Στα επόμενα δευτερόλεπτα πρόσωπα φέρνω μπροστά μου, πρόσωπα αγαπημένων του και δικών μου αγαπημένων. Τον σκότωσαν τελικά. Δεν τον άντεξαν. Νέα του μαθαίναμε τα τελευταία χρόνια. Από μακριά τον βλέπαμε και τον ακούγαμε. Τον νιώθαμε να αγωνίζεται. Τον νιώθαμε να μάχεται ενάντια στη σαπίλα, ενάντια στην αδιαφορία, ενάντια στον εφησυχασμό, ενάντια στο βόλεμα, ενάντια στη βουβαμάρα. Ενάντια στη φτήνια, ενάντια στην αγένεια, ενάντια στην ισοπεδωτική μάστιγα του ξερόλα. Να μάχεται για την αξιοπρέπεια όλων, δίχως να’ ναι πρωτοκλασάτος, δίχως να τριγυρνά με φρουρούς, δίχως να το παίζει. Τον ακούγαμε να φωνάζει. Να μη σιωπά. Να τολμά την αλήθεια. Δεν τον άντεξαν. Μπήκε στο μάτι τους. Στα δειλά ανθρωπάρια που φέρουν και επιδεικνύουν τα αναρχοφίμωτρά τους, που ορέγονται την ωμή βία, γιατί είναι παντελώς ανίκανοι για οτιδήποτε άλλο. Μπήκε στο μάτι τους. Αποβράσματα που τα σπάνε και τα καίνε σε κάθε ευκαιρία και τούτο το λένε αντι-εξουσία, το βαφτίζουν και επανάσταση. Μπήκε στο μάτι τους, σε αυτούς μα και στους άλλους. Γιατί όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας και τούτος είναι ο κατισχύων νόμος που κυβερνά σήμερα. Που κυβερνούσε πάντα. Οι εποχές αλλάζουν, τα πρόσωπα ομοίως, οι καταστάσεις όμως επαναλαμβάνονται.
Δεν είχε συνασπιστεί μαζί τους, δεν ήταν μέλος της αυλής τους, δεν χρημάτισε αυλοκόλακας, ούτε και ανέχτηκε την ύπαρξή τους, δε ζήτησε αποκούμπι, δε ζητιάνεψε τα δεκανίκια πολιτικών, δεν κρύφτηκε πίσω από το άλλοθι ξενόφερτων ιδεολογιών. Δεν τον άντεξαν. Ούτε άκρα δεξιά ούτε άκρα αριστερά. Δεν ήταν με τον Γεωργάκη και τον κληρονομημένο σοσιαλισμό, δεν ήταν με της δεξιάς τα τζάκια και τα σκεβρωμένα προσωπεία, δεν ήταν με τους ΠΑΜΕ και τους φεύγα, δεν ήταν με τον δήθεν του κουλτούρα-ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν καν με την σκληροπυρηνική -ας γελάσουμε- Αλέκα. Μα με ποιον ήταν και ποιος τον ήθελε εκτός; Ήταν με την αλήθεια. Που τρέμουμε στο όνομά της. Που ό,τι δεν μπορούμε να το φτάσουμε, το κάνουμε κρεμαστάρι. Δηλ. το ξεπαστρεύουμε. Ήταν με κείνη την Αλήθεια. Τον έστειλαν να τη συναντήσει.
Ανατρέχω στο τρωκτικό. Εκεί, στην προκήρυξη, φαίνεται γιατί ήταν στόχος ο Σωκράτης. Φαίνεται στο τέλος και όποιος μπορεί να διαβάζει, μπορεί και να αποκωδικοποιήσει. Εκείνοι, οι δειλοί, διάβασαν καλά. Διάβασαν και φοβήθηκαν. Και έσπευσαν να τον ξεπαστρέψουν. Αυτόν, και όχι άλλον. Τον Σωκράτη που είχε τη μαγκιά να πιστεύει και να το ομολογεί. Που διάλεξε «άλλο» στρατόπεδο. Και τούτο δεν αντέχεται. Δεν τους έφτανε όμως η λοιδορία. Ήθελαν τη δολοφονία. Μόνο τότε θα ένιωθαν ασφαλείς. Ή θα έδιναν ένα μάθημα. Έδωσαν το μάθημά τους, μα κόπηκαν οι ίδιοι. Κόπηκαν, γιατί μας όπλισαν πια. Γιατί ο Σωκράτης φωνάζει από εκεί που είναι και τον ακούμε καλά:
«Ποτέ μας δεν κρύψαμε ότι πιστεύουμε κάπου και το καταλαβαίνετε. Προσπαθούμε να τα καταφέρουμε αλλά θέλει πολύ δουλειά και είμαστε στο μηδέν. Όμως είναι προσωπικό μας θέμα το οποίο απλά μοιραζόμαστε για να μην νομίζετε ότι σας κοροϊδεύουμε. Το να λέει κάποιος ότι είναι ορθόδοξος χριστιανός είναι πλέον ομολογία πίστεως αλλά και μαγκιά»
Ο Σωκράτης αγωνιζόταν από εδώ για έναν κόσμο εκτός του κόσμου τούτου. Το κάτω από τη μέση τούτο blogχτύπημα εγκαινιάζει τη νέα τρομοκρατική φάση της ελλαδικής κοινωνίας. Μη μιλάτε, μα αν μιλάτε, διαλέξτε οπωσδήποτε στρατόπεδο. Το στρατόπεδο τούτο θα σας σώσει. Μην είστε ανέντακτος. Μην είστε ελεύθερος, μη δηλώσετε προς Θεού ανεξάρτητος. Σκεπαστείτε, με μια ιδεολογία σκεπαστείτε. Αριστερή, δεξιά, άκρα, μέση, οικολογική, κυνηγετική, το ό,τι να’ναι. Δεν έχει σημασία. Απλώς σκεπαστείτε. Η κουβέρτα θα αλλάζει. Μπορείτε και να τη διαφημίσετε και να’ στε in. Πάντα μια κουβέρτα είναι in. Ειδικά αν είναι κόκκινη ή έστω πράσινη. Αρκεί να το παίζει η κουβέρτα. Ξέρετε, πάντα ένα χρώμα προσδίδει. Προσθέτει, πώς να το πούμε. Μπορείτε και σε blog ή έστω στο facebook το χρώμα τούτο να λανσάρετε επίσης. Φίλους θα βρείτε πολλούς. Φίλους και φιλαράκια. Σκεπαστείτε αντάμα και η ζωή συνεχίζεται.
