η Πολυξένη, επιδεικνύοντας ευγενές θάρρος, αποδέχεται τη μοίρα της και θυσιάζεται βάναυσα στον τάφο του Αχιλλέα.
Η τραγωδία βαθαίνει στο δεύτερο μέρος, όταν η Εκάβη μαθαίνει για την προδοτική δολοφονία του γιου της, Πολύδωρου. Ο Πολύδωρος είχε σταλεί στην αυλή του Πολυμήστορα, του βασιλιά της Θράκης, για φύλαξη κατά τη διάρκεια του πολέμου, μαζί με έναν θησαυρό. Ωστόσο, ο Πολυμήστωρ, οδηγούμενος από απληστία, σκότωσε τον Πολύδωρο και άρπαξε τον θησαυρό. Η Εκάβη, καταβεβλημένη από θλίψη και οργή, καταστρώνει ένα πανούργο σχέδιο εκδίκησης. Παρασύρει τον Πολυμήστορα και τους γιους του στη σκηνή της με το πρόσχημα της αποκάλυψης κρυμμένων θησαυρών. Εκεί, με τη βοήθεια των Τρωαδιτισσών παίρνει μια βάναυση και δίκαιη εκδίκηση.
Το έργο ολοκληρώνεται με την άφιξη του Αγαμέμνονα, ο οποίος πρέπει να διαιτητεύσει τη διαμάχη μεταξύ της Εκάβης και του Πολυμήστορα. Παρά τους ισχυρισμούς του Πολυμήστορα περί δικαιοσύνης, ο Αγαμέμνονας παίρνει το μέρος της Εκάβης, αναγνωρίζοντας τα βαθιά της βάσανα και το δίκαιο της εκδίκησής της. Η τραγωδία της «Εκάβης» διερευνά δυναμικά τα θέματα της απώλειας, της εκδίκησης και των οδυνηρών συνεπειών του πολέμου, αναδεικνύοντας την ανθεκτικότητα και την απελπισία μιας άλλοτε βασιλικής μητέρας που παλεύει με τον κατεστραμμένο κόσμο της.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν ο Πορτογάλος Τιάγκο Ροντρίγκες, ανέβασε με την Comédie-Française για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ και στη συνέχεια στην Επίδαυρο, την παράσταση «Hecuba, not Hecuba», η οποία βασίζεται μεν στην «Εκάβη» του Ευριπίδη αλλά εστιάζει στη διπλή δοκιμασία μιας ηθοποιού που την ερμηνεύει στη σκηνή ενώ ταυτόχρονα τρέχει στα δικαστήρια καταγγέλλοντας την κακοποίηση του αυτιστικού παιδιού της από το ίδρυμα που το φρόντιζε.
Ο δημιουργός σημειώνει «Η Εκάβη είναι μία από τις μεγάλες τραγικές ηρωίδες που μιλούν για τη δικαιοσύνη και τη μητρότητα, οπότε το ότι αυτές οι δύο ιστορίες –της Νάντιας και της Εκάβης, την οποία υποδύεται– συμπλέκονται ταυτίζεται με το πώς το θέατρο μπορεί να επηρεάσει, ακόμα και να αλλάξει ριζικά τις ζωές μας. Στην ερμηνεία της Εκάβης η Νάντια επηρεάζεται από το δικό της προσωπικό δράμα, καθώς επιδιώκει να δημοσιοποιήσει την υπόθεση κακοποίησης του παιδιού της, προσφεύγοντας δικαστικά κατά του ιδρύματος, το οποίο προσπαθεί να τη συγκαλύψει. Αντίστοιχα, η Νάντια στην πραγματική ζωή εμπνέεται από τη στάση της τραγικής ηρωίδας για να ενθαρρυνθεί και να συνεχίσει τον αγώνα της. Μέσα από το έργο αυτό θέλω να μιλήσω για τη δικαιοσύνη αφενός, για το πώς η λογοτεχνία και το θέατρο μπορούν να ασκήσουν καταλυτική επίδραση πάνω μας αφετέρου, ακόμα και να μας παρακινήσουν να απαιτήσουμε δικαιοσύνη».
