που εμβαθύνει στον παραλογισμό της υποχονδρίας και του ιατρικού επαγγέλματος. Το έργο, που έκανε πρεμιέρα στις 10 Φεβρουαρίου 1673 στο Théâtre du Palais-Royal στο Παρίσι, είναι ένα από τα πιο διάσημα έργα του Μολιέρου και το κύκνειο άσμα του συγγραφέα, αποκορύφωμα της εμπειρίας του στην ανάμειξη του χιούμορ με τον αιχμηρό κοινωνικό σχολιασμό. «Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής» ήρθε σε μια εποχή που η υγεία του ίδιου του Μολιέρου επιδεινωνόταν, προσθέτοντας ένα επίπεδο προσωπικής ειρωνείας στην εστίαση του έργου στην υποχονδρία και το ιατρικό επάγγελμα.
Ο 17ος αιώνας στη Γαλλία ήταν μια περίοδος μεγάλου ενδιαφέροντος για την ιατρική, αλλά ήταν επίσης μια εποχή που το επάγγελμα ήταν γεμάτο κομπογιαννίτες και δεισιδαιμονίες. Οι γιατροί συχνά ενδιαφερόντουσαν περισσότερο να φαίνονται γνώστες παρά να θεραπεύουν πραγματικά τους ασθενείς, μια πραγματικότητα που ο Μολιέρος γνώριζε πολύ καλά. Ο πατέρας του ήταν βασιλικός ταπετσιέρης και ο ίδιος ο Μολιέρος εκπαιδεύτηκε στο διάσημο Collège de Clermont, όπου γνώρισε από πρώτο χέρι τους παραλογισμούς της σύγχρονης ιατρικής. Αυτές οι εμπειρίες παρείχαν πλούσιο υλικό για τη σατιρική αντιμετώπιση των γιατρών και του ιατρικού επαγγέλματος στο έργο «Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής».
Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου, ο Αργκάν, είναι ένας πλούσιος, τσιγκούνης υποχόνδριος και αρρωστοφοβικός που έχει εμμονή με την υγεία του. Πεπεισμένος ότι βρίσκεται διαρκώς στο χείλος του θανάτου, ο Αργκάν εξαρτάται πλήρως από τους γιατρούς του, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τους φόβους του για το οικονομικό τους κέρδος. Είναι η καρικατούρα ενός ανθρώπου που έχει παραδώσει την κοινή λογική του στην ιατρική εξουσία, γεγονός που τον καθιστά πρωταρχικό στόχο της σάτιρας του Μολιέρου.
Η εμμονή του Αργκάν με την υγεία του τον οδηγεί στο να καταστρώσει ένα σχέδιο να παντρέψει την κόρη του, Αγγελική, με τον Τομάς Ντιαφουαρύς, έναν νεόκοπο γιατρό. Αυτή η συμφωνία, κατά τη γνώμη του Aργκάν, θα εξασφαλίσει ότι θα έχει πάντα έναν γιατρό στη διάθεσή του, εξασφαλίζοντας την πρόσβασή του σε δωρεάν ιατρική περίθαλψη. Ωστόσο, η Αγγελική είναι ερωτευμένη με τον Κλεάνθη, έναν νεαρό άνδρα χωρίς ιατρικό υπόβαθρο, γεγονός που δημιουργεί την κεντρική σύγκρουση του έργου.
Ο αδελφός του Aργκάν, ο Βεράλδος, και η έξυπνη υπηρέτρια, η Τουανέττα, αντιπροσωπεύουν τη φωνή της λογικής στο έργο. Ο Bεράλδος είναι επιφυλακτικός απέναντι στους γιατρούς και βλέπει μέσα από την παρωδία τους, ενώ η Τουανέττα είναι αποφασισμένη να αποκαλύψει την απληστία τους και την ανοησία του Aργκάν. Μαζί, καταστρώνουν ένα σχέδιο για να «θεραπεύσουν» τον Aργκάν από τις αυταπάτες του.
