• Κατανόηση των αναμενόμενων αποτελεσμάτων Οι εργαζόμενοι πρέπει να γίνονται κοινωνοί 1) των κοινών αξιών που βρίσκονται στη βάση της μεταρρύθμισης, 2) του χρονοδιαγράμματος και των αναμενόμενων αποτελεσμάτων και 3) του δικού τους ρόλου στις επερχόμενες αλλαγές. Η προσωπική αφοσίωση των εργαζομένων είναι ζωτική για την επιτυχία της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας
• Τονισμός των θετικών στοιχείων Η επικοινωνία πρέπει να εστιάζει στις δυνατότητες που δημιουργεί η επιτυχία της μεταρρύθμισης. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κόστος της αλλαγής πρέπει να αγνοείται, αλλά εφόσον οι εργαζόμενοι πρέπει να υποστούν το κόστος αυτό θα πρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποια είναι τα οφέλη
• Ανάπτυξη ηγετών της αλλαγής Θα πρέπει να εντοπιστούν τα στελέχη εκείνα που απολαμβάνουν εμπιστοσύνης και μπορούν να εμπνεύσουν τους υπόλοιπους εργαζόμενους προς το όραμα της αλλαγής
• Ανταμοιβή της αλλαγής Είναι αναγκαίο να εισαχθούν κίνητρα για την αλλαγή της συμπεριφοράς. Τα κίνητρα αυτά μπορούν να συμπεριλαμβάνουν και μη οικονομικές ανταμοιβές, όπως η δημόσια αναγνώριση της επιτυχίας και η παροχή περισσότερης ευχέρειας και υπευθυνότητας σε εκείνους που αποδεικνύουν ότι συμμερίζονται το όραμα της αλλαγής
• Δημιουργία ευκαιριών Θα πρέπει να προσφερθεί στους εργαζόμενους η εκπαίδευση αλλά και η συνδρομή που χρειάζονται ώστε να μπορέσουν να ενταχθούν στο νέο όραμα
Η Κυβέρνηση του Μέλλοντος, ΟΟΣΑ 2000, Ελληνική περίληψη, www.oecd.org
Οι οδηγίες των δημόσιων διεθνών οργανισμών δεν φημίζονται για την ιδεολογική αμεροληψία τους. Το διεθνές παιδομάζωμα τεχνοκρατών προτείνει ωμά την real politik του. Είναι εξοργιστική η προτροπή στις «κυβερνήσεις του μέλλοντος» για ένα σύστημα ανταμοιβών στους «υπάκουους» εκπροσώπους εργαζομένων που «απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης», αλλά αυτό αποτελεί, μία ακόμη, «ασήμαντη» κυνική ομολογία του τρόπου που επιβάλλονται οι μεταρρυθμίσεις του (νέο)φιλελεύθερου καπιταλισμού από την γέννησή του. Προφανώς, επειδή οι συνδικαλιστές δεν είναι οι μοναδικοί παίκτες, ανάλογο σύστημα ανταμοιβών θα έχει προταθεί γι αυτούς που κατέχουν κάθε φορά θεσμικό ρόλο σε οποιοδήποτε επίπεδο. Οι αποκαλύψεις των σκανδάλων δείχνουν πως υπήρξε ένα σύστημα ανταμοιβών και σ’ αυτό το επίπεδο και ταυτόχρονα φανερώνουν την ταυτότητα των χρυσών χορηγών. Σε κάθε περίπτωση, καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να είναι βιώσιμη και αποδοτική χωρίς την συναίνεση των εργαζομένων και μιας ικανής κοινωνικής πλειοψηφίας. Ούτε, γίνονται αποδεκτές αγόγγυστα οι όποιες «αναγκαίες και απαραίτητες» αλλαγές εισάγει μία κυβέρνηση, κυρίως σε εποχές οικονομικής συστολής, με εφαρμογή flat rate λιτότητας στους εργαζομένους και διαρθρωτικών αλλαγών με την μέθοδο θεραπευτικού shock.