Το έργο επικεντρώνεται στις πρόβες μιας ηθοποιού που ετοιμάζεται για τον ρόλο της Εκάβης του Ευριπίδη. Η Εκάβη, η βασίλισσα της Τροίας, είναι ένας χαρακτήρας που έχει υποστεί μια από τις πιο σκληρές μοίρες της ελληνικής μυθολογίας. Με την πτώση της Τροίας, η Εκάβη χάνει τα πάντα που της είναι αγαπητά: τον σύζυγό της βασιλιά Πρίαμο, τον θρόνο της, την ελευθερία της και, το πιο αγωνιώδες, σχεδόν όλα τα παιδιά της. Η ιστορία της είναι μια ιστορία απέραντου πόνου, αλλά και μια ιστορία ανυποχώρητης αναζήτησης δικαιοσύνης. Η μυθική Εκάβη επιδιώκει την εκδίκηση εναντίον εκείνων που την αδίκησαν, ενσαρκώνοντας τον αδυσώπητο αγώνα μιας γυναίκας που οδηγείται από τη θλίψη και την οργή.
Η προσέγγιση του Τιάγκο Ροντρίγκες που παρουσίασε στην Επίδαυρο την «Hecuba, not Hecuba» μετά την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, είναι καινοτόμος και οδυνηρή. Σε αυτό το έργο, το οποίο δημιούργησε ο Thiago Rodriguez στην πρώτη του συνεργασία με τον θίασο της Comédie Française, ο διαχρονικός μύθος του πόνου της Εκάβης αντιπαραβάλλεται με τους αγώνες της πραγματικής ζωής μιας ηθοποιού, η δική της ιστορία της οποίας αντικατοπτρίζει τη θλίψη και την αναζήτηση δικαιοσύνης που βιώνει η χήρα του Πριάμου. Ο μύθος της τραγωδίας συναντάει όμως σπαρακτικά την οικεία πραγματικότητα της ηθοποιού, μητέρας ενός εφήβου στο φάσμα του αυτισμού, που έχει υποστεί κακοποίηση από το προσωπικό του ιδρύματος όπου τον έχει εμπιστευτεί. Καθώς οι ιθύνοντες προσπαθούν να συγκαλύψουν την υπόθεση, αποφασίζει να τη δημοσιοποιήσει στον Τύπο και να κινηθεί δικαστικά για να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι. Στις πρόβες για την παράσταση παρεμβάλλεται με αμφίσημο τρόπο η δικαστική έρευνα. Σε ένα ιδιόμορφο, λιτό, μεταιχμιακό σκηνικό, οι δύο αυτοί κόσμοι έρχονται σε αντιπαράθεση σε μια βασανιστική και συνταρακτική μείξη του μυθικού με το πραγματικό, του θεάτρου με τη δικαιοσύνη.
Τοποθετώντας την προσωπική ιστορία της ηθοποιού Νάντια δίπλα στην ιστορία της Εκάβης, δημιουργεί ισχυρούς παραλληλισμούς μεταξύ των δύο γυναικών. Και οι δύο είναι μητέρες που «έχασαν» τα παιδιά τους από πράξεις βίας και προδοσίας. Και οι δύο είναι μορφές εξουσίας και σεβασμού που βρίσκονται απογυμνωμένες από τη δύναμή τους και αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν συστήματα καταπίεσης και αδικίας. Μέσω αυτής της διπλής αφήγησης, ο Ροντρίγκεζ τονίζει τη διαχρονική φύση ορισμένων ανθρώπινων εμπειριών, υποδηλώνοντας ότι τα θέματα της θλίψης, της απώλειας και της επιδίωξης της δικαιοσύνης είναι τόσο επίκαιρα σήμερα όσο και στην αρχαία Ελλάδα και όσο θα υπάρχει άνθρωπος.
Το σκηνικό του έργου παίζει καθοριστικό ρόλο στη θόλωση των ορίων μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Οι πρόβες, οι οποίες είναι αναπόσπαστο μέρος της αφήγησης, απεικονίζονται σε έναν οριακό χώρο όπου τα όρια μεταξύ της ζωής της ηθοποιού και του ρόλου της ως Εκάβης μετατοπίζονται συνεχώς. Αυτό το σκηνικό επιτρέπει μια ρευστή κίνηση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μύθου και πραγματικότητας, θεάτρου και ζωής. Μέσα σε αυτόν τον χώρο η δικαστική έρευνα εισβάλλει στην παράσταση, δημιουργώντας στιγμές ασάφειας και έντασης.