Η κορύφωση του έργου περιλαμβάνει έναν ψεύτικο θάνατο που σκηνοθετούν η Τουανέττα και η Bεράλδος. Ο Aργκάν πείθεται να προσποιηθεί θάνατο για να παρατηρήσει πώς θα αντιδράσει η οικογένειά του. Αυτό το τέχνασμα αποκαλύπτει την πραγματική φύση των ανθρώπων γύρω του: η δεύτερη σύζυγός του, η Bελίνα, ανυπομονεί να διεκδικήσει την περιουσία του, ενώ η Aγγελική είναι πραγματικά θλιμμένη.
Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής, είναι μια καυστική κριτική του ιατρικού επαγγέλματος, παρουσιάζοντας τους γιατρούς ως ιδιοτελείς τσαρλατάνους που ενδιαφέρονται περισσότερο να γεμίσουν τις τσέπες τους παρά να θεραπεύσουν τους ασθενείς τους. Ο Μολιέρος χρησιμοποιεί την παράλογη εμμονή του Αργκάν με την υγεία του για να διερευνήσει ευρύτερα θέματα ευπιστίας και τη δυναμική της εξουσίας μεταξύ γιατρών και ασθενών.
Ο Aργκάν είναι θύμα και θύτης της κατάστασής του. Η υποχονδρία του είναι μια μορφή διαφυγής, που του επιτρέπει να αποφεύγει τις ευθύνες της ζωής, ιδιαίτερα αυτές που σχετίζονται με την οικογένειά του. Ωστόσο, η εμμονή του ενισχύει επίσης τους αδίστακτους γιατρούς, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο εξάρτησης και εκμετάλλευσης.
Το έργο εξετάζει επίσης τη φύση της αληθινής αγάπης και της πίστης. Μέσα από την αντίθεση μεταξύ της απληστίας της Bελίνα και της γνήσιας αγάπης της Aγγελικής για τον πατέρα της, ο Moλιέρος υπογραμμίζει την ιδέα ότι η αγάπη δεν μπορεί να αγοραστεί ή να εξαναγκαστεί, αλλά πρέπει να δοθεί ελεύθερα.
Παρά την αρχική του επιτυχία, το έργο ήταν αμφιλεγόμενο, ιδίως μεταξύ της ιατρικής κοινότητας, η οποία το είδε ως επίθεση στο επάγγελμά της. Ωστόσο, έχει παραμείνει ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Μολιέρου, μια διαχρονική σάτιρα που εξακολουθεί να έχει απήχηση στο κοινό.
Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής μπορεί να μη φτάνει το επίπεδο των αριστουργημάτων του συγγραφέα όπως ο «Μισάνθρωπος» και ο «Ταρτούφος» παραμένει όμως ένα σπουδαίο έργο κωμικής γραφής, με αιχμηρούς διαλόγους, αξέχαστους χαρακτήρες και καυστικό κοινωνικό σχόλιο. Η ικανότητα του Μολιέρου να εκθέτει τους παραλογισμούς της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ιδίως στο πλαίσιο της ιατρικής, έχει εξασφαλίσει ότι το έργο αυτό παραμένει επίκαιρο, ακόμη και αιώνες μετά τη συγγραφή του.
Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής του Μολιέρου αποτελεί ένα πασίγνωστο έργο του κωμικού θεάτρου. Όταν το κοινό είναι ήδη εξοικειωμένο με ένα τόσο γνωστό έργο, χρειάζεται τολμηρή δημιουργικότητα για να κάνει την παραγωγή να μοιάζει νέα, φρέσκια και ελκυστική. Το νέο εγχείρημα, σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια, καταφέρνει να δώσει μια δροσερή, σουρεαλιστική ενέργεια στο έργο, επιτυγχάνοντας μια ισορροπία μεταξύ του σεβασμού στο κείμενο του Μολιέρου και μιας καινοτόμου ερμηνείας του.