Η Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Α. Παπανδρέου, σε μία εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία για την χώρα και την κυβέρνηση την ίδια[1], υποχρεώθηκε να πάρει μία σειρά μέτρων. Κανείς, τουλάχιστον ανάμεσα σ’ αυτούς που δεν έχουν ιδεολογικό ή/και προσωπικό κώλυμα οποιουδήποτε τύπου, δεν αμφιβάλει για τις προθέσεις και την ικανότητα του Γιώργου Α. Παπανδρέου, ούτε κάποιος αμφισβητεί πως όλοι μαζί «πρέπει, θέλουμε και μπορούμε» ν’ αναστρέψουμε την αυτοκαταστροφική πορεία της χώρας. Κοινή πεποίθηση είναι ότι η κατάσταση της χώρας, ιδίως μετά την δημοσιονομική και πολιτική πανωλεθρία της διακυβέρνησης ΝΔ-Καραμανλή, είναι τραγική και χρειάζονται μέτρα άμεσης αποκατάστασης. Όλοι αναγνωρίζουν, ο Γιώργος Α. Παπανδρέου πρώτος, πως καταβάλλεται τεράστιο τίμημα και προσπάθεια από τον ελληνικό λαό. Όμως, από το φετίχ συμβατικής σοφίας «η χώρα είναι στην εντατική» μέχρι το «η χώρα πρέπει να μπει σε γύψο», που προτείνουν καθημερινά από τα παράθυρά τους οι τελάληδες των συμφερόντων, υπάρχει άβυσσος. Η «εντατική» έχει δυναμική σωτήριας θεραπείας, ο «γύψος» επιφέρει αβελτηρία και αβουλία, επιτάσσει απραξία, παγιώνει καταστάσεις καταναγκαστικής κατατονίας επικίνδυνες για την υγεία της κοινωνίας.
Επειδή το «κουστούμι» του Μνημονίου μεταλλάσσεται εύκολα σε «γύψινο νάρθηκα», ιδίως στα χέρια φιλότιμων σχολαστικών που απαράλλαχτοι θέλουν να επανακάμψουν με αρωγούς τεχνοκράτες που πληρώνονται για να μην καταλαβαίνουν, υποχρέωση του Γιώργου Α. Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, που απορρέει από το Κοινωνικό Συμβόλαιο της 4ης Οκτωβρίου 2009, είναι ν’ αποτραπεί μία τέτοια εξέλιξη. Η κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία, αν μπούμε καθαροί σ’ έναν ειλικρινή και διαρκή διάλογο για τον δομικό και λειτουργικό μετασχηματισμό της χώρας. Για την Δημοκρατία, το Κράτος, το Κοινωνικό Κράτος, το Ασφαλιστικό, την Υγεία, τις όποιες Αγορές, πάντα με μοναδικό υποκείμενο τον Άνθρωπο. Αναπόφευκτα η σημερινή ρύθμιση αποτελεί την βάση. Όμως, πρέπει ν’ αμφισβητηθεί η μονοσήμαντη νομοτέλειά της, ν’ απαγκιστρωθούν τα ιδεοληπτικά βαρίδιά της, ν’ αναταχθούν οι παραμορφώσεις της, ώστε στο άμεσο μέλλον να μεταστοιχειωθεί στην αναγεννητική μορφή των δεσμεύσεών μας. Μία τέτοια ριζοσπαστική και αναζωογονητική δράση, μηδενίζει το «οριακό πολιτικό κόστος» για όλα τα υποκείμενα των θεσμών της ελληνικής κοινωνίας και τ’ απελευθερώνει από τα δεσμά του. Για την αποκατάσταση της Πολιτικής και την ανάταξη της Τεχνοκρατίας στα χρήσιμα όριά της, πρέπει πρωταρχικά να εξασφαλιστεί πως ο μονόδρομος του μετασχηματισμού οδηγεί αναπόδραστα στην θεμελιώδη υποχρέωση του κράτους για την συνεχή βελτίωση της θέσης των «μη προνομιούχων», των απόκληρων του συστήματος (όχι μόνο στην κάλυψη των βασικών αναγκών τους που, ενώ είναι αυτονόητη, ανεπίτρεπτα και διαρκώς αναβάλλεται, αλλά και στην επέκταση ευκαιριών και δικαιωμάτων, στην εξασφάλιση ανεμπόδιστης πρόσβασης σε νέες δυνατότητες)[2].