Η επεξεργασία του υλικού από τον Ροντρίγκεζ σέβεται την πρωτότυπη τραγωδία και ταυτόχρονα τολμά την καινοτομία. Τιμά την εξερεύνηση του Ευριπίδη για τον ανθρώπινο πόνο και την αναζήτηση της δικαιοσύνης, ενώ παράλληλα εμπλουτίζει την αφήγηση με μια σύγχρονη οπτική. Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο που είναι ταυτόχρονα διαχρονικό και επίκαιρο, ένα ισχυρό αγωνιώδες σχόλιο για τον διαρκή ανθρώπινο αγώνα ενάντια στην αδικία και την αδιάκοπη αναζήτηση της αλήθειας.
Οι ηθοποιοί έχουν ξεκινήσει τις πρόβες αν και σε 15 μέρες έχουν πρεμιέρα, ακόμα βρίσκονται στο αρχικό στάδιο της ανάγνωσης των ρόλων. Η Νάντια δεν αγωνιά τόσο για την ερμηνεία του ρόλου της, αγωνιά για τη δική της μοίρα και για την κακοποίηση του αυτιστικού παιδιού της του μικρού Ότις. Η Νάντια σκάβει μέσα στην τραγωδία της Εκάβη να βρει τα όπλα, τους τρόπους και τις μεθόδους για να βρει δικαίωση γι όλα αυτά που υπέστη ο γιος της. Οι φωτισμοί τέμνουν την παράσταση και είναι αυτοί που μας οδηγούν πότε στη μια κατάσταση και πότε στην άλλη. Πότε στις έρευνες για την κατάσταση που υπάρχει στο κρατικό ίδρυμα αυτιστικών παιδιών και πότε στο στρατόπεδο των Αχαιών. Ο χρόνος και ο τόπος ορίζονται από μια απλή αλλά πανίσχυρη δέσμη φωτός. Και μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση κυριαρχεί με όμορφα αυθαίρετο τρόπο το χιούμορ. Αυτό που μόλις ειπώθηκε είναι ρατσιστικό ή όχι, το political correctness μας επιτρέπει να μιλήσουμε για βαρβάρους ή να το βουλώσουμε, από αριστερά ή από δεξιά θα μπει ο Αγαμέμνων στη σκηνή, φτάνουν οι δεκαπέντε μέρες για την παράσταση ή μήπως πρέπει ο θίασος να αγχωθεί; Τα λευκά και έντονα φώτα θα αστράψουν μέσα στη νύχτα για να υπογραμμίσουν τον λόγο, τον πόνο, τον φθόνο αλλά κυρίως τον χώρο και τον χρόνο. Το αυτιστικό παιδί ψιθυρίζει λέξεις, με ηχείο την Νάντια τη μάνα του, λέξεις ψιθυρίζει και η Εκάβη γύρω από την ορχήστρα και το αντίθετό τους παιχνίδι - όχι παιχνίδι, φιλί – όχι φιλί, αγάπη – όχι αγάπη, χάδι – όχι χάδι. Ενώ όλες οι λέξεις έχουν και το αντίθετό τους ακόμα και η Εκάβη- όχι Εκάβη, κάποιες λέξεις δεν έχουν. Ποια είναι η άρνηση στη σοκολάτα που τόσο λαχταρά ο Ότις δεν υπάρχει -όχι σοκολάτα, υπάρχει μόνο κατάφαση εδώ και καμιά άρνηση.
Αποκαλύπτεται στην παράσταση και η σκύλα κάτω από το μαύρο πέπλο στο κέντρο της ορχήστρας, αναφορά στο καρτούν το οποίο λατρεύει το μικρό αυτιστικό αγόρι, αλλά κυρίως αναφορά στη γυναίκα μάνα Εκάβη, που της σκότωσαν το παιδί. Τη γυναίκα, ηθοποιό, μάνα, Νάντια που της κακοποίησαν το αγόρι της. Και οι δυο λοιπόν, μεταμορφώνονται σε σκύλες, ανάπηρες σκύλες, αφού αφαίρεσαν ή κακοποίησαν το παιδί τους και ζητούν δικαιοσύνη με οποιοδήποτε τρόπο. Σκύλες, λοιπόν, οι δυο γυναίκες μάνες μέχρι τη δικαίωση. Μέχρι να τυφλωθεί ο υπαίτιος και να τιμωρηθεί το απρόσωπο, καφκικό βάρβαρο και απάνθρωπο κράτος που αλέθει ανθρώπους, γυναίκες, παιδιά, μέχρι να ξαναβρούν το κουτάβι τους μέχρι να μπει το ανάπηρο δίκαιο στη θέση του.