Μα κάποτε και ίσως από δω και μπρος, το βλέπετε, έχουν δύναμη τα blogs, να φιμωθείτε. Κοιτάξτε να φιμωθείτε. Ή αν δεν φιμωθείτε, μπορείτε κάλλιστα να φεϊσμπουκάρετε. Τούτο είναι πιο ασφαλές. Ανεβαίνει και ο τζόγος των πωλήσεων. Των όποιων. Συσπειρωθείτε γύρω από ομάδα, φίλους κάντε εικονικούς και σερφάρετε με ασφάλεια, ποιήματα στείλτε και τραγουδάκια κρεμάστε και αφιερώστε και όλοι θα νιώσετε καλύτερα, το κασέ θα ανεβαίνει, πνευματικούς θα σας πουν, θα τους πείτε, θα αλληλοθεοποιηθείτε. Έτσι λειτουργεί το σύστημα. Το όποιο σύστημα. Ακόμα και το πνευματικό. Αλληλογλειφόμενοι και αλληλοναρκισσευόμενοι. Με την ηλεκτρονική υποκρισία περασμένη στο laptop και το ψευδεπίγραφο της ευαισθησίας και της κουλτούρας και της επανάστασης αποθηκευμένο στον «σκληρό».
Ας ξυπνήσουμε ωρέ ή ας σωπάσουμε. Ας κάψουμε τα ποιήματά μας και τις συλλογές ας κάψουμε και ας πούμε πως τίποτα δεν είμαστε, αφού πλακάκια τα κάναμε με τη γραφή και την πουλάμε. Πλακάκια τα κάναμε και το τάλαντο το θάψαμε στη γη και το χωνιάσαμε στη γη και πορευόμαστε εντός του ψεύδους αιώνες τώρα. Φεϊσμπούκαρα κι εγώ ένα φεγγάρι για χάρη του συρμού. Απήλθα εμετικώς διακείμενη προς ό,τι ευτελίζει. Απήλθα, για να μη συμμετέχω. Φεϊσμπούκαρα κι εγώ μα το σταμάτησα. Όχι γιατί είμαι καλύτερή τους. Μα γιατί δεν μπορώ να γίνω καλύτερη. Γιατί ανοίγω, ξανακλείνω τον faceσυρμό τούτο και ψάχνω εναγώνια μια λέξη, μια στάλα, για τούτο το έγκλημα που στο εξωτερικό το στάθμισαν καλύτερα, μα εδώ τι να σταθμίσουν που κοιμούνται ή που λιάζονται, και το μόνο που αντίκρισα δυο μέρες τώρα, μα και άλλο να περίμενα, είναι ο καθείς στον κόσμο του, κι ούτε μια λέξη ή μια φράση ή ένας στίχος έστω για το άδικο. Ο καθείς στον δικό του αυτιστικό κόσμο, αυτοηδονιζόμενος με τη συγγραφική του υπεροχή.
Αναζητώ τους ποιητές τούτες τις ώρες. Τους αληθινούς ποιητές. Αυτούς που στάθηκαν μαχαίρι δίκοπο κι ο λόγος τους μαχαίρι δίκοπο κι αυτός. Γιατί όσο δε μιλάς και τούτο δειλία είναι. Όσο στέκεσαι και νιώθεις το άδικο και μόνο το κατηγοράς και βλέπεις την ευτέλεια μα δεν την καρφώνεις, συμμετέχεις. Έστω με τη λεπίδα του στίχου σου και κάρφωσέ την. Εκείνοι κάποτε, σε στιγμές που τους χρειάστηκε ο τόπος, λεπίδα έκαναν το στίχο τους και μας καρφώνουν μέχρι σήμερα. Αναζητώ και δεν τους βρίσκω. Ξέφτια μονάχα βλέπω και προσωπεία. Μαζί και τα δικά μου.