Ο Χειλάκης και ο Δούνιας έχουν διαμορφώσει μια παραγωγή που είναι τόσο διασκεδαστική όσο και ενδιαφέρουσα. Η σκηνοθεσία τους χαρακτηρίζεται από ένα δυναμικό ρυθμό που κρατά την ενέργεια σε υψηλά επίπεδα, ενώ το χιούμορ είναι αιχμηρό χωρίς να εκβιάζεται. Ο παραλογισμός που ενυπάρχει στο σενάριο του Μολιέρου αγκαλιάζεται αλλά δεν υπερβάλλει, γεγονός που επιτρέπει στη σάτιρα του έργου να παραμένει προσιτή, ενώ παράλληλα προσφέρει μια νέα οπτική. Δεν πρόκειται απλώς για μια νέα αφήγηση του «Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενή»- πρόκειται για μια επανεκτέλεση που σέβεται το υλικό της πηγής, ενώ προσθέτει νέα επίπεδα νοήματος.
Οι ηθοποιοί, υπό τη διεύθυνση των Χειλάκη και Δούνια, δίνουν ερμηνείες που είναι ενδιαφέρουσες και ελκυστικές σε μια ευφρόσυνη, γεμάτη ευρήματα παράσταση. Κάθε ηθοποιός δίνει κάτι μοναδικό στο ρόλο του, αγκαλιάζοντας το έργο και τα υπερβολικά χαρακτηριστικά του ρόλου που κάνουν τους χαρακτήρες του Μολιέρου τόσο αξέχαστους. Ο θίασος συνεργάζεται καλά, αναπηδώντας ο ένας από τον άλλο με μια αίσθηση παιχνιδιού που είναι μεταδοτική για το κοινό. Οι γρήγοροι διάλογοι του έργου, οι έξυπνες αλληλεπιδράσεις των χαρακτήρων και τα σατιρικά υπονοούμενα το καθιστούν ένα ξεκαρδιστικό και ταυτόχρονα διασκεδαστικό θεατρικό έργο.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης, ως Αργκάν, φέρνει στη σκηνή μια δυναμική και χιουμοριστική απεικόνιση. Η βαθιά με την ιδιαίτερη χροιά φωνή του, οι εκφράσεις του προσώπου του και η σωματική του διάπλαση δημιουργούν μια ζωντανή και ελκυστική παρουσία. Ο Χειλάκης ενσαρκώνει τον εγωισμό και την παιδική ανάγκη του Αργκάν για προσοχή, απεικονίζοντας τον χαρακτήρα όχι ως κάποιον που έχει απλώς εμμονή με την υγεία του, αλλά ως έναν άνθρωπο που διψάει για επιβεβαίωση. Ο κωμικός του συγχρονισμός, η φυσικότητα και η ενέργειά του εμπλουτίζουν τον παραλογισμό του χαρακτήρα, κάνοντάς τον ταυτόχρονα κατανοητό και ανθρώπινο. Μέσα από την ερμηνεία του Χειλάκη, η ασθένεια του Αργκάν γίνεται κάτι περισσότερο από σωματική - είναι μια συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση που καθοδηγεί κάθε του πράξη. Ο Χειλάκης αποτυπώνει έξοχα την ουσία ενός ανθρώπου που είναι ταυτόχρονα γελοίος και αξιολύπητος.
Η Αθηνά Μαξίμου, ως οικονόμος Tουανέτ, έδωσε μια εξαιρετική ερμηνεία, προσδίδοντας στον ρόλο τη φυσική της γοητεία. Η απεικόνιση της πονηρής και πανούργας υπηρέτριας ήταν πνευματώδης και κομψή. Οι αλληλεπιδράσεις της με τον Αργκάν και τον αδελφό του δημιούργησαν στιγμές γνήσιου χιούμορ, προκαλώντας το γέλιο του κοινού καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Αξίζει να επισημανθεί η ερμηνεία του Γιώργου Ζυγούρη ως υιος Ντιαφουαρίς Η ακρίβεια του νέου ηθοποιού τόσο στη σωματική όσο και στη λεκτική κωμωδία ήταν αξιοσημείωτη και η ικανότητά του να αναδεικνύει τον παραλογισμό του χαρακτήρα του ευρηματική.