Υπέροχη η ερμηνεία της Elsa Lepoivre ως Εκάβη και Νάντια σπαρακτική μάνα που κάνει το πόνο της αιχμή με την οποία θα τυφλώσει τον προδότη Πολυμήστορα κάνει τον πόνο της αιχμή με την οποία αγωνίζεται να τρυπήσει το παχύδερμο, αμοραλιστικό, εφιαλτικό και ανεύθυνο κράτος που συνθλίβει ευαίσθητες ψυχές, συντρίβει ανάπηρα παιδιά γιατί δεν ήξερε, δεν υπολόγισε σωστά, γιατί κανείς δεν αναλαμβάνει ποτέ και για τίποτε την ευθύνη. Εξαιρετικός και ο Loïc Corbery ο οποίος ερμηνεύει τον Πολυμήστορα και τον αξιοματούχο της ανευθυνότητας και της αδιαφορίας.
Το κείμενο του Τιάγκο Ροντρίγκες που εμπνεύστηκε από την Εκάβη ενώ με πολύ όμορφο τρόπο διαχέεται μέσα στην τραγωδία του Ευριπίδη και η Νάντια που ζητά απεγνωσμένα δικαιοσύνη συναντιέται με αναπάντεχο αλλά αρμονικό τρόπο με την καταπονημένη βασίλισσα από ένα σημείο και μετά αρχίζουν να χάνουν τα ευρήματα του συγγραφέα την αρχική τους ορμή, προς το τέλος έχουμε μικρές απρόσμενες και αναιτιολόγητες επαναλήψεις. Μόνο οι σπουδαίες ερμηνείες κρατούν από ένα σημείο και μετά το ενδιαφέρον μας σε υψηλό επίπεδο.
Να σημειώσουμε ότι έχει γίνει εξαιρετική δουλειά στο φωτισμό και στον ήχο, σε τέτοιο βαθμό που λειτουργούν ως συμπρωταγωνιστές της παράστασης. Τα φωτιστικά σώματα λειτουργούν πραγματικά με πολύ όμορφο τρόπο, υπογραμμίζοντας τα γεγονότα αλλάζοντας τις σκηνές από δράμα της Εκάβης, στις πρόβες της Comédie Française και από τις πρόβες του θιάσου, στο δικαστήριο που προσπαθεί να μιλήσει και να βρει το δίκιο της η Νάντια και πάλι πίσω.
Η μουσική επένδυση η οποία ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρουσα υπογράμμιζε με λειτουργικό τρόπο της εναλλαγές και όλα αυτά που θα έπρεπε όπως μου τόνισε ο hip hopper γιος μου. Παράλληλα προσέξαμε και κάτι άλλο, όσον αφορά το ηχητικό σκέλος, ήταν τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο τα ηχητικά σώματα ώστε οι ήχοι και οι μουσικές έφταναν στα αυτιά μας με ένα απόκοσμο τρόπο. Η μουσική έμοιαζε να πέφτει από τον ουρανό ή να βγαίνει πίσω από το δάσος ή κάτω από τις πέτρες.
Εν κατακλείδι ή παράσταση της Comédie Française και το έργο του Thiago Rodriguez «Hecuba, not Hecuba» ήταν μία υπέροχη παράσταση, εμπνευσμένη και στη σύλληψή της και στην εκτέλεσή της η οποία με ενδιαφέροντα τρόπο δείχνει τον τρόπο που μπορούν να αξιοποιηθούν τα μεγάλα αυτά έργα για να εμπνεύσουν και να ανανεώσουν το ενδιαφέρον συντελεστών και κοινού.
Στην παράσταση «Hecuba, not Hecuba» η οδύνη της Εκάβης για την απώλεια του γιου της είναι μεγάλη και ο πόνος της Νάντια για την κακοποίηση του αυτιστικού παιδιού της χωρίς σύνορα. Οι περισσότερες μητέρες είναι άγγελοι και φρουροί από ένστικτο και ανάγκη. Για τον κόσμο μια γυναίκα όταν τεκνοποιεί απλά γίνεται μια μητέρα. Για το παιδί της όμως είναι ο κόσμος ολόκληρος. Το γνωρίζουν οι ηρωίδες μας γι αυτό μεταμορφώνονται σε ανίκητες σκύλες που απαιτούν δικαιοσύνη. Αυτά μας ψιθύρισε η γόνιμη προσέγγιση του Thiago Rodriguez στο κοίλο του Αργολικού θεάτρου.