Η πρόσφατη αντίδραση του Γιώργου Α. Παπανδρέου στις φήμες περί «δυσαρέσκειας του Μαξίμου» για τις «απωθητικές» δηλώσεις και «απειλές blackout» των συνδικαλιστών της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, χαράσσει «κόκκινη γραμμή» στην προσπάθεια κάποιων να μπει η χώρα σε «καθώς πρέπει» γύψο. Την ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος θα συνεχίσουν να την επιλέγουν οι εργαζόμενοι και αυτή πρέπει να εκπροσωπεί συμφέροντα εργαζομένων, με άλλα λόγια το μονοδιάστατο και αδιαίρετο δημόσιο συμφέρον. Ενίοτε και θεμιτά, αυτή η αιρετή ηγεσία μπορεί να μην είναι ευχάριστη, να μην χρησιμοποιεί «τυπολογία του σαλονιού», ούτε να είναι πεισμένη και αφοσιωμένη στο «όραμα αλλαγών» που προτείνονται από τα συμφέροντα ώστε ν’ απολαμβάνει τα οφέλη της εμπιστοσύνης των αγορών. Η ενστικτώδης και παιδιάστικη αντίδραση πλαστικοποιημένων φερέφωνων της τηλεόρασης για την στάση του Γιώργου Α. Παπανδρέου στο θέμα της ηγεσίας της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και του Νίκου Φωτόπουλου προσωπικά καθώς και η επίθεση νεοφιλελεύθερων τελάληδων κατά της υπουργού Τ. Μπιρμπίλη, που κράτησε άψογη και σθεναρή στάση στις ανεδαφικές παράλογες αξιώσεις και έθεσε τα πράγματα στην «σωστή βάση»[3], βεβαιώνουν πως, «προς το παρόν», υπάρχει ικανό απόθεμα πολιτικής παρρησίας που αναθερμαίνει την ελπίδα όλων μας.
«Προς το παρόν», γιατί έχουμε ανηφορικό δρόμο μπροστά μας και δεν πρέπει να κουραστεί κανείς. Η κοινωνία οφείλει ν’ ανατροφοδοτεί την πολιτική παρρησία. Η ευθύνη της πολιτικής και συνδικαλιστικής ηγεσίας της χώρας δεν περιορίζεται στο να βγει η χώρα από την εντατική επιτήρηση. Θα πρέπει όταν βγει από τον «θάλαμο της εντατικής» να είναι λειτουργική, κοινωνικά αποτελεσματική και απαραίτητα αυθεντική. Με τις μικρότερες ή/και καθόλου απώλειες (zero defects) και τις ελάχιστες «αναγκαίες και απαραίτητες» παραχωρήσεις που θα εξασφαλίζουν μία καλή λειτουργική σχέση με το διεθνές περιβάλλον (είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε επί των αρχών πάνω στις οποίες δομείται αυτό σήμερα). Θα πρέπει να είναι μία χώρα που δεν θα έχει διαλύσει αβασάνιστα, ανόητα και καταχρηστικά, τον συνεκτικό της ιστό που συγκροτείται από ένα πλέγμα συγκεκριμένων θεσμών, λειτουργιών και αρχών. Η βίαιη αποδόμηση αυτού του ιστού, χωρίς την άμεση αντικατάστασή του από ένα νέο δημοκρατικό, διαυγές και ανθεκτικό πλέγμα δομών, θεσμών και λειτουργιών[4], θα είναι καταστροφική. Μία ιδιότυπη αυτοχειρία με απροσδιόριστη κοινωνική αποδιοργάνωση-απορρύθμιση. Η Κοινωνία δεν είναι μεταφυσικό είδωλο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» της Αγοράς, ούτε υποκείμενό της για να διευθετεί τα ζητήματά της εντός και διαμέσου αυτής.