Βλέπω τον κόσμο που άφησε ο Σωκράτης και τον κόσμο που ζω την κάθε μέρα. Βλέπω να παίζουν την ταινία ξανά απ’ την αρχή, οι πυρκαγιές ξεκίνησαν, η μισή Ελλάδα φλέγεται και η άλλη φραπεδιάζει. Παίζουν την ταινία απ’ την αρχή και νιώθω ανήμπορη για μια ακόμα φορά και οργισμένη για μια ακόμα φορά και απεγνωσμένη για μια ακόμα φορά. Παίζουν την ταινία απ’ την αρχή και τον Σεπτέμβρη θα παίξουν των απεργιών από τα ίδια, τον Νοέμβρη θα παίξουν το Πολυτεχνείο, το Δεκέμβρη τα καταναλωτικά για τα Χριστούγεννα, μαζί θα παίξουν και το ρεβεγιόν, το Φλεβάρη ξεφαντώνουν τον Καρνάβαλο κι έπειτα θα μας ψήσουν με τον οβελία. Καλοκαίρι θα ξανάρθει, διακοπές για όλους θα διαφημίσουν, πού και πού θα ρίξουν κανένα σκάνδαλο, η κρίση θα θεριεύει, μα όλα υπό έλεγχο θα πουν και συνεχίστε. Με το φραπέ στο χέρι και τον εσπρέσο το χειμώνα η Ελλάδα χαλαρά πορεύεται πορεία προς την άβυσσο. Και έπειτα θα βάλουν την ταινία απ’ την αρχή. Μια ταινία η ζωή και την παίζουν κάθε χρόνο.
Μου λείπουν οι ποιητές τούτες τις μέρες. Ο λόγος ο πολιτικός ενός Σεφέρη (Χειρόγραφο, Σεπτ’ 41 ανακαλώ και προσκυνώ), εκείνος ο σαλός Καρούζος, ο ων ως νήπιο Σαχτούρης, ο της ψυχής καθολικός και σύσσωμος Σολωμός, ο ταπεινός μας Κάλβος, το «εμείς» του Μακρυγιάννη, ο διψασμένος για Θεό Λειβαδίτης και κείνο το τραυματισμένο παιδί, ο αυτόχειρ Καρυωτάκης. Μου λείπει η αλήθεια, μου λείπει η λεβεντιά. Ίσως όμως να μου λείπει μονάχα ο Θεός.
Την πάλεψα τη μνήμη σου να μην τη γράψω. Όμως επλήθυνε το άδικο, το άδικο θρονιάστηκε ομπρός μας. Και η οργή θρονιάστηκε, τελώ υπό το κράτος της. Ο δικός μας Σωκράτης έφυγε. Και όλοι κοιμόμαστε και θα κοιμόμαστε και όσο κοιμόμαστε τόσο άνθρωποι σαν τον Σωκράτη θα χάνονται. Από τη δική μας αδιαφορία, το δικό μας βόλεμα, το δικό μας βαυκάλημα.
Ανάπαυσον τον Σωκράτη, Κύριε. Κι έφτασαν τα βουνά στη θάλασσα. Κι ο θάνατος κραταιός ωσάν τα βράχια τους. Ω, θα ξεχαστείς σίγουρα, Σωκράτη, και γρήγορα. Μέσα στις ξαπλώστρες και τους φραπέδες μας θα βουλιάξει η μνήμη σου. Μόνο για τους οικείους, για τους οικείους, για τα παιδιά τ’ αγέννητα, για τους αγαπημένους. Μονάχα εκεί, σημαδεμένη η μνήμη σου, το θρήνο σου παντρεύτηκαν και τη οδύνη. Το πένθος διάχυτο και να τρυπά μες στον Ιούλη. Ω, θα ξεχαστείς, Σωκράτη, σίγουρα. Και τώρα περνάμε στο επόμενο θέμα θα μας πουν και θα τη σκαπουλάρουν.
Έτρεξα ξανά στους ποιητές σήμερα. Τους άνοιξα έτσι όπως ανοίγουμε κάποτε το Ευαγγέλιο, προσμένοντας από εκεί τη λύση ή τη φώτιση ή την παραμυθία:
Ως εκ τούτου, δηλ. ακριβώς γι' αυτό, έχω την αίσθηση, δηλ. τη βεβαιότητα ότι ο Σωκράτης έφυγε ως μάρτυρας. Gentlemen, καιρός να ανατρέψουμε την περιοδεία μας. Καιρός να ορθωθούμε πολλές οργιές πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Ο λόγος τούτος δεν γράφτηκε παρά σαν το στάρι που θα ρίξουν στα τριήμερα στο χώμα το νιόσκαφτο. Κείνο που δεν μοιράζεται, παρά στα πουλιά το αφήνουν, το πένθος να κραυγάσουν στον αγέρα, τη δική του τόλμη να κοινωνήσουν στον αγέρα.
ΟΛΓΑ ΝΤΕΛΛΑ