Η Μυρτώ Αλικάκη υποδύθηκε με πειστικότητα τη ραδιούργα, παμπόνηρη και άπληστη σύζυγο του Αργκάν, ενώ ο Θοδωρής Ρωμανίδης ενσάρκωσε τον πατέρα Ντιαφουαρίς με σταθερό και ενδιαφέροντα τρόπο. Και οι δύο ηθοποιοί έδωσαν ερμηνείες που συμπλήρωσαν το σύνολο. Ο Παναγιώτης Γαβρέλλας ως ρομαντικός και ερωτοχτυπημένος Κλεάνθης έδωσε στον ρόλο του μια γλυκύτητα και μπόλικο γέλιο με τις εξεζητημένες φράσεις του, ενώ ο Νίκος Γκέλιας, ως αδελφός του Αργκάν, προσέδωσε αποχρώσεις στον ρόλο του, αποδεικνύοντας μια βαθιά κατανόηση της σατιρικής ουσίας του έργου.
Η οπτική παρουσίαση παίζει σημαντικό ρόλο στη διάκριση αυτής της παραγωγής. Ο σχεδιασμός των κοστουμιών της Αλεξίας Θεοδωράκη είναι προκλητικός και παιχνιδιάρικος. Τα κοστούμια της είναι ζωηρά και ογκώδη, φέρνοντας στο νου τα πλούσια στυλ του 17ου αιώνα. Οι τολμηρές, σχεδόν υπερβολικές περούκες και το μακιγιάζ παρέχουν ένα επιπλέον στρώμα σουρεαλισμού, το οποίο ταιριάζει απόλυτα με την παράλογη πραγματικότητα που δημιουργούν οι σκηνοθέτες. Τα κοστούμια δεν χρησιμεύουν μόνο για να καθορίσουν τους χαρακτήρες, αλλά υπογραμμίζουν επίσης τον παιχνιδιάρικο χαρακτήρα της παραγωγής.
Σε αντίθεση με τα ζωηρά κοστούμια, η σκηνογραφία του Γιώργου Γαβαλά είναι μίνιμαλ και διακριτική, βασιζόμενη σε ουδέτερους τόνους και λιτή διακόσμηση. Το κεντρικό σκηνικό -ένα δωμάτιο που μοιάζει με λουτρό όπου ο υποχόνδριος Aργκάν εκτελεί τις ιατρικές του τελετές- προσφέρει μια συναρπαστική αντιπαράθεση με τους πολύχρωμους χαρακτήρες. Η επιλογή του σκηνικού επιτρέπει στο κοινό να επικεντρωθεί στις εκκεντρικότητες των χαρακτήρων, ενώ η προσθήκη ιδιόρρυθμων λεπτομερειών, όπως μια μηχανή παραγωγής φυσαλίδων, προσθέτει μια σουρεαλιστική πινελιά που είναι τόσο παιχνιδιάρικη όσο και οπτικά ενδιαφέρουσα
Συνοψίζοντας, αυτή η παραγωγή του «Φανταστικού ασθενή» ισορροπεί με επιτυχία ανάμεσα στην παράδοση και την καινοτομία, δίνοντας νέα ζωή σε μια κλασική κωμωδία. Ο συνδυασμός του τολμηρού σχεδιασμού των κοστουμιών, του μινιμαλιστικού σκηνικού και των προσεκτικά επεξεργασμένων ερμηνειών δημιουργεί μια παράσταση που είναι τόσο διασκεδαστική όσο και προκλητική. Ο Χειλάκης και ο Δούνιας δημιούργησαν μια παραγωγή με σαφή ταυτότητα, ζωντανή αίσθηση της διασκέδασης και μια φρέσκια προοπτική για τη διαχρονική σάτιρα του Μολιέρου. Πρόκειται για ένα έργο που θα αρέσει τόσο στους οπαδούς του πρωτότυπου κειμένου όσο και σε όσους το συναντούν για πρώτη φορά, προσφέροντας κάτι καινούργιο να πει σε κάθε θεατή.
Όλοι οι θεατές γνωρίζουν ότι το χιούμορ είναι το σύννεφο που μας επιτρέπει να αγνοήσουμε την πραγματικότητα όταν αυτή γίνεται αφόρητη, στεγνή και παραλυτική, όπως ξέρουν ακόμα ότι το χιούμορ είναι ο μοναδικός τρόπος για να αντισταθμιστεί η ακαταμάχητη τάση της ανθρώπινης συνείδησης να τα παίρνει όλα στα σοβαρά και να χάνεται στο βυθό τους.