Η προληπτική-αποτρεπτική λειτουργία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, ακόμη κι όταν ενοχλεί κάποιους ως προς τον τύπο και την ένταση, ήταν και παραμένει καταλυτική. Επιβάλλεται να είναι. Η χώρα και η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ δεν χρειάζονται συνδικαλιστές «εγνωσμένης εμπιστοσύνης», επικοινωνιολόγους προαποφασισμένων «πίσω από κλειστές πόρτες» πολιτικών και εραστές ενός συστήματος οικονομικών και μη οικονομικών ανταμοιβών. Η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ «πρέπει, ξέρει και μπορεί» να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μία λύση προς όφελος των ελλήνων πολιτών, που, «προς το παρόν», έχουν πρόσβαση σε φθηνή ηλεκτρική ενέργεια, με τιμολόγια ΔΕΗ που σε απόλυτες τιμές συγκρίνονται μόνο μ’ αυτά της Βουλγαρίας του κατώτερου μισθού των 113€, της Εσθονίας των 278€, της Λιθουανίας των 230€ και της Ρουμανίας των 139€ (κατώτεροι μισθοί το πρώτο εξάμηνο του 2008, με τα μέτρα του 2009-2010 μάλλον είναι χαμηλότεροι).
Το μείζον ζήτημα του Τομέα της Ενέργειας και της ΔΕΗ αποτελεί την κρίσιμη «αιχμή φορτίου» (peak load) που θα τεστάρει τις αντοχές, τις εφεδρείες, την συνέπεια της Πολιτικής. Θα επανέλθουμε …
[1]Η «δυσμενής συγκυρία» για την χώρα και την κυβέρνηση, δεν αφορά μόνο την οικονομική ύφεση και το δημοσιονομικό Waterloo της Ελλάδας, αλλά σαφέστατα αποτελεί επίπτωση της μεγάλης νίκης των νεοσυντηρητικών δυνάμεων τον Ιούνιο του 2009 στην Ευρώπη, γεγονός που έχει «υποβαθμιστεί» στον δημόσιο χώρο αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζεται συστηματικά (π.χ. η αμφισβήτηση του κ. Μπαρόζο την περίοδο των Ευρωεκλογών από μέρος της ηγεσίας των κεντροαριστερών κομμάτων και από τον Πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς Γιώργο Α. Παπανδρέου)
[2] Ζήτημα του πυρήνα της Πολιτικής που αναδεικνύει την ειδοποιό διαφορά των κομμάτων εξουσίας στα πλαίσια του Καπιταλισμού
[3] Είναι ξεκάθαρο πως στο «τραπέζι της διαβούλευσης» για την αγορά ενέργειας, το θέμα για πώληση του 40% των μονάδων παραγωγής της ΔΕΗ, μάλλον δεν μπήκε μόνο από την Κομισιόν. Η Κομισιόν, άλλα αποφάσισε τον Αύγουστο του 2009, ένα χρόνο πριν, που αποτελούν και την νομική υποχρέωση της χώρας μετά τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης ΝΔ-Καραμανλή στην απόφαση της Κομισιόν 5 Μαρτίου του 2008. Αφορούν την παραχώρηση σε ιδιώτες των λιγνιτικών κοιτασμάτων Ελασσόνας, Βεύης, Βεγόρας και Δράμας. Μάλιστα η Κομισιόν δήλωνε πως «…έχει πεισθεί ότι τα προταθέντα μέτρα, εφόσον εφαρμοσθούν, θα εξαλείψουν τα προβλήματα που υπονομεύουν τον ανταγωνισμό…».Από ποιους προτάθηκε η «εναλλακτική» πώληση μονάδων λιγνίτη και υδροηλεκτρικών και για ποιο λόγο, είναι θέμα που πρέπει ν’ απασχολήσει την Κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό. Κάποιοι να σταματήσουν «εδώ και τώρα» την παιδιάστικη συμπεριφορά και τις προσωπικές στρατηγικές. Η κρίση θα γίνει «ευκαιρία» για την χώρα και τους ανθρώπους της. Όχι για τους καριερίστες της πολιτικής και τα συμφέροντα των ληστοβαρώνων
[4]Κοινωνική θέσμιση που αυτονόητα προκύπτει στα πλαίσια των προτεραιοτήτων, των αναγκών και των προταγμάτων μίας κοινωνικής συμφωνίας η οποία οπωσδήποτε δεν μπορεί να επιβληθεί «απ’ έξω κι από πάνω»